Σειρήνες ύφεσης στη Γερμανία – Προβληματισμός στην Αθήνα
Διαβάζεται σε 12'Η εικόνα ύφεσης της πιο μεγάλης οικονομίας της ευρωζώνης δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την Αθήνα, που μπορεί να “απολαμβάνει” ρυθμούς ανάπτυξης διπλάσιους από την Ευρωζώνη, αλλά προσβλέπει στη Γερμανία τόσο ως σημείο αναφοράς για τις εξαγωγές της αλλά και ως αφετηρία προέλευσης τουριστών.
- 16 Ιανουαρίου 2025 06:46
Σε συνέχεια της “αλλαγής οικονομικού μοντέλου” που επέφερε στη Γερμανία ο πόλεμος στην Ουκρανία, με κύριες “συνιστώσες” την εκτόξευση του κόστους ενέργειας αλλά και των αναγκών για αμυντικές δαπάνεςκαι έναν σχεδόν μήνα πριν από τις εκλογές του Φεβρουαρίου, τα μαύρα σύννεφα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η DW, πυκνώνουν πάνω από τη γερμανική οικονομία.
Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, που έδωσε στη δημοσιότητα η γερμανική στατιστική υπηρεσία, η Γερμανία έχει διολισθήσει για δεύτερη χρονιά σε ύφεση. Συγκεκριμένα, το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε το 2024 κατά 0,2%, ενώ την προηγούμενη χρονιά, το 2023, κατά 0,3%.
Συγκεκριμένα, στον κλάδο της μεταποίησης, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε το 2024 κατά 3,0% .Στη “λοκομοτίβα”, δε, της Γερμανικής οικονομίας, στον κλάδο του μηχανολογικού εξοπλισμού και στην αυτοκινητοβιομηχανία η παραγωγή μειώθηκε. Επίσης, σε χαμηλό επίπεδο παρέμεινε επίσης η παραγωγή σε ενεργοβόρες βιομηχανίες όπως τα χημικά και τα μέταλλα. Ακόμη περισσότερο, κατά 3,8%, μειώθηκε η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στον κατασκευαστικό κλάδο, καθώς οι νέες οικοδομές περιορίστηκαν λόγω του αυξημένου κόστους κατασκευής και των υψηλών επιτοκίων.
Μικρή ανάπτυξη ύψους 0,8% σημείωσε αντιθέτως ο τομέας των υπηρεσιών. Οι καταναλωτές από την άλλη πλευρά εμφανίζονται αβέβαιοι για το μέλλον, στοιχείο που αποτυπώνεται στην μόλις κατά 0,3% αύξηση των καταναλωτικών δαπανών για το 2024. Αυτές, κύρια, αφορούσαν την υγεία (+2,8%) και τις μεταφορές (+2,1%). Επίσης, οι Γερμανοί ξόδεψαν ωστόσο σε σχέση με το 2023 κατά 4,4% λιγότερα στην εστίαση και σε τουριστικά καταλύματα, κάτι που “βλέπει” και σταθμίζει η Αθήnα και κατά 2,8% λιγότερα σε είδη ένδυσης και υπόδησης.
Την ίδια ώρα, (άραγε ποιος θα τα περίμενε μετά την ελληνική εμπειρία των μνημονίων), τα δημοσιονομικά δεδομένα προβληματίζουν καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να έχει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία, το συνολικό έλλειμμα ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κρατιδιακών κυβερνήσεων, δήμων και κοινοτήτων ανήλθε σε 113 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 107,5% για το 2023. Το έλλειμμα για το 2023 έφθασε το 2,6%, σαφώς κάτω από το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε όμως το νέο έτος φαίνεται να επιφυλάσσει ιδιαίτερα θετικές προοπτικές για την γερμανική οικονομία, ειδικά μετά και την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και τις απειλές του για επιβολή αυξημένων δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Οι αιτίες
Πάντως, όπως συγκεκριμένα, αναφέρει η DW, επικαλούμενη δήλωση του επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας Ρουτ Μπραντ, η διετής ύφεση οφείλεται σε βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της γερμανικής οικονομίας. Σε αυτά προστίθενται οι πιέσεις που δέχεται η γερμανική οικονομία από την Κίνα και τον αθέμιτο ανταγωνισμό αλλά και από τα προηγούμενα χρόνια της ενεργειακής κρίσης μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Συγκεκριμένα, η πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας Ρουθ Μπραντ απέδωσε τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας σε «κυκλικά και διαρθρωτικά βάρη», τα οποία, όπως είπε, περιλαμβάνουν τον διαρκώς αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό για την γερμανική εξαγωγική βιομηχανία, το υψηλό ενεργειακό κόστος, το ακόμη υψηλό επίπεδο των επιτοκίων και τις αβέβαιες οικονομικές προοπτικές για το μέλλον.
Η γερμανική οικονομία, εξήγησε η κυρία Μπραντ, δέχεται πίεση και από το γεγονός ότι η Κίνα έχει χάσει την δυναμική της στις διεθνείς αγορές ως μοχλός ανάπτυξης, ενώ αυξάνεται και ο αριθμός των πτωχεύσεων γερμανικών επιχειρήσεων, με τις εξαγωγικές προοπτικές να συρρικνώνονται διαρκώς. Ταυτόχρονα, οι υψηλές τιμές ενέργειας και η πολλή γραφειοκρατία επιβαρύνουν την Γερμανία ως τόπο επιχειρήσεων. Επιπλέον, είναι πλέον σημαντικό το θέμα των υποδομών, οι οποίες χρειάζονται συντήρηση.
Σύμφωνα, παράλληλα, με ανακοίνωση του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου, για το 2025 αναμένεται «ελάχιστα αισθητή» ανάπτυξη της τάξεως του 0,4%. «Η Γερμανία διέρχεται την μακράν μεγαλύτερης διάρκειας φάση στασιμότητας στην μεταπολεμική ιστορία της. Υστερεί επίσης σημαντικά και στην διεθνή σύγκριση», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομικών προβλέψεων του Ινστιτούτου Τίμο Βολμερχόιζερ.
Εάν δεν ληφθούν μέτρα, προειδοποίησε, οι κατασκευαστικές εταιρίες θα συνεχίσουν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό, η αύξηση της παραγωγικότητας θα παραμείνει ασθενής και η προστιθέμενη αξία και η απασχόληση θα μεταφερθούν από τους τομείς υψηλής παραγωγικότητας σε αυτούς της χαμηλότερης. «Εάν καθοριστεί όμως γρήγορα και αξιόπιστα η σωστή πορεία οικονομικής πολιτικής, η επένδυση και η εργασία στην Γερμανία θα αποκτούσαν και πάλι αξία», επισήμανε και εξήγησε ότι «σε σύγκριση με άλλες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο, η φορολογική επιβάρυνση, η γραφειοκρατία και το ενεργειακό κόστος επιβαρύνουν ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις στην Γερμανία», ενώ ταυτόχρονα είναι επείγουσα η ανάγκη για ανανέωση της ψηφιακής υποδομής, της ενέργειας και των μεταφορών και για προσέλκυση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Σύμφωνα, επίσης και με το Associated Press, η ύφεση οφείλεται στις περιορισμένες δαπάνες των καταναλωτών καθώς και στον κινέζικο ανταγωνισμό, ο οποίος έπληξε τις γερμανικές εξαγωγές, την κινητήρια δύναμη της γερμανικής οικονομίας.
Παράλληλα, σύμφωνα με ανάλυση της γερμανικής ραδιοφωνίας DLF που μεταφέρει η DW, ένας ακόμη βασικός λόγος που ωθεί τη γερμανική οικονομία σε ύφεση είναι η μείωση των γερμανικών εξαγωγών κατά 0,2%, από τις οποίες εξαρτάται η γερμανική οικονομία, η κρίση στον κατασκευαστικό κλάδο αλλά και η αποτυχία σύγκλισης μεταξύ των μισθών και των τιμών της αγοράς, δεδομένου ότι η καταναλωτική διάθεση των Γερμανών έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Η πολιτική
Επιπλέον, όπως αναφέρει η DW, το πολιτικό ζήτημα αλλά και η νέα διεθνής πραγματικότητα δημιουργεί περαιτέρω ζητήματα. Όπως τονίζει, οι πρόωρες εκλογές, οι μακρές διαβουλεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία που θα ακολουθήσουν, η έλλειψη -προς το παρόν- προϋπολογισμού και οι εκκρεμείς αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ για την αμερικανική οικονομική πολιτική και το σχέδιό του για επιστροφή στον προστατευτισμό δημιουργούν πρόσθετη αβεβαιότητα και στη γερμανική οικονομία.
Επιπτώσεις στην οικονομία της ευρωζώνης είναι πολύ πιθανό να επιφέρει η πολιτική αστάθεια στη Γερμανία και στη Γαλλία, αποδυναμώνοντας τη θέση της Ευρώπης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, σύμφωνα με πρόσφατο «Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων» της Alpha Bank για την παγκόσμια οικονομία.
Συνεπώς, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δύο χώρες, Γαλλία και Γερμανία, αποτελούν σχεδόν το ήμισυ της οικονομίας της ευρωζώνης (περίπου 48%), η πολιτική αναταραχή είναι πιθανόν να έχει ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις, αποδυναμώνοντας τη θέση της Ευρώπης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Μέχρι πρόσφατα, ο γαλλογερμανικός άξονας αποτελούσε την κινητήριο δύναμη για την ανάπτυξη της Ευρώπης, ενώ τώρα διαφαίνεται ένα κενό.
Υπήρχαν μηνύματα
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γερμανικές επιχειρηματικές προσδοκίες βυθίστηκαν ήδη από τον Δεκέμβριο, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις για την κορυφαία οικονομία της Ευρώπης, με τις πρόωρες εκλογές που θα οδηγήσουν πιθανότατα σε αλλαγή κυβέρνησης. Ένας δείκτης προσδοκιών του Ινστιτούτου Ifo υποχώρησε στο 84,4 από 87, ανακοίνωσε το ινστιτούτο την Τρίτη. Μάλιστα, οι αναλυτές που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg είχαν προβλέψει μια ελαφρά άνοδο και κανένας δεν προβλέψει υποχώρηση. Ο δείκτης τρεχουσών συνθηκών αυξήθηκε, ανεβάζοντας τον συνολικό δείκτη στο 84,7 από 85,6 πριν από έναν μήνα. “Αυτή η αδυναμία στη γερμανική οικονομία γίνεται χρόνια”, δήλωσε ο πρόεδρος του Ifo Κλέμενς Φουεστ σε συνέντευξή του στο Bloomberg TV. “Είναι στάσιμη εδώ και πολύ καιρό”, οπότε “η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη”.
Όπως είχε αναφερθεί το Δεκέμβριο, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι ένα βήμα πριν συρρικνωθεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το 2024, αν και η Bundesbank εκτιμά ότι θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη το 2025. Ωστόσο, οι κίνδυνοι γι’ αυτήν την πρόβλεψη αφθονούν – από την πολιτική αναταραχή στο εσωτερικό και στη Γαλλία έως τους απειλούμενους εμπορικούς δασμούς από τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Τι σημαίνει για την Ελλάδα;
«Παρακολουθούμε την κατάσταση», ανέφερε πρόσφατα, μάλιστα, ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, ειδικά για τη Γαλλία, σημειώνοντας ότι με την αναταραχή στις ευρωπαϊκές οικονομίες ενδέχεται να επηρεαστούν οι εξαγωγές μας, αλλά και ο τουρισμός.
Η εικόνα αυτή βέβαια της πιο μεγάλης οικονομίας της ευρωζώνης δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την Αθήνα, που μπορεί να “απολαμβάνει” ρυθμούς ανάπτυξης διπλάσιους από την Ευρωζώνη, ωστόσο δεν μπορεί παρά να προβληματίζεται. Κι αυτό γιατί όταν η οικονομική της “αυλή”, εκεί, δηλαδή, απ΄όπου προέρχονται εκατομμύρια τουρίστες και είναι και βασικός εξαγωγικός της προορισμός, βρίσκεται σε φάση “συρρίκνωσης”, προφανώς θα υπάρξει “φρένο” ζήτησης. Ήδη, ενδιαφέροντα στοιχεία για το πώς εξελίσσεται ο έτερος, μετά τον τουρισμό, πυλώνας εξωστρέφειας της Ελληνικής οικονομίας, οι εξαγωγές έδωσαν πριν λίγες μέρες αναλύσεις, του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ).
Όπως ανέφερε, δε, ο Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, κ. Αλκιβιάδης Καλαμπόκης: «Οι γεωπολιτικές συνθήκες και άλλοι παράγοντες έχουν οδηγήσει σε πτώση των εξαγωγών μας το ενδεκάμηνο του 2024. Ο 5ος συνεχόμενος μήνας με αύξηση των εξαγωγών, χωρίς πετρελαιοειδή, κατά 5,2% και σε σύνολο ενδεκάμηνου κατά 1,2% δεν ήταν ικανός να ανακόψει τη συνεχιζόμενη πτώση των εξαγωγών με πετρελαιοειδή. Στο ενδεκάμηνο έχουμε μεγέθυνση της απώλειας στο -3%, με πετρελαιοειδή, από -2,6% που ήταν στο δεκάμηνο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση του ελλείμματος σε 9,9% από 8,9% στο δεκάμηνο του 2024. Ο Δεκέμβριος, άνευ απροόπτου, δεν αναμένεται να ανατρέψει την τελική εικόνα του έτους».
Εξαγωγές
Σημειώνεται ότι η Γερμανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, μετά τις Ιταλία και Βουλγαρία. Το 2023 οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία έφτασαν τα 3,3 δισ. ευρώ (6,6% των συνολικών εξαγωγών), αυξημένες κατά 5,3% έναντι του 2022. Όμως, τίποτα δεν είναι δεδομένο για το μέλλον. Με βάση τα προσωρινά στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis), οι γενικότερες εισαγωγές της Γερμανίας Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024 μειώθηκαν κατά 5,1% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Σε σχέση με την Ελλάδα, με βάση την επεξργασία του ΠΣΕ, όσον αφορά τις εξαγωγές συνολικά στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου υποχώρησαν και σε αυτή την περίπτωση (-3%) και άγγιξαν τα 45,87 δισ. ευρώ από 47,28 δισ. ευρώ, μειώθηκαν δηλαδή κατά 1,41 δισ.€, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023
Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές για το ενδεκάμηνο του 2024 με τη συνεχόμενη αύξηση των τελευταίων πέντε μηνών διαμορφώθηκαν στα 33,08 δισ. ευρώ από 32,68 δισ. ευρώ, δηλαδή είναι ελαφρώς αυξημένες κατά 401,6 εκ. ευρώ ή κατά 1,2%.
Εξετάζοντας την κατανομή των εξαγωγών για το διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2024, διαπιστώνεται ότι η συνολική αξία των εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, υποχώρησε προς τις Χώρες της ΕΕ (-6,6%) ενώ προς τις Τρίτες Χώρες αυξήθηκε ελαφρώς (2%). Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές και πάλι περιορίζονται προς τις Χώρες της ΕΕ (-1,2%) ενώ διευρύνονται προς τις Τρίτες Χώρες, (6,1%).
Να σημειωθεί ότι οι εξαγωγές προς τη Γερμανία είναι άκρως σημαντικές για την οικονομία, όπως βέβαια και ο εισερχόμενος τουρισμός. Έτσι, όπως αναφέρουν αναλυτές, χώρες όπως η Ελλάδα καθώς εξαρτώνται από τη γερμανική οικονομία, σε μεγάλο βαθμό για τις εξαγωγές τους και τις αφίξεις τουριστών, εάν συνεχιστεί αυτή η εικόνα της γερμανικής οικονομίας, θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές αγορές.
Τουρισμός
Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, πάντως, παρά το διετές τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει η γερμανική οικονομία, οι αφίξεις Γερμανών τουριστών στην Ελλάδα στο δεκάμηνο του 2024 (Ιανουάριος-Οκτώβριος) αυξήθηκαν εκ νέου εντυπωσιακά, κατά 14,9%, στις 5,219 εκατ., έναντι 4,543 εκατ. στο ίδιο διάστημα του 2023. Περίπου 700.000 επισκέπτες παραπάνω. Ενώ τα έσοδα από τους Γερμανούς τουρίστες, έφτασαν στο δεκάμηνο στα 3,609 δισ. ευρώ, έναντι 3,472 δισ. πέρυσι (+3,9%). Η διαφορά αποδίδεται, πολύ απλά, στο ότι οι Γερμανοί επισκέπτες μπορεί να ήταν αισθητά περισσότεροι φέτος, αλλά περιέκοψαν σημαντικά τα έξοδά τους. Ανά άφιξη/επισκέπτη, ξόδεψαν φέτος 691,51 ευρώ έναντι 764,47 ευρώ πέρυσι, δηλαδή 73 ευρώ λιγότερα. Υπόψη ότι η γερμανική τουριστική “δεξαμενή” διατηρεί την πρωτιά τόσο σε αφίξεις (με μερίδιο 14,9% επί του συνόλου) όσο και σε δαπάνες στην Ελλάδα, με 2η τη βρετανική.
Τα “σημάδια” για το μέλλον
Πάντως, με βάση την πρόσφατη ανάλυση της Alpha Bank, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δύο χώρες, Γαλλία και Γερμανία, αποτελούν σχεδόν το ήμισυ της οικονομίας της ευρωζώνης (περίπου 48%), η πολιτική αναταραχή είναι πιθανόν να έχει ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις, αποδυναμώνοντας τη θέση της Ευρώπης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Μέχρι πρόσφατα, όπως αναφέρεται, ο γαλλογερμανικός άξονας αποτελούσε την κινητήριο δύναμη για την ανάπτυξη της Ευρώπης, ενώ τώρα διαφαίνεται ένα κενό. Προφανώς, αναδεικνύονται σημαντικές προκλήσεις για την Ευρώπη, αφού φαίνεται ότι οι μεγάλες δυνατότητες της ευρωπαϊκής οικονομίας εξασθενούν και η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να επιβραδυνθεί, ειδικά αν συνεχιστούν οι εμπορικές εντάσεις με τις μεγάλες οικονομίες. Ακόμη και πριν από την κατάρρευση της γαλλικής και της γερμανικής Κυβέρνησης, η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα, όπως ισχνή ανάπτυξη, υστέρηση ανταγωνιστικότητας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας και μία αυτοκινητοβιομηχανία που παρουσιάζει σημάδια κόπωσης.
Επίσης στην ανάλυση της τράπεζας καταγράφεται και μια σχετικά αισιόδοξη εικόνα καθώς σημειώνεται ότι η αποδυνάμωση των δύο μεγάλων οικονομιών, ενδεχομένως, να οδηγήσει στη μετατόπιση της αναπτυξιακής δυναμικής σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία ή η Ισπανία, οι οποίες καταγράφουν καλές επιδόσεις, στην τρέχουσα φάση. Επίσης, τα τελευταία τέσσερα έτη, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, από αδύναμες χώρες κατά την προηγούμενη χρηματοπιστωτική κρίση, ξεπερνούν σε ανάπτυξη τα άλλα μέλη της ΖτΕ, στη μεταπανδημική περίοδο. Και αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο έτος.