Τι κερδίζουμε αν ρυθμιστεί το χρέος
Τα οφέλη από την ρύθμιση του χρέους. Η είσοδος του ΔΝΤ στο πρόγραμμα όσο και αν ακούγεται επαχθής λόγω των απαιτήσεων που εγείρει για νέα μέτρα έχει ένα θετικό χαρακτηριστικό. Αναλυτικά όσα κερδίζει η πραγματική οικονομία
- 01 Δεκεμβρίου 2016 19:19
Αποφασιστική συμβολή στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας θα έχει η επίτευξη του στόχου για την ανακοίνωση μιας συνολικής λύση ελάφρυνσης του χρέους, έστω και αν κάποια από τα μεσοπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα μέτρα θα υλοποιηθούν μετά το 2018.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η ανακοίνωση έστω μιας λύσης του χρέους θα λειτουργήσει σε δύο επίπεδα.
Το πρώτο, θα είναι η εικόνα της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές. Με την εγγύηση που θα δώσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, θα βεβαιώνουν μέσα από μια σειρά μέτρων, που θα ληφθούν ότι η Ελλάδα δεν θα πληρώνει σε καμία περίπτωση (ακόμη και αν έχουμε ραγδαία αύξηση επιτοκίων) περισσότερο από 15% του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση των αναγκών του χρέους μας ως το 2060.
Αν σε κάποιους το ποσοστό αυτό φαίνεται υψηλό θα πρέπει να πούμε ότι η Ιρλανδία , η Ιταλία και το Βέλγιο πληρώνουν σήμερα πάνω από το 20% του ΑΕΠ τους για την εξυπηρέτηση του επίσης υψηλού χρέους τους Βεβαίως η «εγγύηση» αυτή θα ισχύει για το δηλαδή τα 215 δις από τα συνολικά τα 315,4 δις ευρώ του χρέους (65% του συνόλου ) που κατέχεται σήμερα από τους επίσημους πιστωτές. Ωστόσο είναι ένα πιστοποιητικό που δεν έχει καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης.
Η λύση για το χρέος θα φέρει μαζί της και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ το οποίο επίσης θα λειτουργήσει θετικά, αρχικά σε επίπεδο ψυχολογίας.
Η είσοδος του ΔΝΤ στο πρόγραμμα όσο και αν ακούγεται επαχθής λόγω των απαιτήσεων που εγείρει για νέα μέτρα έχει ένα θετικό χαρακτηριστικό. Το ταμείο είναι ο μοναδικός – μη ιδιωτικός – οργανισμός που μπορεί να πιστοποιήσει την βιωσιμότητα του χρέους μιας χώρας μέλους του χωρίς να δεχθεί κάποια αμφισβήτηση.
Στην συνέχεια οι τρεις μεγάλοι ιδιωτικοί οίκοι αξιολόγησης (Moody’s Standard & Poors Fitch) οι οποίοι βρίσκονται σε στάση αναμονής εδώ και ένα χρόνο παρά το νέο πρόγραμμα και το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης θα αναγκαστούν να πάρουν θέση. Θα αναβαθμίσουν σημαντικά την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας αλλάζοντας οριστικά το σκηνικό.
Με τα όλα περνάμε στο δεύτερο και πιο ουσιαστικό όφελος της απομείωσης του χρέους: Τον δανεισμό του κράτους . Με αυτά τα «όπλα» και εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για υψηλή ανάπτυξη 2,7% του ΑΕΠ η Ελληνική Κυβέρνηση την καλύτερη δυνατή συγκυρία να βγει ξανά στις αγορές για δανεισμό διεκδικώντας ένα χαμηλό επιτόκιο για τις εκδόσεις της.
Με την επανεκκίνηση της εκδοτικής διαδικασίας η ποσοτική χαλάρωση από ψυχολογικό στήριγμα θα μετατραπεί πηγή παροχής ρευστότητας αγοράζοντας ομόλογα του ελληνικού δημοσίου από τις τράπεζες και παρέχοντας φρέσκο χρήμα για πάσα χρήση.
Τι κερδίζει η πραγματική οικονομία
Ωραία θα πει κάποιος αλλά η πραγματική οικονομία τι έχει να κερδίσει από όλα αυτά; Η απάντηση είναι πολλά!
Η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας ακολουθείται και από την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών . Συνεπώς οι οίκοι Moody’s Standard & Poors Fitch θα αναβαθμίσουν ανάλογα και την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών εμπορικών τραπεζών. Σε συνδυασμό και με την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα που θα μειώσουν τις επισφάλειες τους από τα κόκκινα δάνεια , μετά από έξι χρόνια πλήρους αποχής , οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να συμμετέχουν σε διατραπεζικό δανεισμό ,μειώνοντας την εξάρτησή τους από την χρηματοδότηση της ΕΚΤ και βελτιώνοντας τους όρους δανειοδότησης τους από τις αγορές. Η επιστροφή της λεγόμενης «κανονικότητας», θα φέρει ξανά τους διεθνείς θεσμικούς επενδυτές στις ελληνικές τραπεζικές μετοχές.
Παράλληλα όμως θα ξεκινήσει και η επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες αφού ο κίνδυνος ενός κουρέματος θα εκμηδενιστεί και οι ίδιες οι τράπεζες θα μπορούν πλέον δώσουν καλύτερες αποδώσεις για προθεσμιακές καταθέσεις. Ούτε και ο καλύτερος οικονομολόγος δεν μπορεί να προβλέψει πότε και με ποια ταχύτητα θα γίνει αυτό. Η αμέσως προηγούμενη ανάλογη κατάσταση για την ελληνική οικονομία ήταν μετά το τέλος του Β παγκόσμιου πολέμου όταν η μειωμένη εμπιστοσύνη για την δραχμή είχε ως αποτέλεσμα το 40% των συναλλαγών μέχρι και τα μέσα της 10ετίας του ‘50 να γίνεται με χρυσές λίρες Αγγλίας . Η διαφορά είναι ότι το ευρώ δεν έχει το συναλλαγματικό κίνδυνο της δραχμής άρα το βασικό είναι οι καταναλωτές να εμπιστευτούν ξανά όχι το νόμισμα αλλά τις τράπεζες που το διαχειρίζονται.
Η μείωση του κόστους δανεισμού σε συνδυασμό και με την αυξημένη διαθέσιμη ρευστότητα θα επιτρέχει αύξηση των ρυθμών δανεισμού και μείωση των επιτοκίων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις θα μπορούν να ξεπαγώσουν την αγορά των εταιρικών ομολόγων και να δανειστούν με καλύτερους όρους από τις τράπεζες και από τις αγορές . Η μεγαλύτερη προσδοκία κερδών θα επαναφέρει σταδιακά την εμπιστοσύνη στις ελληνικές μετοχές οι οποίες θα αποτελούν ξανά επενδυτική λύση αφού σήμερα οι τιμές βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά.
Σε επίπεδο άμεσων ξένων επενδύσεων και εφόσον ο κίνδυνος χρεοκοπίας θα είναι πια οριστικά ένα «κακό όνειρο», η αγορά χρήματος θα έχει αποκατασταθεί, οι μέσοι μισθοί θα είναι μειωμένοι κατά περίπου 37% από το 2009 η Ελλάδα είναι δεδομένο ότι θα αποτελέσει επενδυτικό προορισμό. Πάντως , πρώτοι θα δηλώσουν παρόν αυτοί που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν το ρίσκο του αλλοπρόσαλλου , συνεχώς μεταβαλλόμενου φορολογικού συστήματος και της πολύ κακής και γραφειοκρατικής λειτουργίας του δημοσίου.
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα επωφεληθούν από την μεγαλύτερη και φθηνότερη χρηματοδότηση προκειμένου να ξεπεράσουν τα προβλήματα που συσσώρευσε η πολυετής κρίση της οικονομίας.
Όλα αυτά θα σημάνουν νέες θέσεις εργασίας για πολλούς από τους 1,2 εκ των επίσημα άνεργων οι οποίοι θα αρχίσουν να πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και κυρίως να καταναλώνουν στηρίζοντας επιχειρήσεις και άρα και νέες θέσεις εργασίας.
Πολλά μπορούν να πάνε στραβά
Βεβαίως όλα τα παραπάνω αποτελούν όχι το βασικό αλλά το ιδανικό σενάριο μετά την ανακοίνωση της λύσης για το χρέος. ακόμη και αν αυτό γίνει όπως αναμένεται μέσα στις πρώτες εβδομάδες του Ιανουαρίου υπάρχουν μια σειρά από τέσσερις παράγοντες που θα επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά το ιδανικό αυτό σενάριο.
Ο πρώτος είναι το ίδιο το πρόγραμμα. Είναι βασικό η Ελλάδα να απομακρυνθεί έστω και στα μέσα του 2018 από την έννοια κάθε προγράμματος διάσωσης καθώς και από τις διαδοχικές αξιολογήσεις που δίνουν την εικόνα της συνεχιζόμενης κρίσης . Η είσοδος του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης και η ανάγκη υπογραφής ενός νέου μνημονίου δεν εξασφαλίζει μια τέτοια «ηρεμία». Πολύ περισσότερο αν η είσοδος του Ταμείου συνοδευτεί και με νέα μέτρα που θα δώσουν την εικόνα της παράτασης του μνημονίου.
Ο δεύτερος είναι η ευρωπαϊκή άνοδος του ευρωσκεπτικισμού σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ελλάδα που θα έχει στα χέρια της μια υπόσχεση για το χρέος που θα έχουν υποσχεθεί οι σημερινές ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις . Στο τέλος του 2017 θα κληθούν να τις επικυρώσουν και να τις εφαρμόσουν κάποιες άλλες που θα αναλάβουν σε Ολλανδία Γερμανία Γαλλία και ίσως και την Ιταλία.
Ο τρίτος είναι η πορεία της Ευρωπαϊκής οικονομίας που επηρεάζει τα μέγιστα και την Ελληνική . Είναι άγνωστο η ένταση και η διάρκεια που θα έχει η τραπεζική κρίση που μπορεί να ξεσπάσει μετά το δημοψήφισμα στην Ιταλίας. Το ίδιο άγνωστο ποιες θα είναι οι οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ και ειδικότερα ποιες θα είναι οι σχέσεις ευρώ -δολαρίου.
Ο τέταρτος είναι το πόσο γρήγορα το ελληνικό κράτος θα ξεπεράσει τον «κακό του εαυτό» . Δυστυχώς ,ακόμη και μετά από τρία μνημόνια ο φορολογικό σύστημα είναι ένα «καλειδοσκόπιο» που αλλάζει συνέχεια την εικόνα , η γραφειοκρατία παραμένει τεράστια, και κανείς δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν μπορεί να πιστοποιήσει με ακρίβεια τι είναι δημόσια και τις ιδιωτική περιουσία Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας βρίσκεται σε εμβρυακό επίπεδο διέπεται από ένα «νομικό φορμαλισμό» με υπερρύθμιση κάθε αντικειμένου ενός συνεχίζει να ασκείται με αλλοπρόσαλλες εγκυκλίους οι οποίες αλλάζουν κάποιες φορές το αρχικό νόημα του νόμου που υποτίθεται ότι εξηγούν.