Σε “θολό τοπίο” η οικονομία – Οι δασμοί και οι κίνδυνοι
Διαβάζεται σε 9'
Η αβεβαιότητα λειτουργεί ως εμπόδιο για τις επιχειρήσεις και για τους καταναλωτές που πρέπει να λάβουν οικονομικές αποφάσεις. Είναι δύσκολο να δεσμευτεί κάποιος για μία μεγάλη αγορά ή επένδυση, εάν οι επόμενοι μήνες, πόσο μάλλον τα επόμενα έτη, δεν προοιωνίζουν πολιτική σταθερότητα και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.
- 28 Μαρτίου 2025 07:10
Σε κλοιό αβεβαιότητας βρίσκεται η οικονομία με την απειλή κλιμάκωσης του πολέμου δασμών να επικρέμεται, αλλά και με τις προβλέψεις για την πορεία της σχέσης ΗΠΑ – ΕΕ να κινούνται σε θολό τοπίο. Όπως φαίνεται από δημόσιες δηλώσεις η κλιμάκωση δεν μπορεί να αποκλειστεί ως σενάριο, μια και πλέον οι ΗΠΑ, υπό τον Τραμπ, έχουν αποφασίσει να ρίξουν “τίτλους τέλους” στην μεταπολεμική σχέση με τη Γηραιά Ήπειρο.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τις εγκαταστάσεις της Metlen στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας που την Πέμπτη (27/3) ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Στεφάν Σεζουρνέ, στο πλαίσιο της επίσημης αναγνώρισης της επένδυσης για την παραγωγή γαλλίου ως Στρατηγικού Έργου από την Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε το στίγμα των κινήσεων της ΕΕ.
Το μήνυμα της Κομισιόν
“Κάναμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να διαπραγματευτούμε, οι συζητήσεις που είχαμε με την άλλη πλευρά δεν ήταν αληθινή διαπραγμάτευση”, τόνισε. Πρόσθεσε πως η Ε.Ε. έκανε τα πάντα για να υπάρξει συμφωνία και θα συνεχίσει. “Η Ευρώπη έχει απλώσει το χέρι σε κίνηση συνάντησης, αλλά πάντοτε θα δείχνει πως γνωρίζει πώς να αντιδρά και πώς να απαντά σε τέτοιου είδους δασμολογική επίθεση”, πρόσθεσε και σημείωσε πως θα έχουμε βεβαίως αντίστοιχα αντίποινα, εάν υπάρχουν τέτοιου είδους νέες ανακοινώσεις.
“Η παγκόσμια οικονομία κλυδωνίζεται εξαιτίας της εντεινόμενης γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας που πηγάζει από τον φόβο ενός απρόβλεπτου εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνας. Οι προστατευτικές πολιτικές και οι δασμοί απειλούν το παγκόσμιο εμπόριο, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις επιβαρύνουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ενισχύοντας τον πληθωρισμό” ανέφερε, επίσης, την Πέμπτη ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς, παρουσιάζοντας, χθες, την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Επιπτώσεις και εμπειρίες από το παρελθόν
Ειδικότερα, η Έκθεση του ΓΠΚΒ εστιάζει στις Άμεσες Επιπτώσεις της Αναμενόμενης Νέας Δασμολογικής Πολιτικής των ΗΠΑ στις Ελληνικές Εξαγωγές Χάλυβα και Αλουμινίου, εξεταζόμενες με βάση ένα ανάλογο “πείραμα επιβολής δασμών” που έγινε το 2018 και περιελάμβανε μια παρόμοια μεταβολή στη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, με επιβολή δασμού 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου (καταργήθηκαν το 2021).
“Οι κλάδοι χάλυβα και σιδήρου, και αλουμινίου αποτελούν σημαντικούς πυλώνες της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας, με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους αυτούς να αποτελούν σημαντικούς εργοδότες στην Ελληνική οικονομία. Ο κλάδος του αλουμινίου, ειδικότερα, χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό εξωστρέφειας και περιλαμβάνει μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έντασης κεφαλαίου για την παραγωγή πρώτης ύλης καθώς και μικρές βιοτεχνίες έντασης εργασίας που δραστηριοποιούνται στην κατασκευή και τοποθέτηση οικοδομικών προϊόντων από αλουμίνιο” αναφέρει η ανάλυση του του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και συμπκηρώνει.
“Η επιβολή δασμού 25% στις εισαγωγές των ΗΠΑ το 2018 συνδέεται με μια σχετικά υψηλή ευαισθησία των Ελληνικών εξαγωγών σιδήρου και χάλυβα στις ΗΠΑ στην αύξηση των δασμών κατά 25% στη χώρα αυτή. Αυτή η ευαισθησία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο κλάδος δεν είχε την ευελιξία στην επέκταση σε νέες ή υπάρχουσες εξαγωγικές αγορές. Από την άλλη μεριά, η επιβολή δασμού 10% από τις ΗΠΑ στο αλουμίνιο το 2018 δεν είχε επιπτώσεις στις Ελληνικές εξαγωγές αλουμινίου στη χώρα αυτή.
Συμπερασματικά, με βάση το “πείραμα” του 2018 της επιβολής 25% δασμού στις εισαγωγές χάλυβα και σιδήρου και κατά 10% στις εισαγωγές αλουμινίου, οι Ελληνικές εξαγωγές χάλυβα και σιδήρου στις ΗΠΑ ήταν πιο ευαίσθητες σε σχέση με τις εξαγωγές αλουμινίου. Το διαφορετικό μέγεθος του δασμού θα μπορούσε να αποτελεί μία εξήγηση για τη διαφορετική αυτή επίπτωση.
Η επίπτωση του δασμού 10% στο αλουμίνιο το 2018 δεν φαίνεται να επηρέασε τις Ελληνικές εξαγωγές αλουμινίου, υποδηλώνοντας ότι οι Ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις αλουμινίου ήταν το 2018 σε θέση να αντεπεξέλθουν με επιτυχία. Τέλος, Ελληνικές εξαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων προς την ΕΕ-27, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τελικών προϊόντων που εξάγονται από την ΕΕ-27 προς τις ΗΠΑ, ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά από τη νέα δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ.”
Την ίδια ώρα , με βάση, δε, την τελευταία εβδομαδιαία ανάλυση του τμήματος μελετών της Alpha Bank “η υψηλή αβεβαιότητα που επικρατεί στην παρούσα φάση σχετικά με τις οικονομικές και, κυρίως, με τις πολιτικές αποφάσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας, ιδιαίτερα όσον αφορά στον προστατευτισμό της κυβέρνησης Trump προκαλεί νευρικότητα και μείωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας, με αποτέλεσμα τη βύθιση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ενδεικτικά, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην αναθεωρημένη έκθεσή του, όπως και άλλοι διεθνείς οίκοι, προβλέπουν επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας και ήπια αύξηση του πληθωρισμού, το 2025 και το 2026”
Επιπτώσεις και στις ΗΠΑ
Όπως αναφέρει η μελέτη, “η υψηλή αβεβαιότητα που επικρατεί στην παρούσα φάση σχετικά με τις οικονομικές και, κυρίως, με τις πολιτικές αποφάσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας, ιδιαίτερα όσον αφορά στον προστατευτισμό της κυβέρνησης Trump προκαλεί νευρικότητα και μείωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας, με αποτέλεσμα τη βύθιση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ενδεικτικά, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην αναθεωρημένη έκθεσή του, όπως και άλλοι διεθνείς οίκοι, προβλέπουν επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας και ήπια αύξηση του πληθωρισμού, το 2025 και το 2026. Επίσης, οι χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται σε ανησυχία, με τον δείκτη S&P 500 των αμερικανικών μετοχών να έχει υποχωρήσει κατά 8% (20 Μαρτίου 2025) από το ανώτατο σημείο του, τον Φεβρουάριο. Το ίδιο συμβαίνει και με το δολάριο, το οποίο σημείωσε πτώση σχεδόν κατά 6% (20 Μαρτίου 2025) έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων από τα μέσα Ιανουαρίου, καθώς ο κ. Trump έχει προειδοποιήσει για την επιβολή πολλών δασμών. Αξιοσημείωτη είναι η υποχώρηση του δολαρίου έναντι του ευρώ, που επηρεάζεται, μεταξύ άλλων, και από τις προσδοκίες για αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών.
Οι βασικές πηγές αβεβαιότητας της πολιτικής Trump, που επηρεάζουν τις παγκόσμιες αγορές, είναι οι εξής:
Η δασμολογική πολιτική Trump, η οποία οδηγεί σε αμφισημία της επιχειρηματολογίας σχετικά με τα οφέλη και το κόστος ενός υποτιμημένου δολαρίου. Θεωρητικά, οι δασμοί θα έπρεπε να ενισχύσουν την αξία του δολαρίου, αφού οι Αμερικανοί εισάγουν λιγότερα προϊόντα και, επομένως, αγοράζουν λιγότερο έναντι των κυριότερων νομισμάτων, που σημαίνει ότι το πλήγμα στην αμερικανική οικονομία από τους δασμούς υπερτερεί του άμεσου αντικτύπου τους.
Πιο συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές του ασθενέστερου δολαρίου, μεταξύ των οποίων και η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ, διατείνονται ότι θα βοηθούσε να καταστούν οι εξαγωγές των αμερικανικών βιομηχανιών πιο ανταγωνιστικές. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η αδυναμία του δολαρίου πηγάζει, εν πολλοίς, από τις πολιτικές του κ. Trump, συμπεριλαμβανομένων των επιθετικών εμπορικών τακτικών του. Αφού, δηλαδή, οι επενδυτές αμφισβητούν τη σταθερότητα των ΗΠΑ, μειώνουν τις αγορές αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων και, κατ’ επέκταση, τις αγορές τους σε δολάρια. Ωστόσο, υπάρχει και ο αντίλογος.
Η ανάπτυξη των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας στον μεταποιητικό κλάδο, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αμβλύνει τον αντίκτυπο των συναλλαγματικών ισοτιμιών στις πωλήσεις αγαθών στο εξωτερικό, επειδή σήμερα οι εξαγωγείς ενσωματώνουν περισσότερα εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά (π.χ. εξαρτήματα) για την κατασκευή των τελικών προϊόντων σε σύγκριση με το παρελθόν.
Δεύτερη πηγή αβεβαιότητας είναι η απότομη πτώση στα αμερικανικά χρηματιστήρια, τις τελευταίες εβδομάδες. Ο δείκτης S&P 500 των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών έχει υποχωρήσει κάτω από το επίπεδο που ήταν πριν από τη νίκη του κ. Trump, τον Νοέμβριο. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε απώλεια κερδών άνω των δολαρίων 5 τρισ. (“Ten indicators explain what’s going on with America’s economy”, Economist, Μάρτιος 2025).
Η βασική αιτία αυτής της εξέλιξης ήταν οι εξαγγελίες για υψηλότερους δασμούς και η ανησυχία ότι αυτοί θα επιβαρύνουν τελικά την αμερικανική οικονομία και δεν θα την ενισχύσουν, όπως διαμήνυε προεκλογικά ο κ. Trump. Επί του παρόντος, η πτώση των αμερικανικών μετοχών αντανακλά «διόρθωση». Οι αποτιμήσεις των μετοχών στην Αμερική ήταν εδώ και μεγάλο διάστημα υψηλότερες συγκριτικά με της χώρες.
Συνεπώς, μέρος αυτού που συνέβη ήταν ουσιαστικά μία «εξισορρόπηση» της τους επενδυτές να μεταφέρουν τμήμα των κεφαλαίων τους σε άλλα χρηματιστήρια. Εάν οι τιμές των αμερικανικών μετοχών σταθεροποιηθούν σε αυτό το σημείο, οι συνέπειες για την οικονομία θα είναι σχετικά ήπιες. Εάν, ωστόσο, συμβεί μεγαλύτερη ρευστοποίηση, αυτό θα αντανακλά επιδείνωση των προσδοκιών των επενδυτών για τις προοπτικές της οικονομίας των ΗΠΑ.
Τρίτη πηγή ανησυχίας είναι ο πληθωρισμός. Στην προεκλογική του εκστρατεία ο κ. Trump υποσχέθηκε ότι θα νικήσει τον πληθωρισμό, ο οποίος είχε εκτοξευθεί στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 4 δεκαετιών περίπου, υπό την κυβέρνηση Biden. Ωστόσο, ο πληθωρισμός είναι, σε μεγάλο βαθμό, πέρα από τον άμεσο έλεγχο του Λευκού Οίκου.
Ενδεικτικά, ο δείκτης τιμών προσωπικών δαπανών κατανάλωσης διαμορφώθηκε στο 2,5%, τον Φεβρουάριο, σε ετήσια βάση, πάνω από τον στόχο του 2% της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Επιπλέον, είναι διάχυτη η ανησυχία ότι οι υψηλότεροι δασμοί μπορεί να επιδεινώσουν τον πληθωρισμό, μέσω της αύξησης του εισαγόμενου κόστους αγαθών.
Όπως φαίνεται, η οικονομική πολιτική Trump προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα λειτουργεί ως εμπόδιο για τις επιχειρήσεις και για τους καταναλωτές που πρέπει να λάβουν οικονομικές αποφάσεις. Είναι δύσκολο να δεσμευτεί κάποιος για μία μεγάλη αγορά ή επένδυση, εάν οι επόμενοι μήνες, πόσο μάλλον τα επόμενα έτη, δεν προοιωνίζουν πολιτική σταθερότητα και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.
Μόλις πριν από μερικούς μήνες, οι επενδυτές εκτιμούσαν ότι ο κ. Trump θα έδινε μεγάλη ώθηση στο επιχειρηματικό περιβάλλον των ΗΠΑ, μειώνοντας τη γραφειοκρατία και καθιστώντας την αμερικανική οικονομία έναν πιο ελκυστικό προορισμό για ξένα κεφάλαια. Ωστόσο, οι προθέσεις του, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας, αφού έχουν αρχίσει να επηρεάζουν τα οικονομικά δεδομένα”.