Πληθαίνουν τα “καμπανάκια” κινδύνου για την οικονομία

Πληθαίνουν τα “καμπανάκια” κινδύνου για την οικονομία
Χρήστος Σταϊκούρας και Κυριάκος Μητσοτάκης Menelaos Myrillas / SOOC

Κατά 98,7% αυξήθηκε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τον Ιανουάριο ενώ με αρνητικό πρόσημο η βιομηχανική παραγωγή τον Ιανουάριο.

Δυο σημαντικά παράπλευρα “καμπανάκια” κινδύνου εκπέμπει η οικονομία καθώς εισέρχεται σε ένα δύσκολο και απαιτητικό κύκλο λόγω των ανατιμήσεων και των προβολών επιπτώσεων στο ΑΕΠ. Ήδη στο τραπέζι είναι σενάρια και “κούρεμα” έως και δύο ποσοστιαίων μονάδων στο ΑΕΠ με ζημιές άνω των 3,5 δις. ευρώ στην πραγματική οικονομία εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση.

Άλλωστε όπως έχει ειπωθεί δημόσια η μία μονάδα μείωσης της πρόβλεψης για το ΑΕΠ είναι δεδομένη όπως και το ότι για κάθε 10 ευρώ που ανεβαίνει η τιμή φυσικού αερίου το κόστος είναι 600 εκατ. για την οικονομία.

Σε αυτό το σκηνικό έρχεται να προστεθεί και η τεράστια αύξηση της τάξης του 98,7% που σημείωσε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας τον Ιανουάριο εφέτος. Μάλιστα για έναν ακόμη μήνα η αύξηση της αξίας των εισαγωγών ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των εξαγωγών. Ειδικότερα, από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις εμπορευματικές συναλλαγές προκύπτουν τα εξής: Η συνολική αξία των εισαγωγών- αφίξεων ανήλθε στο ποσό των 6.318,4 εκατ. ευρώ έναντι 4.002,6 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο 2021, παρουσιάζοντας αύξηση 57,9% (χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 1.320,0 εκατ. ευρώ ή 42,8%, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 1.309,3 εκατ. ευρώ ή 42,6%). Η συνολική αξία των εξαγωγών- αποστολών ανήλθε στο ποσό των 3.374,1 εκατ. ευρώ έναντι 2.520,8 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο πέρυσι, παρουσιάζοντας αύξηση 33,9% (χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 409,6 εκατ. ευρώ ή 20,4%, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 406,0 εκατ. ευρώ ή 20,2%). Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ανήλθε σε 2.944,3 εκατ. ευρώ έναντι 1.481,8 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο 2021, παρουσιάζοντας αύξηση 98,7% (χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 910,4 εκατ. ευρώ ή 84,5%, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 903,3 εκατ. ευρώ ή 84,6%).

Πτώση στη βιομηχανική παραγωγή

Πτωτικά, επίσης, κινήθηκε η βιομηχανική παραγωγή τον πρώτο μήνα του έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής του Ιανουαρίου 2022, υποχώρησε οριακά κατά 0,2% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιανουαρίου του 2021, έναντι αύξησης 3,6% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του 2021 με το 2020. Συγκριτικά με τον αντίστοιχο δείκτη του Δεκεμβρίου 2021, ο εποχικά διορθωμένος Γενικός Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής του περασμένου Ιανουαρίου, παρουσίασε μείωση 4,0%. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση κατέγραψε ο δείκτης του κλάδου εξόρυξης μεταλλευμάτων, ενώ ο δείκτης του κλάδου παραγωγής βασικών φαρμακευτικών προϊόντων και φαρμακευτικών σκευασμάτων σημείωσε τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση κατά τον Ιανουάριο 2022 σε σχέση με τον Δεκέμβριο 2021. Συγκρίνοντας τους δείκτες του Ιανουαρίου 2022 με τους αντίστοιχους δείκτες του Ιανουαρίου 2021, διαπιστώνεται πως η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση καταγράφηκε επίσης στον κλάδο εξόρυξης μεταλλευμάτων, ενώ η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση καταγράφηκε στον κλάδο κατασκευής μηχανοκίνητων οχημάτων, ρυμουλκούμενων και ημιρυμουλκούμενων.

Προβλέψεις της αγοράς

Πάντως με βάση την εβδομαδιαία ανάλυση της Alpha Bank τα κύρια κανάλια αβεβαιότητας σχετικά με την πορεία της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, το 2022, δύναται να συνοψισθούν ως ακολούθως:

  • Πρώτον, η επίδραση του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων, επί του κόστους παραγωγής, της κερδοφορίας και του επενδυτικού σχεδιασμού τους.
  • Δεύτερον, το αποτέλεσμα του πληθωρισμού των τιμών της ενέργειας και των σιτηρών, σε συνδυασμό με την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας, επί του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
  • Τρίτον, η επίπτωση στις εισπράξεις του ελληνικού τουρισμού, εξαιτίας, αφενός, της παύσης τουριστικών ροών από τις εμπόλεμες χώρες και αφετέρου, της εξασθένησης του διαθεσίμου εισοδήματος πολλών χωρών προέλευσης επισκεπτών, κυρίως των ευρωπαϊκών.
  • Τέταρτον, η επίδραση των γεωπολιτικών εξελίξεων στις άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς η αυξημένη αβεβαιότητα επιδρά δυσμενώς στον επενδυτικό κίνδυνο μίας χώρας που δεν έχει φθάσει ακόμη σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας.
  • Πέμπτο, η περαιτέρω επέκταση και το μέγεθος της δημοσιονομικής ευελιξίας που θα υπάρξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ο βαθμός αξιοποίησής του από την ελληνική κυβέρνηση.

Όπως αναφέρει στην ανάλυσή της, η τράπεζα, “ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) σημείωσε άνοδο, τον Φεβρουάριο, κατά 6,3% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2021, με το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης να προέρχεται από τα προϊόντα ενέργειας (ΕνΔΤΚ-Ενέργειαi: 43,1% σε ετήσια βάση). Επιπρόσθετα, σχεδόν το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ελλάδας, το 2020, προήλθε από τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας, σε ό,τι αφορά στην κάλυψη της απαιτούμενης ποσότητας μέσω εισαγωγών είναι υψηλή. Το τελευταίο καθιστά την επίδραση των συγκρούσεων στα εδάφη της Ουκρανίας έναν σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι αυξημένες τιμές των προϊόντων ενέργειας αναμένεται να επηρεάσουν τόσο τις επιχειρήσεις, μέσω του αυξημένου κόστους παραγωγής και του περιορισμού των κερδών τους, όσο και τα νοικοκυριά, μέσω της μείωσης του διαθεσίμου εισοδήματος και της καταναλωτικής δαπάνης.

Η παρουσίαση από την Ευρωπαϊκή Ένωση του σχεδίου για τη σταδιακή απεξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα (REPowerEU), το οποίο περιλαμβάνει και τη λήψη πρόσθετων μέτρων στήριξης για το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος θα αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα άμβλυνσης των αρνητικών αυτών εξελίξεων. Ειδικά όσον αφορά στην ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία διαμορφώνεται στον βραχύ χρονικό ορίζοντα μία στρατηγική προσφυγής σε εναλλακτικές πηγές όπως το Liquefied Natural Gas (LNG) και σε προμηθευτές εκτός της Ρωσίας, καθώς και αύξησης του όγκου παραγωγής και των εισαγωγών βιομεθανίου και ανανεώσιμου υδρογόνου, ενώ μεσοπρόθεσμα αναμένεται η μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και η επιτάχυνση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.”

Ο τουρισμός

Παράλληλα η Alpha Bank τονίζει ότι “οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναμένεται να επηρεάσουν και τον ελληνικό τουρισμό, άμεσα, σε ό,τι αφορά στις αφίξεις από τη Ρωσία και την Ουκρανία και, έμμεσα, μέσω της αναμενόμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών στις χώρες προέλευσης τουριστών, ως συνέπεια των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αφίξεις από τη Ρωσία και την Ουκρανία αποτελούν χαμηλά ποσοστά επί του συνόλου των τουριστικών αφίξεων στη χώρα μας, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι απώλειες για τον ελληνικό τουρισμό ενδέχεται να είναι περιορισμένες. Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη τη θετική σχέση μεταξύ του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των κύριων χωρών προέλευσης τουριστών (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία) και της αντίστοιχης εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης στη χώρα μας, η ενδεχόμενη πτώση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στις χώρες αυτές, λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους, δύναται να επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές ροές στην Ελλάδα. Η συσσώρευση αποταμιεύσεων, ωστόσο, από τον Μάρτιο του 2020 και μετά, καθώς και η τάση για αυξημένη κατανάλωση στη μετά πανδημική περίοδο, θα μπορούσαν να μετριάσουν τις αρνητικές συνέπειες για τον ελληνικό τουρισμό.”

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα