Standard & Poors: Καλά λόγια για τις προοπτικές – Αναβολή στην αναβάθμιση
Στην βαθμίδα (Β+) διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poors εκτιμώντας όμως ως θετική την οικονομική προοπτική της χώρας.
- 27 Απριλίου 2019 08:44
Στο σκεπτικό του οίκου αξιολόγησης περιλαμβάνονται θετικά σχόλια για την δημοσιονομική πορεία και τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας η οποία – όπως τονίζει – θα είναι ταχύτερη από αυτή της Ευρωζώνης για τα επόμενα τρία χρόνια.
Ωστόσο προαναγγέλλει αναβάθμιση της πιστοληπτική ικανότητας της οικονομίας όταν φανεί μια αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και υπάρξει σαφής μείωση των κόκκινων δανείων. Τονίζει επίσης ότι θα επανεξετάσει την στάση της αν υπάρξει αναστροφή μεταρρυθμίσεων
Όπως σημειώνει η S&P, η αξιολόγησή της αντανακλά “τις βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές” της Ελλάδας, “συνοδευόμενες από ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις” και μια ιδιαίτερα ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Τα συγκεκριμένα στοιχεία εξισορροπούνται από το βάρος του υψηλού εξωτερικού και δημόσιου χρέους της χώρας, τη δύσκολη κατάσταση στο τραπεζικό της σύστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από έναν μεγάλο όγκο Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs), καθώς και από τους εναπομείναντες κεφαλαιακούς ελέγχους.
Η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις προβλέψεις της S&P, θα αναπτύσσεται κατά μέσο όρο με ετήσιο ρυθμό 2,8% κατά τη διάρκεια της περιόδου 2019-2022, καθώς η εγχώρια ζήτηση ενισχύεται και οι εξαγωγικές επιδόσεις βελτιώνονται, αν και η συνεχιζόμενη επιβράδυνση της Ευρωζώνης θα έχει πιθανόν αρνητική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές.
Η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο “προνομιούχα” προφίλ χρέους μεταξύ όλων των χωρών για τις οποίες διεξάγονται αξιολογήσεις, όσον αφορά τη λήξη και το μέσο επιτόκιο, παρά το αναμφισβήτητα μεγάλο δημόσιο χρέος της, συμπληρώνει η S&P.
Η ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη εξαρτάται από το μέγεθος και το ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) του τραπεζικού τομέα και την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής μετά τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, προσθέτει ακόμη.
Οι προοπτικές για την ανάπτυξη
Μετά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,9% το 2018, η S&Π αναμένει ότι η οικονομία θα μεγεθυνθεί κατά περίπου 2,3% το 2019, πριν ο ρυθμός σταδιακά ενισχυθεί κατά την περίοδο 2020-2022, αναφέρεται στην έκθεση του οίκου. “Η αύξηση της απασχόλησης παραμένει σταθερή: προβλέπουμε αύξηση άνω του 2% ετησίως έως το 2022, αν και η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση όσον αφορά στις προσλήψεις. Επιπλέον, η οικονομία θα ωφεληθεί από την αύξηση σε θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, δεδομένου ότι το 2018 και μέχρι στιγμής το 2019, ποσοστό λίγο μεγαλύτερο του 50% των προσλήψεων αφορούσαν εργαζόμενους με συμβάσεις προσωρινής ή μερικής απασχόλησης”.
Κατά τα επόμενα τρία χρόνια, η S&P αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αντανακλώντας μια σταθερή ανάκαμψη μετά από μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Επίσης, αναμένει ότι οι οικονομικές επιδόσεις θα παραμείνουν ισορροπημένες, καθώς η εγχώρια ζήτηση και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να αποτελούν τους βασικούς παράγοντες ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένει επίσης μια σχετικά αργή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω τόσο των βελτιωμένων προοπτικών στην απασχόληση, όσο και λόγω της πρόσφατης κυβερνητικής απόφασης για αύξηση του μηνιαίου κατώτατου μισθού κατά σχεδόν 11%, στα 650 ευρώ.
Βασικός περιορισμός ως αρνητικός παράγοντας για τις οικονομικές προοπτικές παραμένει, σύμφωνα με την S&P, η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να περικόπτει τις δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις προς όφελος των τρεχουσών δαπανών, ιδίως εκείνων για κοινωνικές μεταβιβάσεις.
To outlook για τις ιδιωτικές επενδύσεις βελτιώνονται επίσης, λόγω της σταδιακής αύξησης των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI). Ωστόσο, κατά την άποψή του οίκου, το κλειδί για ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη είναι η ουσιαστική μείωση των NPEs του τραπεζικού τομέα, η οποία θα ενίσχυε σημαντικά την πιστωτική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα και ως εκ τούτου θα αποκρυστάλλωνε τα οφέλη από τις σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχει εφαρμόσει η Ελλάδα από το 2010.
“Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης, ο ευρύτερος τομέας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – ο μεγαλύτερος εργοδότης στην Ελλάδα – παραμένει σε διαφορετικούς βαθμούς δυσλειτουργίας”, τονίζει ο οίκος.
Πλεόνασμα και χρέος
Μετά από μια μεγάλη περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, συνεχίζει η S&P, η Ελλάδα έχει καταγράψει επίτευξη – και υπέρβαση – των δημοσιονομικών στόχων μέσω αυστηρών ελέγχων στις δαπάνες και βελτιωμένων εσόδων. Το 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα έφθασε το 4,4% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας σημαντικά τον στόχο που είχε συμφωνηθεί με τους πιστωτές (3,5% του ΑΕΠ), πάνω και από τον ίδιο το στόχο της κυβέρνησης για 4,0% του ΑΕΠ. Η υπεραπόδοση έναντι του κυβερνητικού στόχου επετεύχθη παρά την καθυστέρηση της πληρωμής προς την κυβέρνηση για την παραχώρηση του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών νωρίτερα εντός του έτους.
Ως αποτέλεσμα των καλύτερων από τις προβλεπόμενες δημοσιονομικών επιδόσεων, δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν μέτρα μείωσης του ελλείμματος, όπως περικοπές των συνταξιοδοτικών δαπανών. Η απόδοση του 2018 χαρακτηριζόταν από υψηλότερα κρατικά έσοδα, ιδίως από υψηλότερους έμμεσους φόρους, τα οποία ωστόσο φαίνεται ότι ήταν χαμηλότερα σε σχέση με τα σχέδια της κυβέρνησης. Επιπλέον, οι πρωτογενείς δαπάνες ήταν χαμηλότερες από τις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό (δημόσιες δαπάνες χωρίς να συνυπολογίζεται η καταβολή τόκων), αντανακλώντας τη συμμόρφωση με τους υφιστάμενους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και του μισθολογικού κόστους στον δημόσιο τομέα. Ενώ η πρωταρχική πρόοδος στον συγκεκριμένο τομέα υπήρξε “δραματική”, τονίζει η S&P, είναι αξιοσημείωτο ότι οι βασικές συνιστώσες των δαπανών για το “ανθρώπινο κεφάλαιο”, ιδίως για την εκπαίδευση και την υγεία, έχουν μειωθεί απότομα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο από την αρχή της κρίσης, το 2009.
Η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2019 θα μπορούσε να επηρεαστεί αρνητικά από τις εκκρεμούσες δικαστικές αποφάσεις σχετικά με προηγούμενες κυβερνητικές περικοπές στους μισθούς του δημόσιου τομέα, καθώς στη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, που είχαν εφαρμοστεί το 2012, το 2015 και το 2016. Κατά την άποψή του οίκου, αυτό θα καθιστούσε κάπως πιο δύσκολη τη συμμόρφωση με τον στόχο του πρωτογενούς αποτελέσματος του 2019. Επιπλέον, λόγω των επικείμενων εκλογών, οι πολιτικοί ελιγμοί της κυβέρνησης, όπως για παράδειγμα η αύξηση του εργατικού δυναμικού στον δημόσιο τομέα σε σχέση πέραν των προβλεπομένων, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα συμμόρφωσης της χώρας με το ανώτατο όριο για τις δαπάνες.
Αν οι κίνδυνοι αυτοί δεν επαληθευτούν, η S&P προβλέπει ότι την περίοδο 2019-2022, η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης πάνω από το στόχο του 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με τους επίσημους πιστωτές, κάτι που θα σημάνει μείωση του ακαθάριστου δημόσιου χρέους κάτω από το 150%, από ελαφρώς πάνω από 181% το 2018. Ακόμη και σε ονομαστικούς όρους, προβλέπουμε ότι το ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης θα αρχίσει να μειώνεται από το 2019.
Το καθαρό δημόσιο χρέος αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από το 140% του ΑΕΠ το 2022. Ωστόσο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ κατά τα επόμενα έτη θα εξαρτηθεί από τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των δυνητικών δυσμενών δικαστικών αποφάσεων επί των παρελθουσών περικοπών σε μισθούς στο δημόσιο και συντάξεις, καθώς και της στρατηγική της κυβέρνησης για τη μείωση των NPEs του τραπεζικού τομέα.
Τραπεζικό σύστημα και NPEs
Το 2018, οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των NPEs, τα οποία στο τέλος Δεκεμβρίου ανήλθαν σε 81,8 δισ. ευρώ (εξαιρουμένων των εκτός ισολογισμού στοιχείων) από το υψηλό 107,2 δισ. ευρώ του Μαρτίου του 2016, κάτι που αντιστοιχεί σε μείωση κατά σχεδόν 25% . Οι πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του υψηλού ποσοστού NPEs βρίσκονται εν εξελίξει, συμπεριλαμβανομένων των διαγραφών και της λειτουργίας του εξωδικαστικού μηχανισμού, της ανάπτυξης δευτερογενούς αγοράς και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Ο πρόσφατα θεσπισμένος νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (σ.σ. νέος “νόμος Κατσέλη”), που συμφωνήθηκε με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, είναι πιθανό να μειώσει το φαινόμενο των στρατηγικών αθετήσεων και να επιταχύνει τους διακανονισμούς με τους δανειολήπτες, υπογραμμίζει η S&P.
Προσθέτει δε ότι η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος παρουσιάζει βελτίωση. Οι τράπεζες συνεχίζουν να μειώνουν την εξάρτησή τους από την χρηματοδότηση της ΕΚΤ και έχουν καταργήσει εντελώς το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους την εξάρτησή τους από πιο δαπανηρή έκτακτη ρευστότητα (σ.σ. ELA). Ενώ οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα αυξάνονται – οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των εταιρειών αυξήθηκαν κατά 6% περίπου το 2018 – η εμπιστοσύνη δεν επέστρεψε στο βαθμό που θα επέτρεπε την πλήρη κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίου (capital controls), μολονότι οι τελευταίοι έχουν χαλαρώσει πολύ, με βάση το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος, με τελευταίο “σταθμό” τον Οκτώβριο του 2018. Η S&P σημειώνει επίσης ότι οι συστημικές ελληνικές τράπεζες εξέδωσαν το 2018 καλυμμένα ομόλογα για πρώτη φορά από το 2014.
Πολιτική σταθερότητα
Οι επόμενες γενικές βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν το αργότερο μέχρι τον Οκτώβριο του 2019, παρόλο που δεν μπορούν να αποκλειστούν πρόωρες εκλογές, π.χ. μετά τις αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου και την έναρξη των θερινών τμημάτων του κοινοβουλίου, εκτιμά η S&P.
Η σταθερότητα της κυβέρνησης αποδυναμώθηκε νωρίτερα εντός του έτους, μετά την αποχώρηση του μικρότερου εταίρου του κυβερνητικού συνασπισμού (σ.σ. ΑΝΕΛ), λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η S&P εκφράζει τη θέση ότι η συμφωνία είναι θετική για τις οικονομικές σχέσεις και τις προοπτικές ανάπτυξης τόσο της Ελλάδας όσο και της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ συμπληρώνει ότι, δεδομένου πως το 2019 είναι έτσι κι αλλιώς χρονιά εκλογών (και προ των βουλευτικών), είναι πολύ πιθανό η πόλωση στο πολιτικό σκηνικό της χώρας να κλιμακωθεί τους επόμενους μήνες. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον οίκο, συνιστά κίνδυνο σε τομείς όπως οι αποκρατικοποιήσεις, η αύξηση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος και οι περαιτέρω βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον, που μπορεί εξ αυτού του λόγου να καθυστερήσουν.
Επιπλέον, μια πιο αποφασιστική προσέγγιση για τη μείωση των NPEs στον τραπεζικό τομέα δύσκολα θα προχωρούσε εν μέσω προεκλογικής περιόδου και έντασης. Ωστόσο, ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας θα συμμορφωθεί γενικά με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε κατά τη λήξη του προγράμματος του ESM.
Η Standard & Poors σχολιάζει επίσης θετικά την πιθανότατη αναθεώρηση του συντάγματος στο κομμάτι της αποσύνδεσης της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και πρόωρων εκλογών. “Ενώ οι λεπτομέρειες όσον αφορά την προεδρική εκλογή παραμένουν προς διευκρίνιση, ο κίνδυνος κυβερνητικής αστάθειας λόγω φαίνεται να εξαλείφεται”, σημειώνει ο οίκος. Ως αποτέλεσμα, η επόμενη κυβέρνηση θα μπορέσει να είναι αρκετά σταθερότερη, χωρίς να αποσπάται από την εκλογή Προέδρου και τους αναγκαίους γι’ αυτήν πολιτικούς ελιγμούς, υπονομεύοντας τους οικονομικούς δημοσιονομικούς στόχους.
Το outlook
Το θετικό outlook, όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, σημαίνει ότι είναι πιθανή μια αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας εντός των επόμενων 12 μηνών, εάν ενισχυθεί περαιτέρω η οικονομική της ανάκαμψη.
Αυτό θα μπορούσε να προκύψει από στοιχεία που θα επιβεβαίωναν πειστικά την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση μέσω περαιτέρω οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που θα ενίσχυαν τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας και θα την βοηθούσαν να υπερβεί τις σημαντικές “κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις”, αναφέρεται στην έκθεση του οίκου.
Άλλο πιθανό εφαλτήριο για αναβάθμιση της Ελλάδας θα ήταν μια σημαντική μείωση των NPEs του τραπεζικού συστήματος, καθώς και η άρση του συνόλου των κεφαλαιακών ελέγχων. Ο μετριασμός των δημοσιονομικών κινδύνων που συνδέονται με εκκρεμούσες δικαστικές αποφάσεις σχετικά με προηγούμενα μέτρα σχετικά με τους μισθούς στον δημόσιο τομέα και τις συντάξεις θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει εφαλτήριο αναβάθμισης, σημειώνει η S&P.
Θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε το outlook από “θετικό” σε σταθερό, αντίθετα, προσθέτει ο οίκος, εάν, αντίθετα με τις προσδοκίες μας, υπάρξουν ανατροπές στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί ή εάν τα αναπτυξιακά αποτελέσματα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τα αναμενόμενα, περιορίζοντας την ικανότητα της Ελλάδας να συνεχίσει τη δημοσιονομική της εξυγίανση, τη μείωση του χρέους και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.