Στο όριο της φτώχειας το 40% των φορολογουμένων
Διαβάζεται σε 7'Το 2012 το φτωχότερο σε εισόδημα 20% των φορολογουμένων δήλωνε έως 4.000 ευρώ, ενώ το 2021 το αντίστοιχο 20% είχε ετήσιο εισόδημα έως 1.016 ευρώ. “Σήμα” για τις ανισότητες.
- 24 Απριλίου 2024 06:07
“Καμπανάκι” για την αύξηση των ανισοτήτων και τον κίνδυνο φτώχειας κρούει το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην έκθεσή του για την πορεία της οικονομίας το πρώτο τρίμηνο του 2024, όπου εντάσσει ειδική ανάλυση με τίτλο “προοδευτικότητα στη φορολογία δηλωθέντος εισοδήματος στην Ελλάδα, 2012-2021”. Όπως καταγράφει το Ινστιτούτο, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού βρέθηκε στο όριο της φτώχειας τη δεκαετία 2012-2021, όπως καταφαίνεται από τη συνεισφορά σε φόρους των πολιτών.
Μάλιστα, όπως αναφέρει, το κατώτατο 40% του πληθυσμού πλήρωσε το 1.63% των συνολικών φόρων, όντας στα δυο χαμηλά πεμπτημόρια εισοδήματος, που προσδιορίζονται από εισοδήματα έως 6.098 ευρώ.
Να σημειωθεί ότι το όριο της φτώχειας, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, ανήλθε στο ποσό των €5.712 ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε €11.995 για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
Όπως σημειώνει ειδικότερα η μελέτη του ΙΟΒΕ, “η επίδραση της οικονομικής κρίσης στα εισοδήματα των Ελλήνων πολιτών ήταν μεγάλη. Πέρα από τη μείωση των εισοδημάτων, ως απόλυτα μεγέθη, σημειώθηκε και σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης αφού ο πληθωρισμός δεν μειώθηκε αναλογικά με τα εισοδήματα. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας στοιχεία δηλωμένων εισοδημάτων στις φορολογικές αρχές, το ΙΟΒΕ αναφέρει ότι ορισμένοι δείκτες ανισότητας επιδεινώθηκαν, όπως ότι το συνολικό εισόδημα των χαμηλότερα (υψηλότερα) αμειβόμενων πολιτών μειώθηκε (αυξήθηκε) ως ποσοστό του συνολικού εισοδήματος.
Μειωμένα κατά 7,2%
Χαρακτηριστικά το ΙΟΒΕ, κάνοντας χρήση των δημοσίως διαθέσιμων δεδομένων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για τα εισοδήματα και τη φορολογία φυσικών προσώπων και συγκρίνοντας τη χρονιά με τα πλέον διαθέσιμα στοιχεία (2021) με τα παλαιότερα διαθέσιμα στοιχεία (2012), αναφέρει ότι τα δηλωθέντα εισοδήματα (πραγματικά εισοδήματα από όλες τις πηγές) το 2021 σε σχέση με το 2012 ήταν χαμηλότερα κατά 7,2%. Επίσης, χωρίζοντας τον πληθυσμό σε πεμπτημόρια εντάσσει, για το 2021, ένα 20% στο κατώτατο εισοδηματικό πεμπτημόριο, όπου εντάσσονται όσοι και όσες έχουν εισοδήματα έως 1.016 ευρώ. Στο ανώτατο 20% εντάσσει όσους έχουν εισόδημα από 19.312 ευρώ και πάνω.
Κάνοντας, επίσης, χρήση του δείκτη τιμών της Eurostat για να μπορεί να γίνει σύγκριση των εισοδημάτων των διαφορετικών ετών μεταξύ τους (το επίπεδο τιμών ήταν λίγο χαμηλότερο το 2021 από ό,τι το 2012), η μελέτη παρατηρεί ότι η επίδραση της οικονομικής κρίσης στα εισοδήματα των πολιτών ήταν σημαντική.
“Παρατηρούμε επίσης ότι, με βάση τα στοιχεία των δηλωμένων εισοδημάτων στις φορολογικές αρχές, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται στο όριο της φτώχειας, το οποίο σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, ανήλθε στο ποσό των €5.712 ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε €11.995 για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.”
Παρουσιάζοντας, μάλιστα, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα ανά πεμπτημόριο και της αντίστοιχης συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, για το 2012 αναφέρει ότι με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα παρατηρούνται υψηλά επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας, αφού το κατώτατο 20% έλαβε μόλις το 1,4% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το ανώτατο 20% το 52,6% του συνολικού εισοδήματος της Ελλάδας.
Στην 57η θέση των ανισοτήτων
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο δείκτης ανισότητας Gini που εκτιμάει η Παγκόσμια Τράπεζα, κατατάσσει την Ελλάδα στην 57η θέση παγκοσμίως για το 2021. Δεδομένου ότι το σύστημα φορολογίας στην Ελλάδα είναι προοδευτικό (δηλαδή οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται όσο αυξάνεται το εισόδημα) δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση βαίνει αυξανόμενη, εξομαλύνοντας εν μέρει την ανισότητα, τονίζει το Ινστιτούτο.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, επίσης, ο βαθμός προοδευτικότητας με βάση τους βεβαιωμένους φόρους είναι αξιοσημείωτος, αφού το κατώτατο 40% του πληθυσμού πλήρωσε το 1.63% των συνολικών φόρων, ενώ το ανώτατο 20% πλήρωσε το 76.84% των συνολικών φόρων.
Σύγκριση με το 2012
“Παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας σε σχέση με το 2012, αφού το κατώτατο 20% έλαβε μόλις το 0,2% του συνολικού εισοδήματος (έναντι του 1.4% το 2012) ενώ το ανώτατο 20% έβγαλε το 58,7% του συνολικού εισοδήματος (έναντι του 52.6% το 2012) της Ελλάδας” αναφέρει η μελέτη του ΙΟΒΕ και προσθέτει:
“Αντίστοιχη είναι και η αύξηση στους πληρωτέους φόρους, με το 60% του πληθυσμού να πληρώνει μόλις το 4.3% των συνολικών φόρων εισοδήματος, ενώ το 20% του πληθυσμού πληρώνει το 81% των συνολικών φόρων. Συμπερασματικά, η οικονομική κρίση που πέρασε η χώρα επέδρασε αρνητικά και σημαντικά στα εισοδήματα των πολιτών και η επίδραση δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί.”
Επιπλέον, στη βάση των δηλωθέντων εισοδημάτων στις φορολογικές αρχές, η εισοδηματική ανισότητα, που προκύπτει συγκρίνοντας την κατανομή των μεριδίων συνολικού εισοδήματος, οξύνθηκε παρά το ισχύον σύστημα προοδευτικής φορολογίας, αναφέρει η μελέτη του ΙΟΒΕ. Παρά, μάλιστα, τη μικρή μείωση της προοδευτικότητας της φορολογίας συνολικού εισοδήματος την τελευταία δεκαετία, όπως αναφέρει η έκθεση, παρατηρείται συστηματικά αυξημένο επίπεδο προοδευτικότητας, με τους πολίτες με τα υψηλότερα δηλωθέντα εισοδήματα να επιβαρύνονται με δυσανάλογα υψηλό μερίδιο των συνολικών φόρων
Η κυβέρνηση
Στο μεταξύ, με βάση κυβερνητική ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 4 Απριλίου με αφορμή τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την οικονομική ανισότητα και φτώχεια για το 2022, καταγράφεται βελτιωμένη εικόνα.
Όπως ανέφερε η ανακοίνωση, “το 2022, έτος αναφοράς στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ήταν χρονιά απροσδόκητης έκρηξης του πληθωρισμού λόγω του μεγάλου ενεργειακού σοκ που προκάλεσε σε παγκόσμιο επίπεδο η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Σε παλαιότερες περιόδους, σε παρόμοιες συνθήκες συνήθως είχαμε έκρηξη της εισοδηματικής ανισότητας και της φτώχειας στη χώρα μας. Λόγω των πολιτικών της κυβέρνησης – αύξηση κατώτατου μισθού, εισοδηματικές ενισχύσεις στα πλέον ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού, αναπτυξιακές πολιτικές που οδήγησαν σε μεγάλη μείωση της ανεργίας– αυτό απετράπη”.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μεταξύ 2021 και 2022 η ανισότητα (δείκτης Gini από 31,4 σε 31,8) και το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (από 18,8% σε 18,9%) αυξήθηκαν ανεπαίσθητα ενώ, αντίθετα, μικρή βελτίωση παρατηρείται στο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (από 26,3% σε 26,1%). Το ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης προστάτεψαν τα πλέον ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ανάμεσα στα δύο αυτά χρόνια η εισοδηματική μερίδα του φτωχότερου 25% του πληθυσμού αυξήθηκε λίγο (από 10,3% σε 10,4%), ενώ το λεγόμενο «χάσμα φτώχειας» που δείχνει πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί συμπολίτες μας μειώθηκε σημαντικά, από 23,8% σε 22,5%.
Την ίδια στιγμή, παρατηρείται μια μετατόπιση των εργαζομένων σε υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια, όπως αποτυπώνεται και στο διάγραμμα.
Κατά συνέπεια, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων και «ροκανίσματος» της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, πέτυχε υψηλή ανάπτυξη, αύξηση μισθών και μείωση της ανεργίας χωρίς διεύρυνση ανισοτήτων.
Συνεχίζουμε την ίδια επιτυχημένη οικονομική πολιτική, η οποία μέσα από την αύξηση της απασχόλησης και την αύξηση των μισθών, οδηγεί σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελληνίδων και των Ελλήνων, και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής” κατέληγε η ανακοίνωση.