Παραγωγικότητα, η “αχίλλειος πτέρνα” της οικονομίας – Οι στόχοι για το 2024
Διαβάζεται σε 8'Η ελληνική οικονομία διακρίνεται για τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης παραγωγικότητας και βελτίωσης ανταγωνιστικότητας σε σχέση με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά αυτά δεν είναι αρκετά για να επιτευχθεί ουσιαστική σύγκλιση με τα άλλα κράτη μέλη.
- 27 Δεκεμβρίου 2023 07:55
Επιτακτική είναι η ανάγκη για αύξηση παραγωγικότητας και βελτίωση ανταγωνιστικότητας της χώρας, σε σχέση με τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και της ΕΕ, για την Ελλάδα. Ιδιαίτερα, καθίσταται η διπλή αυτή πρόκληση πιο επιτακτική καθώς στη δεδομένη συγκυρία, οι ρυθμοί ανάπτυξης, στην ευρύτερη ευρωπαϊκή γειτονιά είναι “ράθυμοι” και η Ελλάδα κινείται σε υψηλότερη ταχύτητα.
Κι έτσι με διαθέσιμους σημαντικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και από άλλες πηγές (ΚΑΠ, ΕΣΠΑ κτλ), η χώρα έχει μια μοναδική ευκαιρία να καλύψει το έδαφος με τους εταίρους επενδύοντας στην καινοτομία, αλλά και βάζοντας σε τροχιά ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με έμφαση στην παραγωγή διεθνών εμπορεύσιμων αγαθών. Αυτό ήταν ένα βασικό συμπέρασμα όσων ανέφεραν, την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023, σε εκδήλωση στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), για την παρουσίαση της 5ης Ετήσιας Έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας οι Παναγιώτης Λιαργκόβας, Πρόεδρος και Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Θεόδωρος Τσέκερης, Ερευνητής Α’ του ΚΕΠΕ και Επικεφαλής της Συντονιστικής Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Γιώργος Αλογοσκούφης, Καθηγητής ΟΠΑ, Πρώην Υπουργός Οικονομικών, Λόης Λαμπριανίδης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Πρώην Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης και Φίλιππος Σαχινίδης, Πρώην Υπουργός Οικονομικών.
Από τους συμμετέχοντες, πρώτος πήρε τον λόγο ο κ. Λιαργκόβας, ο οποίος επικεντρώθηκε στην παρουσίαση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας. Περιέγραψε τον θεσμό των Εθνικών Συμβουλίων Παραγωγικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επεσήμανε ότι Συμβούλια Παραγωγικότητας λειτουργούν και σε πολλές άλλες χώρες ανά τον κόσμο εκτός ΕΕ. Τα Συμβούλια αυτά προβλέπεται να συμβάλλουν σημαντικά στον συντονισμό οικονομικών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων για την προώθηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας σε κάθε χώρα ξεχωριστά και στο επίπεδο της ΕΕ, μέσω της έκθεσης αξιολόγησης του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου κ.ά. Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο κ. Τσέκερης, ο οποίος παρουσίασε την Ετήσια Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας.
Στη βάση της παρουσίασής του έδειξε ότι η ελληνική οικονομία διακρίνεται για τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης παραγωγικότητας και βελτίωσης ανταγωνιστικότητας σε σχέση με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά αυτά δεν είναι αρκετά για να επιτευχθεί ουσιαστική σύγκλιση με τα άλλα κράτη μέλη. Για την περαιτέρω ανάπτυξη, επισήμανε ότι απαιτείται ολοκληρωμένος σχεδιασμός και εφαρμογή πολιτικών με συνεχή αξιολόγηση.
Αυτό περιλαμβάνει την προώθηση ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, επενδύσεις σε υψηλή τεχνολογία, συστηματική επικαιροποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης με στόχους όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και η εδαφική συνοχή, μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές και των εκπομπών CO2, δημιουργία συνεργειών μεταξύ ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων, μείωση περιβαλλοντικού αποτυπώματος, ενίσχυση κυκλικής οικονομίας και μέτρα για τη μείωση των ανισοτήτων.
Σύμφωνα με τον κ. Αλογοσκούφη, για να επιτευχθεί ουσιαστική αναπτυξιακή αλλαγή στην Ελλάδα, απαιτείται η αύξηση της παραγωγικότητας, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της μείωσης του πληθυσμού. Ένας τρόπος να ξεπεραστούν τα προβλήματα που προκύπτουν από την πληθυσμιακή μείωση είναι η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην παραγωγική διαδικασία.
Ωστόσο, παρά την ανάκαμψη της οικονομίας μέσω της αύξησης της ζήτησης, τα δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή το προβληματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και οι χαμηλές αποταμιεύσεις/επενδύσεις, επανεμφανίζονται και καταδεικνύουν ότι η δομή της ελληνικής οικονομίας δεν έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με το 2009. Για να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, μειώνοντας την επιρροή των ολιγοπωλίων και βελτιώνοντας τις αγορές προϊόντων και εργασίας. Τέλος, η σημερινή πολιτική κατάσταση προσφέρει μια ευκαιρία για τολμηρές μεταρρυθμίσεις, καθώς, για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, μια κυβέρνηση διαθέτει την πολιτική δύναμη για να υλοποιήσει αποφασιστικές αλλαγές παρά το πιθανό πολιτικό κόστος.
Ο κ. Λαμπριανίδης, στην ανάλυσή του, επισήμανε την κρισιμότητα μιας θεμελιώδους μεταστροφής στο αναπτυξιακό παράδειγμα της Ελλάδας. Υποστήριξε την απόρριψη της πολιτικής “φτηνής ανάπτυξης” υπέρ μιας πορείας προς την “ποιοτική ανάπτυξη”, η οποία εδράζεται στην αξιοποίηση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και στην καινοτομία, με στόχο την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα, επισήμανε τις προκλήσεις που ενυπάρχουν σε αυτή τη διαδικασία, όπως η ανάγκη για ισχυροποίηση των θεσμών, η δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών και η εδραίωση ενός αναπτυξιακού κράτους που θα έχει τη δυνατότητα εντοπισμού ευκαιριών και εφαρμογής αναπτυξιακής πολιτικής.
Επιπρόσθετα, ο κ. Λαμπριανίδης έθιξε το ζήτημα της παραγωγικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ), υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενίσχυση του μεγέθους και της παραγωγικής τους ικανότητας μέσω διαδικασιών συνεργασιών, συμμετοχής σε αλυσίδες αξίας, υποστήριξης από κατάλληλες δομές και διασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού.
Τόνισε, επίσης, τη σημασία της διεθνούς αναδιάταξης και της εκμετάλλευσης ευκαιριών για την Ελλάδα, ως κρίσιμο παράγοντα στην πορεία προς μια βιώσιμη και ανταγωνιστική οικονομική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τον κ. Λ. Λαμπριανίδη, “οι αντίστοιχοι δείκτες παραγωγικότητας εργασίας, κεφαλαίου κ.λπ. εμφανίζουν την ίδια πορεία, πορεία που όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, ούτε από μόνη της είναι ιδιαίτερα αξιόλογη, ούτε συγκρινόμενη με τις λοιπές χώρες της ΕΕ εμφανίζει στοιχεία έστω και αργής σύγκλισης. (Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε: κατά 2,9% με βάση τις ώρες εργασίας και κατά 3,8% με βάση την απασχόληση.)”.
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, ανέφερε, ο κ. Λαμπριανίδης, “η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε:
- κατά 0,3% ανά ώρα εργασίας και
- κατά 2% ανά απασχολούμενο.
Όμως η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας:
- σε απασχολούμενους είναι στο 61% μ.ό. ΕΕ27 και 55% μ.ό. ΕΑ19.
- σε ώρες εργασίας είναι στο 49% μ.ό. ΕΕ27 και στο 43% μ.ό. ΕΑ19.
Μάλιστα, η διαφορά της παραγωγικότητας της εργασίας της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή, παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια κατά την περίοδο 2019-2023.”
Τι πρέπει να γίνει;
Στο φόντο αυτό ο κ. Λαμπριανίδης σημείωσε ότι απαιτούνται μια σειρά από ενέργειες, όπως:
- Σημαντική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, ώστε να υπάρξει στροφή σε παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας.
- Απασχόληση καλά αμειβόμενου προσωπικού (ποιοτική/ σταθερή εργασία) και όχι χαμηλές αμοιβές που λειτουργούν αποτρεπτικά για την πραγματοποίηση νεων επενδύσεων.
- Στήριξη ΜμΕ ώστε να μεγαλώσουν να γίνουν πιο ανταγωνιστικές.
- Πολιτικές που αφενός θα αυξήσουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας κυρίως των γυναικών(σήμερα είναι στο 60%), τουλάχιστον στο επίπεδο της συμμετοχής των ανδρών (σήμερα είναι στο 75%), κι αφετέρου θα μειώσουν την ανεργία.”
Μεταποίηση – βιομηχανία
Σύμφωνα με τον κ. Λαμπριανίδη θα πρέπει, παρά τις δυσκολίες, να δοθεί έμφαση στον κλάδο μεταποίησης. “Ο δευτερογενής τομέας χαρακτηρίζεται από την υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας και τη σημαντικότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο οι μακροπρόθεσμες πολιτικές που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας να επικεντρωθούν στο συγκεκριμένο τομέα. Τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να προωθήσουν την καινοτομία και την ανάπτυξη δεξιοτήτων στον δευτερογενή τομέα, συμβάλλοντας τελικά στη συνολική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα” σημείωσε ο πρώην Γ.Γ. του ΥΠΑΝ.
Τόνισε, επίσης, ότι “οι δημόσιες επενδυτικές δαπάνες επιδεικνύουν σχετικά υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας και χαμηλούς δείκτες εξάρτησης από τις εισαγωγές. Με στρατηγικές επενδύσεις σε βασικούς τομείς, η κυβέρνηση μπορεί να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη”.
Παράλληλα, συμπλήρωσε, ότι “δεδομένης, τώρα, της σημαντικής εξάρτησης των εξαγωγικών κλάδων από τις εισαγωγές και ότι τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά προέρχονται κυρίως από τον δευτερογενή τομέα, είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί μια πολιτική με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές και την ενίσχυση του δευτερογενή τομέα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την υποκατάσταση των εισαγόμενων αγαθών με εγχώρια παραγόμενα προϊόντα, προωθώντας έτσι την εγχώρια αλυσίδα αξίας και ενισχύοντας την εγχώρια οικονομία. Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική οικονομία μπορεί να μειώσει σταδιακά την εξάρτησή της από τις εισαγωγές, να βελτιώσει το εμπορικό της ισοζύγιο και τελικά να ενισχύσει την οικονομική της ανθεκτικότητα και ταυτόχρονα θα δημιουργούσε περισσότερες θέσεις εργασίας” κατέληξε ο κ. Λαμπριανίδης.
Έμφαση στη μεταποίηση
Τελευταίος τον λόγο πήρε ο κ. Σαχινίδης, ο οποίος τόνισε ότι, για να επιτευχθεί αναπτυξιακό άλμα στην Ελλάδα, είναι αναγκαία η χρηματοδότηση παραγωγικών επενδυτικών σχεδίων, αξιοποιώντας τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία και ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους για έρευνα, καινοτομία, πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις. Σημαντικές είναι οι μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση αναποτελεσματικοτήτων στη δημόσια διοίκηση και δικαιοσύνη, μείωση γραφειοκρατίας, κωδικοποίηση νομοθεσίας, ψηφιοποίηση διαδικασιών, επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης και θεσμικές αλλαγές για τη διευκόλυνση της αγοράς.
Απαραίτητη είναι η αναβάθμιση του ρόλου της μεταποίησης και του αγροτικού τομέα, η ενίσχυση κλάδων όπως η ενέργεια και οι τεχνολογίες πληροφορικής, καθώς και η ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων. Τέλος, η μετάβαση στην πράσινη οικονομία είναι επίσης κρίσιμη, με επικέντρωση στην ανάπτυξη ΑΠΕ, ηλεκτρική διασύνδεση νησιών, αναβάθμιση υποδομών, και προώθηση καθαρών μορφών ενέργειας, με το ερώτημα να παραμένει αν οι τρέχουσες επενδύσεις θα ενισχύσουν ουσιαστικά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας.