Σε κρίσιμη καμπή ο αγροτικός τομέας – Νάρκες και προτάσεις “σωτηρίας”
Διαβάζεται σε 16'Ο αγροτικός τομέας αντιμετωπίζει μια σειρά από δομικά προβλήματα, αλλαγές και προκλήσεις. Νέα μελέτη καταθέτει ένα καινούργιο πλαίσιο με αιχμή την εκπαίδευση.
- 25 Ιανουαρίου 2025 07:39
Στο φόντο και των τελευταίων αγροτικών κινητοποιήσεων, της συζήτησης στη Βουλή την Παρασκευή με αφορμή επίκαιρη ερώτηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη για τον πρωτογενή τομέα, αλλά κυρίως της ανάδειξης των ζητημάτων ακρίβειας και διατροφικής ασφάλειας, το ζήτημα της πορείας του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα μπαίνει ή πιο σωστά πρέπει να μπαίνει στο επίκεντρο.
Έτσι, χθες, ο μεν Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αφού προσπάθησε να “αμυνθεί” λέγοντας ότι οι παθογένειες του πρωτογενή τομέα δεν προέκυψαν τα τελευταία έξι χρόνια, αναφερόμενος μεταξύ άλλων στα παλιά αγροτικά χρέη από συνεταιρισμούς φαντάσματα, έσπευσε να καταθέσει ένα μέτρο ρύθμισης στα κόκκινα δάνεια 700 συνεταιρισμών και 21.000 αγροτών. Το κατά πόσο θα αποτελέσει ουσιαστικό μέτρο για την ανακούφιση αγροτών και τη “διάσωση” της αγροτικής γης θα φανεί κατά τη διαβούλευση και της συζήτηση για τους όρους ένταξης στη ρύθμιση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης χαρακτήρισε απελπιστική την κατάσταση με τα χρέη και τα κόκκινα δάνεια των αγροτών. “Περισσότεροι από το 70% αγροτών έχουν οφειλές σε εφορία, ΕΦΚΑ και τράπεζες” σημείωσε και πρότεινε μεταξύ άλλων θέσπιση αφορολόγητου και ακατάσχετο.
“Γνωρίζει ο αγρότης ότι 6 χρόνια στον κρίσιμο πρωτογενή τομέα έχετε κάνει μόνο μπαλώματα”, σημείωσε ο κ. Ανδρουλάκης που εστίασε στην έντονη προβληματική κατάσταση θεσμών, όπως ο ΟΠΕΚΕΠΕ και ο ΕΛΓΑ αλλά και στην εκτίναξη του κόστους παραγωγής.
Ανοιχτά τα δομικά ζητήματα
Ωστόσο το σημαντικό που βγήκε από όλη τη συζήτηση είναι και πάλι ότι τα δομικά θέματα του πρωτογενούς παραμένουν ως “βραδυφλεγής βόμβα”, εδώ και χρόνια, παρά τις όποιες επί μέρους λύσεις, που , κατά καιρούς, προωθούνται.
Ελλείψεις εργατικών χεριών, εξειδίκευσης και αξιοποίησης καινοτομίας, ελλειμματική παραγωγή λόγω κλίματος, απουσία ισχυρών δομών συνεργατισμού για να “κρατηθεί” και η μικρή εκμετάλλευση και ο κόσμος στην περιφέρεια, υπερχρέωση είναι μερικά από τα ανοιχτά ζητήματα, τα οποία δεν μπορεί να “σκεπάσουν” κάποιες περιπτώσεις αριστείας όπως αυτές που ανέφερε ο Πρωθυπουργός, για καλλιέργειες σε πχ αγρότες στην Κρήτη που φυτεύουν ψυχανθή ανάμεσα στα ελαιόδεντρα ή και τη στροφή σε γηγενή φυτά με μεγάλη ανθεκτικότητα όπως η χαρουπιά και η φραγκοσυκιά.
Ο Πρωθυπουργός, επίσης, αναφέρθηκε επίσης στα προγράμματα κατάρτισης των αγροτών και την ίδρυση αγροτικών ΙΕΚ. “Ο σύγχρονος παραγωγός και κτηνοτρόφος πρέπει να είναι επιχειρηματίας. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού σήμερα”, τόνισε και υπογράμμισε για άλλη μία φορά την ανάγκη να ενισχυθούν τα συνεργατικά σχήματα αγροτών.
Όμως τι γίνεται στο πεδίο; Στο ερώτημα αυτό απάντηση επιχειρεί να δώσει μελέτη της διαΝΕΟσις, για την αγροτική εκπαίδευση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη,την οποία υπογράφει ο Δρ. Μιχάλης Καθαράκης, Διαχειριστής Μεσογειακού Κέντρου Ικανοτήτων Αγροδιατροφής, Διευθυντής ΚΔΒΜ-ΙΣΑΕΚ Τεχνικών Σχολών Επιμελητηρίου Ηρακλείου. Η έρευνα δημοσιεύεται σήμερα.
Η έρευνα
Έτσι, όπως αναφέρει η μελέτη, “ο αγροτικός τομέας βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς οι παγκόσμιες τάσεις και οι τεχνολογικές εξελίξεις επαναπροσδιορίζουν τη φύση της παραγωγής, της διαχείρισης και της διάθεσης των προϊόντων. Η διαρκής ζήτηση για αυξημένη παραγωγικότητα, βιωσιμότητα, ιχνηλασιμότητα, καινοτομία και προσαρμογή στις νέες καταναλωτικές απαιτήσεις δημιουργεί νέες προκλήσεις και ευκαιρίες για τους παραγωγούς. Ταυτόχρονα, οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, η ανάγκη για μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η παγκόσμια διασύνδεση των αγορών καθιστούν επιτακτική τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών και καινοτόμων πρακτικών.”
“Η Ελλάδα, ως χώρα με ισχυρή αγροτική παράδοση και μοναδικά αγροτικά προϊόντα, καλείται να ανταποκριθεί σε αυτές τις ταχύτατα αναδυόμενες προκλήσεις. Για να το επιτύχει αυτό, είναι ανάγκη να τολμήσει έναν ριζικό εκπαιδευτικό μετασχηματισμό που θα της επιτρέψει να μεταμορφώσει τον αγροτικό της τομέα, επιστρατεύοντας νέες πρακτικές και τεχνολογικά εργαλεία της νέας εποχής” αναφέρει η μελέτη που θέτει το ζήτημα “επί των τύπων των ήλων”.
“Ωστόσο, η πραγματικότητα σήμερα απέχει πολύ από αυτόν τον στόχο” αναφέρεται σχετικά και τονίζεται: ”Τα στοιχεία της διαΝΕΟσις αποκαλύπτουν μια ανησυχητική εικόνα: Μόλις το 0,7% των Ελλήνων αγροτών έχει λάβει ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση, τη στιγμή που σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, οι αγρότες με πλήρη αγροτική εκπαίδευση ξεπερνούν το 30%. Είναι σαν να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του 21ου αιώνα με εργαλεία του 20ού.”
Όπως αναφέρεται, “οι τεχνολογικές εξελίξεις και η κλιματική αλλαγή δεν επηρεάζουν απλώς τον αγροτικό τομέα παντού στον κόσμο, αλλά τον αλλάζουν ριζικά και άμεσα. Δημιουργούν νέες προκλήσεις και νέες ανάγκες για καταρτισμένο προσωπικό. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο πρωτογενής τομέας απασχολεί το 11% του εργατικού δυναμικού και συνεισφέρει περί τα 14 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ, η προσαρμογή σε αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, αλλά και η αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών, αποτελεί σημαντική ανάγκη.”
Στο φόντο αυτό “η εκπαίδευση των αγροτών παίζει καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία μετάβασης” σύμφωνα με το νέο κείμενο πολιτικής της διαΝΕΟσις, το οποίο υπογράφει ο Διαχειριστής του Μεσογειακού Κέντρου Ικανοτήτων Αγροδιατροφής και Διευθυντής του ΚΔΒΜ-ΙΣΑΕΚ Τεχνικών Σχολών Επιμελητηρίου Ηρακλείου, Μιχάλης Καθαράκης που υπογραμμίζει την ανάγκη βελτίωσης και επέκτασης των τοπικών θεσμών αγροτικής εκπαίδευσης.
Δεν μένει όμως μόνο στη διαπίστωση. Αφενός, χαρτογραφεί αναλυτικά τα καθεστώτα αγροτικής εκπαίδευσης έξι ευρωπαϊκών χώρών και υποδεικνύει χρήσιμα χαρακτηριστικά τους. Αφετέρου εξειδικεύει τις ανάγκες για την Ελλάδα και επιχειρεί να σκιαγραφήσει έναν ρεαλιστικό “οδικό χάρτη” για τις απαραίτητες αλλαγές. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μερικά βασικά σημεία.
Αλλαγές και προκλήσεις
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μελέτη, “ο αγροτικός τομέας αλλάζει παγκοσμίως με πολύ γρήγορο ρυθμό. Αφενός υπάρχουν τεχνολογικές εξελίξεις που ανατρέπουν παραμέτρους που θεωρούνταν δεδομένες επί δεκαετίες, αν όχι αιώνες. Η ανάπτυξη εργαλείων γεωργίας ακριβείας, με τη χρήση drones, GPS, αισθητήρων και δορυφορικών δεδομένων, επιτρέπουν την πιο αποτελεσματική διαχείριση του νερού ή των λιπασμάτων. Τα ρομπότ αποδεικνύονται αποτελεσματικοί βοηθοί στην συγκομιδή, στην αποψίλωση και στον έλεγχο για παράσιτα. Τέλος, η τεχνητή νοημοσύνη και η ανάλυση δεδομένων βοηθούν τόσο στην καλή διαχείριση των καλλιεργειών, π.χ. με την έγκαιρη αναγνώριση των ασθενειών, όσο και στην πιο αποτελεσματική διάθεσή τους στην αγορά.
Αντιστοίχως, η κλιματική αλλαγή δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις. Η μεταβολή της θερμοκρασίας και η συχνότερη εμφάνιση ακραίων φαινομένων απαιτούν νέα προσέγγιση στην ασφάλεια των καλλιεργειών και στη διαχείριση των πόρων. Όμως, η πρόληψη των συνεπειών είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος – η γεωργία πρέπει γρήγορα να αλλάξει σημαντικά το μοντέλο παραγωγής της και να προσαρμοστεί η ίδια σε βιώσιμες πρακτικές καλλιέργειας, όπως η αγροδασοπονία και η χρήση οργανικών λιπασμάτων.
Οι ανάγκες για ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητας, μείωση των εκπομπών ρύπων και ενίσχυση της ανθεκτικότητας αποτελούν έναν απαιτητικό γρίφο, του οποίου η λύση περιλαμβάνει πρακτικές όπως η χρήση ανθεκτικών σπόρων, η αποδοτική άρδευση με υδροπονικές μεθόδους και η αμειψισπορά. Ακόμη νέες καταναλωτικές συνήθειες, όπως η vegetarian ή η vegan διατροφή από αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού απαιτούν επίσης προσαρμογές.
Όλες οι παραπάνω αλλαγές δημιουργούν νέες ανάγκες όχι μόνο σε εξοπλισμό, αλλά κυρίως σε ανθρώπους. Νέες ειδικότητες όπως ο διαχειριστής βιώσιμης καλλιέργειας, ο ειδικός στη γεωργία ακριβείας, ο ειδικός στην αγροοικολογία, ο εμπειρογνώμονας υδροπονίας ή ο σύμβουλος ανάπτυξης αγροτικών επιχειρήσεων δεν αποτελούν τελικά επαγγέλματα του μέλλοντος, αλλά του παρόντος.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο, η πρόσφατη ανάλυση που δημοσίευσε η διαΝΕΟσις για τον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα ανέδειξε μια σειρά από ενδιαφέροντα δεδομένα για το θέμα – αποτελεί μια συνολική καταγραφή της κατάστασης και υπογραμμίζει σημαντικούς προβληματισμούς. Διαπίστωσε τις πολύ μικρές και κατακερματισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, τη μεγάλη ηλικία των αγροτών, την υστέρηση σε επενδύσεις και καινοτομία καθώς και την αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω του πρόσφατου πληθωρισμού.
Το πολύ χαμηλό ποσοστό καλά εκπαιδευμένων Ελλήνων αγροτών αποτελεί επίσης μια βασική τέτοια πρόκληση: Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, μόνο 0,7% έχει λάβει πλήρη αγροτική εκπαίδευση ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 14 φορές μεγαλύτερος, στο 10,2%, και σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ολλανδία άνω του 30% των αγροτών έχουν λάβει πλήρη εκπαίδευση. Η διαχείριση του σημαντικού αυτού προβλήματος ασφαλώς συνδέεται και με τη λύση σε πολλά από τα υπόλοιπα διαπιστωμένα προβλήματα. Καλύτερα εκπαιδευμένοι αγρότες μπορούν να στραφούν πιο εύκολα σε καινοτόμες καλλιέργειες, να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και να αυξήσουν τις εκμεταλλεύσεις τους, ή να δώσουν πιο μεγάλη σημασία στη βιωσιμότητα.
Υπάρχουν ασφαλώς πολλοί παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με το τόσο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των Ελλήνων αγροτών στην εξειδικευμένη εκπαίδευση. Ένας από αυτούς είναι οι επιλογές που έχουν. Η Ελλάδα βεβαίως διαθέτει ήδη αρκετούς θεσμούς αγροτικής εκπαίδευσης διαφόρων βαθμίδων, οι οποίοι παράγουν σημαντικό έργο. Ειδικότητες αγροτικής παραγωγής υπάρχουν στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), ενώ και στα Γενικά Λύκεια κάποια μαθήματα επιλογής αφορούν τις γεωπονικές επιστήμες.
Αντίστοιχα, σχετικά προγράμματα είναι διαθέσιμα και στις Σχολές Ανώτερης Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΣΑΕΚ, πρώην ΙΕΚ), ενώ υπό λίγο διαφορετικό καθεστώς λειτουργεί και η ΣΑΕΚ του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ που υπάγεται στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Φυσικά, στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ή στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης, επίσης λειτουργεί πλήθος πτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων με αντίστοιχο προσανατολισμό. Τέλος, τα Κέντρα δια βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ) των πανεπιστημίων, αλλά και τα κέντρα ΔΗΜΗΤΡΑ, που ανήκουν στον ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, προσφέρουν πιο ευέλικτα και στοχευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα κατάρτισης και επιμόρφωσης.”
Καλές πρακτικές
Ωστόσο, το χάσμα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ μεγάλο για να το αγνοήσουμε. Πώς μπορούν οι θεσμοί αγροτικής εκπαίδευσης στη χώρα να βελτιωθούν και να προσαρμοστούν καλύτερα στις σύγχρονες προκλήσεις και τελικά να προσελκύσουν μεγαλύτερο μέρος των αγροτών;
Το κείμενο πολιτικής της διαΝΕΟσις περιλαμβάνει κάποιες κατευθύνσεις πολιτικής οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου. Για να καταλήξει όμως σε αυτές λαμβάνει σοβαρά υπόψη την ευρωπαϊκή πρακτική.
Για την ακρίβεια, η λεπτομερής “χαρτογράφηση” και ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των θεσμών αγροτικής εκπαίδευσης έξι διαφορετικών ευρωπαϊκών χωρών καταλαμβάνει τον περισσότερο χώρο του κειμένου και αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, την “υπεραξία” του. Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύονται χρήσιμα στοιχεία τους, τα οποία πιθανόν καλύπτουν ανάγκες και της ελληνικής εκπαίδευσης. Τι μπορεί, επομένως, να μάθει η Ελλάδα από τον τρόπο που εκπαιδεύουν τους αγρότες τους η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ισπανία η Ιταλία και η Δανία; Παρακάτω, μπορείτε να διαβάσετε επιγραμματικά κάποια ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του κάθε συστήματος.
Γαλλία
Τα γαλλικά πανεπιστήμια διατηρούν ανεξάρτητα κέντρα μάθησης σε πολλές περιοχές της χώρας και με αυτό τον τρόπο προσφέρουν αρκετές επιλογές (και τα αντίστοιχα είδη πτυχίων και πιστοποιήσεων) για εξειδικευμένες σπουδές και έρευνα. Πολλές, μάλιστα, εκπαιδευτικές δράσεις εστιάζουν στη διαχείριση φυσικών πόρων και στην ενσωμάτωση βιώσιμων τεχνικών. Το κείμενο επίσης υπογραμμίζει την ενδιαφέρουσα προσπάθεια συνδυασμού της θεωρητικής κατάρτισης με την πρακτική άσκηση μέσω πολλών προγραμμάτων, τα οποία υποστηρίζει το τοπικό Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Τέλος, γίνεται ειδική αναφορά στα καινοτόμα προγράμματα ανάπτυξης πρωτεϊνών από έντομα τα οποία υποστηρίζονται τόσο από τα πανεπιστήμια όσο και από τη βιομηχανία.
Γερμανία
Η περίπτωση της Γερμανίας επίσης μνημονεύεται για την καλή εφαρμογή του λεγόμενου διττού μοντέλου εκπαίδευσης, δηλαδή του συνδυασμού θεωρητικής εκπαίδευσης σε επαγγελματικές σχολές – η Γερμανία αποτελεί διεθνές πρότυπο στην επαγγελματική εκπαίδευση σε όλα τα πεδία – και πρακτικής άσκησης στη βιομηχανία. Αφενός οι επαγγελματικές σχολές, οι αρκετά γνωστές Berufsschulen, καλύπτουν σύγχρονες επαγγελματικές και τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες, όπως πχ. η γεωργία ακριβείας με τη χρήση αισθητήρων, τις οποίες οι φοιτητές εξασκούν σε προγράμματα μαθητείας σε συνεργαζόμενες επιχειρήσεις. Ασφαλώς, οι επαγγελματικές σχολές αποτελούν ένα μόνο μέρος ενός εκτεταμένου δικτύου αγροτικής εκπαίδευσης, το οποίο περιλαμβάνει επίσης τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα πανεπιστήμια αλλά και τα επιμελητήρια.
Ολλανδία
Η Ολλανδία αποτελεί την ευρωπαϊκή χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό πλήρως καταρτισμένων αγροτών. Επομένως, δεν προκαλούν έκπληξη οι ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι και ποικίλοι θεσμοί αγροτικής εκπαίδευσης στη χώρα – από τη μέση επαγγελματική εκπαίδευση και μαθητεία (MBO και BBL) έως τα σημαντικά ερευνητικά έργα του πανεπιστημίου του Βαχενίνγκεν. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον το γεγονός ότι το 40% των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης γενικώς ασχολείται με τον αγροτικό τομέα. Το ολλανδικό σύστημα δίνει έμφαση στις συνεργασίες πανεπιστημίων με επιχειρήσεις τεχνολογίας, πχ. για την ανάπτυξη νέων ρομποτικών συστημάτων ή για την περαιτέρω διάδοση υδροπονικών μεθόδων, ενώ εκπαιδεύει επίσης τους αγρότες σε πρακτικές ανθεκτικότητας όπως με το πρόγραμμα Climate Field Schools για την προσαρμογή στις ακραίες καιρικές συνθήκες.
Ισπανία
Η Ισπανία, παρότι σε κάπως καλύτερη θέση από την Ελλάδα στο ποσοστό πλήρως εκπαιδευμένων αγροτών (περί το 4%), απέχει από το να αποτελεί πρότυπο ως προς τον συγκεκριμένο δείκτη. Ωστόσο, συνολικά ο αγροτικός τομέας στη χώρα είναι ιδιαίτερα εξωστρεφής και ανταγωνιστικός. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πέρα από την πολύ καλή ποιότητα πολλών αγροτικών προϊόντων, η συστηματική εφαρμογή διάφορων πρακτικών βιωσιμότητας και καινοτομίας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα και αφορά επίσης το ισπανικό διττό σύστημα αγροτικής εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, στη χώρα παρέχονται προγράμματα διά βίου μάθησης για τη χρήση δορυφορικών δεδομένων. Πολλές σχολές επαγγελματικής κατάρτισης επικεντρώνουν στις βιολογικές καλλιέργειες ή σε βιώσιμα συστήματα στάγδην άρδευσης, όπου το νερό εφαρμόζεται εστιασμένα με τη βοήθεια σταλακτήρων στην περιοχή του ριζώματος του κάθε φυτού. Τέλος, ως μεσογειακή χώρα, η Ισπανία έχει παρόμοιο προφίλ προϊόντων με την Ελλάδα και αντιμετωπίζει αντίστοιχες κλιματικές προκλήσεις. Επομένως, πολιτικές που λειτουργούν καλά εκεί είναι πιο πιθανό να βρουν αντίστοιχα “εύφορο έδαφος” και στη χώρα μας.
Ιταλία
Από το ιταλικό σύστημα αγροτικής εκπαίδευσης, το κείμενο πολιτικής εστιάζει ιδιαιτέρως στην έμφαση που η, επίσης μεσογειακή, χώρα δίνει στα τοπικά προϊόντα, διατηρώντας και εκσυγχρονίζοντας τις παραδοσιακές πρακτικές καλλιέργειας αλλά και καινοτομώντας στην προώθηση ειδικότερα των προϊόντων ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ). Για παράδειγμα, πλατφόρμες όπως η Campagna Amica συνδέουν παραγωγούς και καταναλωτές προβάλλοντας την αυθεντικότητα των τοπικών προϊόντων. Ακόμα, το ιταλικό σύστημα αγροτικής εκπαίδευσης δίνει αρκετή έμφαση με εξειδικευμένα προγράμματα στον αγροτουρισμό και στο μάρκετινγκ.
Δανία
Η Δανία αποτελεί μια χώρα όπου το 55% των νέων αγροτών συμμετέχει ενεργά σε εκπαιδευτικά προγράμματα. Τα “μαθήματα” από τη Δανία περιλαμβάνουν τους πολλούς διαφορετικούς θεσμούς επανεκπαίδευσης (AMU-kurser και VVU) καθώς και την αποδοτική συνεργασία κοινωνικών εταίρων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και βιομηχανίας ώστε να υπάρχει έγκαιρη προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Τέλος, κανονισμοί για την ηθική μεταχείριση των ζώων περιλαμβάνονται σε όλα τα προγράμματα σπουδών ώστε να δίνεται έμφαση στις ηθικές πρακτικές κτηνοτροφίας.”
Κατευθύνσεις και προτάσεις
Η παραπάνω συνοπτική σταχυολόγηση καλών πρακτικών στην αγροτική εκπαίδευση, και πολύ περισσότερο η πλήρης εκδοχή της στο κείμενο πολιτικής του Μ. Καθαράκη, σύμφωνα με τη διαΝΕΟσις, “αναδεικνύει χρήσιμες κατευθύνσεις πολιτικής για την Ελλάδα. Αυτές αφορούν τόσο τη δομή και την οργάνωση των θεσμών αγροτικής εκπαίδευσης, με τον συνδυασμό θεωρητικής εκπαίδευσης και εφαρμοσμένης άσκησης να αποτελεί κεντρικό ζητούμενο, όσο και το ίδιο το περιεχόμενό της. Οι τεχνολογικές αλλαγές και η ολοένα αυξανόμενη ανάγκη αποτελεσματικής διαχείρισης των φυσικών πόρων και αντιμετώπισης των κλιματικών προκλήσεων δημιουργούν σημαντικές ανάγκες εκπαίδευσης, κατάρτισης και επανεκπαίδευσης του αγροτικού πληθυσμού.”
Όπως είδαμε και παραπάνω, με βάση την ανάλυση, οι αγρότες καλούνται πλέον να γνωρίζουν περισσότερα για τα οικοσυστήματα που διαχειρίζονται, να μπορούν να αξιολογήσουν σύγχρονες πρακτικές, από την ανάλυση δεδομένων μέχρι το internet of things, και, ασφαλώς, να τις συνδυάσουν με την παράδοση και το εδραιωμένο προφίλ των προϊόντων τους. Ταυτόχρονα, νέες σημαντικές τάσεις, όπως η έμφαση στην αυθεντικότητα των προϊόντων, η διάδοση της vegan διατροφής και η ζήτηση για ζωικά τρόφιμα που παράγονται με ηθικές πρακτικές δημιουργούν νέες ανάγκες και νέες ειδικότητες. Τόσο η Ελλάδα, όσο και πολλές άλλες χώρες έχουν συνειδητοποιήσει τις παραπάνω αλλαγές και σε κάποιο βαθμό έχουν προσαρμόσει τις σχετικές υποδομές. Όμως τι μπορεί να γίνει καλύτερα;
Στο φόντο αυτό, το κείμενο πολιτικής, το οποίο δημοσιεύει η διαΝΕΟσις, επιχειρεί να οργανώσει τις απαραίτητες κατευθύνσεις πολιτικής σε μια “φιλόδοξη αλλά ρεαλιστική” συνολική πρόταση μεταρρύθμισης του ελληνικού συστήματος αγροτικής εκπαίδευσης. Η πρόταση αυτή αποτελείται από πέντε βασικούς άξονες. Συγκεκριμένα:
1. Έξυπνα αγροτικά εκπαιδευτικά κέντρα
Το κείμενο προτείνει τη δημιουργία πέντε τέτοιων κέντρων στη Θεσσαλία, στην Κρήτη, στη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο και στο Αιγαίο. Το καθένα από αυτά θα εστιάζει σε καλλιέργειες και πρακτικές συναφείς με την κάθε περιοχή (πχ. της Κρήτης στις ελιές, στα αμπέλια και στα θερμοκήπια), ενώ θα είναι εξοπλισμένο με εργαστήρια, πειραματικά αγροκτήματα και κέντρα καινοτομίας, και θα συνδέεται επίσης με τις τοπικές επιχειρήσεις.
2. Νέα εκπαιδευτικά προγράμματα
Σύμφωνα με την πρόταση, προβλέπονται τρία επίπεδα εκπαίδευσης. Το πρώτο από αυτά αφορά μια βασική διετή κατάρτιση με χαρακτηριστικά διττού συστήματος που θα εισαγάγει τους σπουδαστές σε νέες τεχνολογίες αλλά και σε βασικές αρχές της επιχειρηματικότητας. Το δεύτερο αφορά πιο εξειδικευμένη κατάρτιση όπου οι σπουδαστές μέσα σε ένα ή δύο έτη θα μπορούν να εξειδικεύονται σε συγκεκριμένες καλλιέργειες και σε συστήματα ακριβείας. Τέλος, το τρίτο επίπεδο θα προσφέρει ευκαιρίες για διά βίου μάθηση και επανακατάρτιση με σεμινάρια, εργαστήρια και ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγής τεχνογνωσίας.
3. Ψηφιακή πλατφόρμα αγροτικής γνώσης
Στην πρόταση αυτή για μια ολοκληρωμένη πλατφόρμα οι χρήστες θα μπορούν να βρουν, μεταξύ άλλων, διαδραστικά online μαθήματα, βάση δεδομένων με καλές πρακτικές, σύστημα άμεσης επικοινωνίας με ειδικούς, ευκαιρίες δικτύωσης καθώς και πρόσβαση σε δεδομένα αγορών και τιμών.
4. Χρηματοδοτικό πλαίσιο
Ενδεικτικά, ο συγγραφέας προτείνει ένα μοντέλο χρηματοδότησης μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, το οποίο προβλέπει 40% ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, 30% χρηματοδότησης από εθνικούς πόρους, 20% χρηματοδότησης από συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα και 10% από έσοδα του ίδιου του συστήματος.
5. Χρονοδιάγραμμα
Ενδεικτικά, ο συγγραφέας χωρίζει την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος σε τρεις φάσεις. Η πρώτη από αυτές αφορά κυρίως το θεσμικό πλαίσιο και την ανάπτυξη των προγραμμάτων σπουδών και υπολογίζεται ότι θα κρατήσει δύο χρόνια. Η δεύτερη περιλαμβάνει την πλήρη λειτουργία των πέντε έξυπνων αγροτικών κέντρων και την έναρξη πιλοτικών προγραμμάτων μέσα σε έναν χρόνο. Η τρίτη, μέσα σε ακόμη έναν χρόνο, περιέχει την επέκταση του δικτύου των κέντρων και την έναρξη των διεθνών συνεργασιών.