Παρέκκλιση χωρίς προηγούμενο από το Σύμφωνο Σταθερότητας προσάπτει στην Ιταλία η Κομισιόν
Την επιστολή με τις θέσεις της ΕΕ για τον προϋπολογισμό της Ιταλίας παρέδωσαν Μοσκοβισί και Ντομπρόβσκις στον Ιταλό υπουργό Οικονομικών
- 18 Οκτωβρίου 2018 20:56
Ο Ευρωπαίος επίτροπος οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί, παρέδωσε πριν από λίγο στον Ιταλό υπουργό οικονομικών Τζοβάνι Τρία την επιστολή που υπογράφουν ο ίδιος ο Μοσκοβισί και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις, με αντικείμενο τον κρατικό προϋπολογισμό της Ιταλίας.
Στην επιστολή γίνεται αναφορά σε «παρέκκλιση χωρίς προηγούμενο από το Σύμφωνο Σταθερότητας, η οποία αγγίζει το 1,5% σε ότι αφορά τους συμφωνημένους στόχους». Μια παρέκκλιση η οποία «θέτει σε κίνδυνο την μείωση του ιταλικού δημόσιου χρέους, που αγγίζει το 132% του ΑΕΠ».
Σε κοινή συνέντευξη τύπου, στο ιταλικό υπουργείο οικονομικών, ο Μοσκοβισί τόνισε ότι «η Επιτροπή δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο των μέτρων του προϋπολογισμού, αλλά αυτό που την ενδιαφέρει είναι με ποιό τρόπο τα μέτρα αυτά θα χρηματοδοτηθούν».
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα που θα πρέπει να γίνουν, βάσει των οποίων ο διάλογος με την Ρώμη θα συνεχιστεί». Ο Πιέρ Μοσκοβισί θέλησε να καταστήσει σαφές ότι «η Κομισιόν είναι ένας ουδέτερος κριτής» και ότι «και ο ίδιος βάζει κατά μέρος τις προσωπικές του, πολιτικές εκτιμήσεις». Η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία να απαντήσει στην επιστολή της μέχρι τις 22 Οκτωβρίου,.
Ο δε ιταλός υπουργός οικονομικών, Τζοβάννι Τρία, τόνισε ότι ο προσωπικός του διάλογος με τον γάλλο επίτροπο και με όλη την Επιτροπή πραγματοποιείται σε άριστο κλίμα, και με αυτό τον τρόπο πρόκειται να συνεχιστεί. Επανέλαβε, δε, ότι η Ιταλία έχει θέσει τους συγκεκριμένους στόχους στον προϋπολογισμό της, διότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να πετύχουν την αναγκαία οικονομική ανάπτυξη».
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε, από τις Βρυξέλλες, τόνισε ότι «δεν πρόκειται για παρέκκλιση άνευ προηγουμένου», διότι στην πραγματικότητα, «το έλλειμμα θα έφτανε ούτως ή άλλως στο 2% του ΑΕΠ, και κατά συνέπεια, η πραγματική διαφορά δεν ξεπερνά το 0,4%».