Σύμπραξη δημοσίου – ιδιωτικού τομέα για το ασφαλιστικό, ζήτησε ο Στουρνάρας
Για συνεπή και αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος, που αποτελεί και την σημερινή πρόκληση, μίλησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο του πρώτου ασφαλιστικού συνεδρίου του Economist.
- 30 Μαρτίου 2017 21:11
Από το βήμα του πρώτου συνεδρίου The First Insurance Forum που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Πέμπτης, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γ. Στουρνάρας, δεν θα μπορούσε να μην εστιάσει στις συνέπειες της καθυστέρησης της αξιολόγησης και στον κλάδο της κοινωνικής, αλλά και ιδιωτικής ασφάλισης.
Με την παραδοχή ότι «η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη και απαραίτητη προϋπόθεση», ο επικεφαλής της κεντρικής Τράπεζας, διευκρίνισε ότι αυτό που χρειάζεται «είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, χωρίς άλλη καθυστέρηση, και η συνεπής και αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος».
Αυτή είναι η σημερινή πρόκληση, τόνισε, καθώς η έντονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος, που δυσχεραίνει την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ενίοτε οδηγεί ακόμη και σε παλινδρομήσεις.
Η μεταμόρφωση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας, αν και ανέφερε αρκετές εντυπωσιακές επιδόσεις και αξιόλογες μεταρρυθμίσεις που έχουν επιτευχθεί στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη δημόσια διοίκηση. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις αναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα, μέσω της ταχύτερης αύξησης της παραγωγικότητας και της απασχόλησης.
Αναφερόμενος στα δύο μεγάλα επιτεύγματα που έχουν ήδη συμβεί, μίλησε πρώτον για τη βελτίωση του «διαρθρωτικού» πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος και δεύτερο, στη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τα τελευταία δύο.
Χαρακτήρισε «χρονίως προβληματικό» το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, καθώς ενώ τουλάχιστον τρεις σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν νομοθετηθεί από το 2010, πολλές διατάξεις δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί πλήρως και το σύστημα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλό κόστος, στρεβλώσεις και αδικίες.
Μετά από μία σύντομη ανασκόπηση των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, μίλησε μεταξύ άλλων για σύμπραξη ιδιωτικού και δημοσίου τομέα. Τρία είναι τα βασικά και ευαίσθητα θέματα που θα πρέπει να λάβουν υπόψιν τους όσοι χαράξουν πολιτικές, οι συντάξεις, η υγεία και οι φυσικές καταστροφές. Και τα τρία αυτά αποτελούν περιοχές που μπορούν να ωφεληθούν από τις συνέργειες μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Εξυπακούεται ότι η συνεργασία αυτή δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τους βραχυπρόθεσμους στόχους της κάθε κυβέρνησης, αλλά να εντάσσεται σε ένα μακρόπνοο πλαίσιο εθνικής πολιτικής. Επίσης είναι απαραίτητο οι όροι αυτής της συνεργασίας να είναι σαφείς σε όλους τους συμμετέχοντες και διαφανείς για τα μέλη και τους δικαιούχους του κάθε συστήματος.
Φυσικά, αυτά τα συστήματα θα πρέπει να ενισχυθούν με τη θέσπιση ελάχιστων προϋποθέσεων και υψηλών προτύπων λειτουργίας που θα πρέπει να πληρούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να συμμετάσχουν. Κατάλληλες διαδικασίες αδειοδότησης, αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών διαχείρισης κινδύνων, καθώς και υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση από αναγνωρισμένο αρμόδιο οργανισμό, είναι αποτελεσματικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της πρόσβασης στην αγορά, τα οποία βεβαίως πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα με τους συγκεκριμένους ρόλους που θα αναλάβει η ιδιωτική ασφάλιση.
Ως μέρος της συμφωνίας για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, όλα τα ανοιχτά θέματα για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας ξανατέθηκαν επί τάπητος και ακολούθησαν οι μεταρρυθμίσεις του 2015 και του 2016.
Έτσι φτάνουμε στο σήμερα, στο Μάρτιο του 2017, με τη δεύτερη αξιολόγηση να βρίσκεται σε εξέλιξη και το ασφαλιστικό να εξακολουθεί να αποτελεί μια βασική προτεραιότητα στο πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων.
Γιατί; Διερωτήθηκε ο κ. Στουρνάρας, για να απαντήσει αμέσως, « διότι, παρά τις πολυάριθμες παρεμβάσεις, το σύστημα παραμένει δαπανηρό».
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2017, οι μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό προς τα ασφαλιστικά ταμεία/ΕΦΚΑ ανήλθαν σε 7,6% του ΑΕΠ το 2016 και αναμένεται να φθάσουν το 9,9% του ΑΕΠ το 2017, καθώς οι συντάξεις του Δημοσίου παρέχονται πλέον και αυτές από τον ΕΦΚΑ. Αυτό ισοδυναμεί με περισσότερο από το ένα τρίτο των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού το 2017.
Χαρακτηρηστικό είναι ότι πρόσφατα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι το 2014 οι δαπάνες για τις συντάξεις γήρατος στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες μεταξύ των χωρών της ΕΕ (13,3% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 9,8% του ΑΕΠ στην ΕΕ-28).
Διεισδύοντας στα προβλήματα και τις προοπτικές του ασφαλιστικού συστήματος για τις συντάξεις, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, τόνισε μεταξύ άλλων ότι « οικονομική ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση δεν πρέπει και δεν μπορεί να παρέχεται από μία και μόνη πηγή: τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που παρέχουν οι εργοδότες και οι προσωπικές αποταμιεύσεις είναι όλα τους απαραίτητα και συμπληρωματικά τμήματα ενός ενιαίου συστήματος που του διασφαλίζουν προσιτό κόστος, επάρκεια και βιωσιμότητα.
Για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σύστημα, όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να κατανοήσουν τους ρόλους τους: το κράτος δεν θα πρέπει να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών, οι εργοδότες θα πρέπει να πάψουν να παρερμηνεύουν το ρόλο τους και θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οφείλουν να παρέχουν ασφάλεια στους υπαλλήλους τους όχι μόνο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, αλλά και πέραν αυτής και κυρίως μετά τη συνταξιοδότησή τους, και οι πολίτες δεν θα πρέπει να ξεχνούν το ρόλο που διαδραματίζουν οι προσωπικές αποταμιεύσεις τους για τη δική τους οικονομική ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση.
Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις το σύστημα ασφάλισης μετά τη συνταξιοδότηση θα μπορεί να εκπληρώνει το σκοπό του και μόνο τότε ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης, από την πλευρά του, θα μπορούσε να αναλάβει έναν αυξημένο ρόλο ως φορέας διαχείρισης ΙΕΣΠ συνεισφέροντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία που διαθέτει (σε θέματα όπως η ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων, η είσπραξη των εισφορών, η καταβολή των παροχών, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση επενδύσεων με τρόπο που λαμβάνεται υπόψη η δομή των υποχρεώσεων) και παρέχοντας αναλογιστικές και λογιστικές υπηρεσίες. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να δημιουργεί προστιθέμενη αξία για τα μέλη και τους δικαιούχους του συστήματος.
Πιστεύω – πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας – ότι οι Έλληνες πολίτες θα ωφεληθούν σίγουρα από τη θέσπιση ενός απλού πλαισίου που θα διέπει τα προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα και μέσα από φορολογικά κίνητρα θα ενθαρρύνει την υιοθέτησή τους, στην κατεύθυνση ενόςσυστήματος που θα επιτρέπει τη συγκράτηση του κόστους, τη διαχείριση των κινδύνων με τη χρήση αξιόπιστων και σύγχρονων εργαλείων και θα θέτει, ως απαραίτητη προϋπόθεση, την πλήρη διαφάνεια προς τα μέλη και τους δικαιούχους του συστήματος. Τέλος, όφελος θα προκύψει και για την ελληνική οικονομία συνολικά, καθώς τα προϊόντα αυτά μπορούν να επικεντρωθούν σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Θεωρώ ότι το προσεχές διάστημα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τον αποτελεσματικό σχεδιασμό ενός τέτοιου συστήματος, σε συνδυασμό με τις συζητήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη σε επίπεδο ΕΕ.
Όμως οι συντάξεις δεν είναι ο μόνος τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Ένα άλλος ευαίσθητος τομέας που είναι συναφής με τις υπηρεσίες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και έχει υποστεί σημαντική μεταμόρφωση τα τελευταία χρόνια είναι το ελληνικό σύστημα υγείας. Όλα τα σύγχρονα και επαρκώς ανεπτυγμένα συστήματα υγείας έχουν ένα κοινό στόχο: να προσφέρουν στους ασφαλισμένους τους καλύτερη υγεία και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Ωστόσο, δεν είναι ρεαλιστικό – και ίσως είναι αδύνατον – να επιδιώκουν να προσφέρουν «κάθε δυνατή ιατρική περίθαλψη σε όλους». Και τούτο διότι όχι μόνο το σύνολο των δυνητικών υπηρεσιών υγείας διευρύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά και το κόστος για την καθολική παροχή αυτών των υπηρεσιών αυξάνεται ταχύτερα από το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο δημόσιος τομέας των χωρών υφίσταται όλο και υπηρεσίες που βρίσκονται μέσα στα όρια των οικονομικών δυνατοτήτων του.
Καθώς τα συστήματα υγείας που χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους αναγκαστικά συρρικνώνονται, οπότε αναμένεται ότι δεν θα είναι σε θέση να παρέχουν πλήρεις υπηρεσίες σε όλους, αναπόφευκτα ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να διαδραματίσει ολοένα σημαντικότερο ρόλο στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών για υπηρεσίες υγείας. Αν η πρώτη προτεραιότητα είναι η παροχή υπηρεσιών σε όλους, τότε δεν μπορούν να παρέχονται όλες οι υπηρεσίες υγείας. Μια αποδεκτή, αλλά μικρότερου εύρους, προσέγγιση θα ήταν να γίνεται διάκριση μεταξύ αφενός «αναγκών», και σ’ αυτή την κατεύθυνση να επιδιωχθεί η παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πολίτες, και αφετέρου «επιθυμιών»,
Ο σχεδιασμός ενός συστήματος υγείας απαιτεί αναπόφευκτα την επιλογή του αν αυτό θα έχει δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα ή ένα συνδυασμό των δύο, ιδίως όσον αφορά τη χρηματοδότηση. Πιστεύω ότι οι Έλληνες πολίτες θα ωφεληθούν από την εισαγωγή ενός εθνικού δημόσιου καθολικού συστήματος υγείας που να καλύπτει τις «ανάγκες» του πληθυσμού και να αφήνει τη χρηματοδότηση και την κάλυψη των «επιθυμιών» του πληθυσμού σε μια επαρκώς ρυθμιζόμενη αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας.