Ποια… μοσχάρια εκτρέφονται στην Αττική;
Από τις 800 περίπου ράτσες βοοειδών που υπάρχουν στον κόσμο, η Αττική δεν έχει καταφέρει να θρέψει τον κόσμο της ούτε σε κρέας ούτε σε γάλα.
- 14 Ιουνίου 2018 07:30
Μια φορά κι έναν καιρό, οι κτηνοτρόφοι της Αττικής ήταν μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού κι αυτό αποτυπώνεται και σε παλαιές γκραβούρες, με πρόβατα, στη σκιά της Ακρόπολης. Ως και τη δεκαετία του ΄80, υπήρχαν πρόβατα, σε μικρή απόσταση από το κέντρο, στα προάστια της πρωτεύουσας αλλά η επέκταση του πολεοδομικού σχεδίου δημιούργησε προβλήματα και αδυναμίες.
Η υψηλή ζήτηση στέγης και το πρόβλημα των ζωονόσων στον αστικό ιστό έστειλε εξορία τα συμπαθή παραγωγικά τετράποδα. Παρόλα αυτά χιλιάδες αιγοπρόβατα δηλωμένα αλλά κι αδήλωτα, καθώς δεν παίρνουν επιδότηση, υπάρχουν στην Αττική κυρίως προς τη δυτική πλευρά και λιγότερο προς τη βόρεια πλευρά ή την ανατολική πλευρά, που παράγει κυρίως ελαιόλαδο, μέλι, σύκα και κρασί.
Σύμφωνα με την γενική γραμματέα του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Αττικής «Άγιος Γεώργιος», Μάγδα Κοντογιάννη, τα βοοειδή που εκτρέφονται στην Αττική, σε αντίθεση με το παρελθόν, είναι κυρίως για γάλα και όχι για κρέας.
Τα περισσότερα είναι διασταυρωμένα Holstein (γαλακτοπαραγωγική φυλή) ενώ οι κύριες φυλές που εκτρέφονται για κρέας είναι Σβιτς (Schwyz), Σαρολέ (Charolais) και Λιμουζέν (Limousen), ενώ ελάχιστα είναι τα μοσχάρια που ανήκουν στη βραχυκερατική, που είναι ελληνική φυλή.
«Τα βοοειδή της Αττικής ανέρχονται σε περίπου 4.000», αναφέρει, ενώ τονίζει πως μεγάλος όγκος αιγοπροβάτων υπάρχει τόσο προς την πλευρά του Ασπροπύργου, όσο και προς το Μενίδι. Μάλιστα, εξηγεί, μέχρι σήμερα υπάρχουν μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι στην Αττική, που το καλοκαίρι ανεβαίνουν στα Βαρδούσια.
Οι αλλαγές στην αγορά κρέατος
Έτσι, από τις 800 περίπου ράτσες βοοειδών, που υπάρχουν στον κόσμο, η Αττική δεν έχει καταφέρει να θρέψει τον κόσμο της ούτε σε κρέας ούτε σε γάλα. Ωστόσο, άνω του 80% της παραγωγής των εκτρεφόμενων βοοειδών, προορίζονται για την παραγωγή γάλακτος κι όχι κρέατος, όπως ήταν στο παρελθόν.
Πάντως ενώ η αγορά παλαιότερα προτιμούσε ράτσες, όπως η ελβετική Σβιτς (Schwyz) ή αλλιώς Φαιά των Άλπεων, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στροφή κυρίως προς τη φυλή Λιμουζέν ή Λιμουζίν (Limousin), που είναι από τις πιο περιζήτητες και περισσότερο διαδεδομένες σε άλλες περιοχές στη χώρα μας. Το βάρος των ενήλικων ταύρων Λιμουζέν είναι περί τα 1.000-1.300 κιλά ενώ η απόδοση σε κρέας είναι περίπου 56%.
Η κρεοπαραγωγή στη χώρα μας γίνεται κυρίως με αγελαία ζώα, καθώς έτσι μειώνεται και το κόστος αλλά είναι καλύτερη και η ποιότητά του ενώ έχει μικρή θνησιμότητα. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μια προσπάθεια για να αυξηθεί το ζωικό κεφάλαιο της χώρας στις ελληνικές φυλές: βραχυκερατική, Κατερίνης κ.ά., που εκτρέφονται κυρίως στην επαρχία, μπορεί να είναι πιο μυώδη αλλά έχουν καλή ποιότητα λόγω διατροφικών χαρακτηριστικών.
Δυστυχώς, πέρα από τις ελληνοποιήσεις, που είναι το μεγάλο πρόβλημα των παραγωγών, οι καταναλωτές μπορεί να ζητούν συγκεκριμένα μέρη του ζώου (π.χ. ελιά, κιλότο) αλλά έχουν κατά κανόνα, μαύρα μεσάνυχτα για τη φυλή του, που σημαίνει ταυτόχρονα και άλλη ποιότητα, κάτι που είναι γνωστό κυρίως στα πολυτελή εστιατόρια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ AGROPOST.GR