Τράπεζα της Ελλάδος: Προβλέψεις και “καμπανάκια” για οικονομία και θεσμούς
Διαβάζεται σε 11'
Tην ανάγκη για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς – στοιχείο καθοριστικό για τη σταθερότητα της οικονομίας και την ανθεκτικότητα απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις επισημαίνει η ΤτΕ.
- 09 Απριλίου 2025 08:50
Πιθανές διαταράξεις στην αντιπληθωριστική προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών ενδέχεται να επιβραδύνουν ή και να αναστείλουν τον κύκλο μείωσης των επιτοκίων, επιδεινώνοντας τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και την αναπτυξιακή δυναμική και επιτείνοντας την αβεβαιότητα αναφέρει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2024, που δημοσιοποιήθηκε χθες, Τρίτη (08/04).
Όπως αναφέρεται, το 2024 ξεκίνησε η διαδικασία ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, με τη σταδιακή μείωση των βασικών επιτοκίων από πολλές κεντρικές τράπεζες. Ωστόσο, η χάραξη νομισματικής πολιτικής το 2025 έχει να αντιμετωπίσει ένα περιβάλλον αυξημένης πολυπλοκότητας, λόγω των διαφοροποιημένων εξελίξεων στον πληθωρισμό και την ανάπτυξη μεταξύ των χωρών. Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν τις επιπτώσεις των εμπορικών εντάσεων και των δασμών στις τιμές της ενέργειας και των αγαθών. Τυχόν αυξανόμενη διαφοροποίηση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των μεγάλων οικονομιών μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές προσαρμογές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τη διεθνή ροή κεφαλαίων.
Ταυτόχρονα, μια παρατεταμένη περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να πλήξει ευάλωτους τομείς της οικονομίας αναφέρει η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα. Σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον, καθίσταται κρίσιμη η διασφάλιση της αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής, διατηρώντας παράλληλα την απαραίτητη ευελιξία και ετοιμότητα για έγκαιρη προσαρμογή της κατεύθυνσής της, με στόχο τη μείωση της αβεβαιότητας και την ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας. Σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και θετικές επιδόσεις.
Οι προβλέψεις
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνοδευθεί από μια μικρή περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 9,9%.
Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρώς το 2025 στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερός. Ανοδική πίεση στις τιμές θα προέλθει κυρίως από την επιστροφή του ενεργειακού πληθωρισμού σε θετικά επίπεδα, καθώς και από την αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. Αντίθετα, αποκλιμάκωση προβλέπεται στον πληθωρισμό των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να βελτιωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.
Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, φθάνοντας στο 144,4% του ΑΕΠ.
Η νομισματική πολιτική το 2025 αναμένεται να γίνει σταδιακά λιγότερο περιοριστική, καθώς τα επιτόκια πολιτικής θα συνεχίσουν να μειώνονται. Ο πληθωρισμός σε επίπεδο ευρωζώνης έχει πλέον προσεγγίσει σημαντικά το στόχο του 2% και οι προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι η τάση αυτή είναι διατηρήσιμη και συμβατή με τη σταθερότητα των τιμών. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ παραμένει επιφυλακτική, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις της θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στα εκάστοτε διαθέσιμα δεδομένα και στην πορεία του πληθωρισμού, διασφαλίζοντας την ομαλή προσαρμογή της οικονομίας της ευρωζώνης στη νέα νομισματική πραγματικότητα.
Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας
Όπως αναφέρεται, οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία το 2025 είναι σημαντικοί, εντείνοντας την αβεβαιότητα ως προς την πορεία της ανάπτυξης και του πληθωρισμού. Η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού – με αιχμή τις δασμολογικές πολιτικές των ΗΠΑ και τα αντίμετρα από βασικούς εμπορικούς εταίρους τους – αποτελούν τις βασικές εστίες αβεβαιότητας. Η πρόσφατη κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου από τις ΗΠΑ με την ανακοίνωση της επιβολής δασμών σε μεγάλο αριθμό χωρών αναμένεται να εντείνει τις διαταράξεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Οι εξελίξεις αυτές απειλούν την ανθεκτικότητα των οικονομιών, περιορίζοντας το διεθνές εμπόριο και επιδεινώνοντας τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και τις επενδύσεις, ενώ αυξάνουν τον κίνδυνο νέων πληθωριστικών πιέσεων και αναμένεται να επιβραδύνουν την παγκόσμια ανάπτυξη.
Στην οικονομία της ευρωζώνης, οι καθοδικοί κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: (1) οι παρατεταμένες γεωπολιτικές εντάσεις, που επηρεάζουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες και προκαλούν μεταβλητότητα στις τιμές της ενέργειας, (2) οι καθυστερημένες επιπτώσεις από την προηγούμενη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, που ενδέχεται να περιορίσουν περισσότερο την κατανάλωση και τις επενδύσεις, (3) η δημοσιονομική προσαρμογή σε ορισμένα κράτη-μέλη, που θα μπορούσε να επιβραδύνει τη ζήτηση, (4) οι δασμολογικές πολιτικές των ΗΠΑ, που ενδέχεται να πλήξουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, ιδίως σε κρίσιμους βιομηχανικούς κλάδους, και (5) οι μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα και οι δημογραφικές προκλήσεις.
Οι αποκλίνουσες προοπτικές για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη μεταξύ των χωρών εντείνουν την αβεβαιότητα και καθιστούν τη χάραξη νομισματικής πολιτικής πιο σύνθετη. Τυχόν νέα αναζωπύρωση του πληθωρισμού ή των πληθωριστικών προσδοκιών ενδέχεται να επιβραδύνει ή και να ανακόψει τη διαδικασία ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, επιδεινώνοντας τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και την αναπτυξιακή δυναμική. Από την άλλη πλευρά, μια παρατεταμένη περιοριστική κατεύθυνση ασκεί πιέσεις σε ευάλωτους τομείς της οικονομίας. Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η μεταβλητότητα στις αγορές και η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων στη ζώνη του ευρώ καθιστούν τις χρηματοδοτικές συνθήκες ακόμη πιο περιοριστικές. Επιπλέον, τυχόν αυξανόμενη διαφοροποίηση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των μεγάλων οικονομιών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και στις διεθνείς ροές κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, ο παγκόσμιος κύκλος νομισματικής πολιτικής αναμένεται να είναι λιγότερο συγχρονισμένος, καθώς οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να εξισορροπήσουν την επιδίωξη του στόχου για τον πληθωρισμό με τη διαχείριση των επιπτώσεων στο κόστος ενέργειας και των εισαγωγών αγαθών από τις εμπορικές εντάσεις και την επιβολή νέων δασμών. Σε αυτό το περιβάλλον αυξημένης πολυπλοκότητας, η διατήρηση της αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής προϋποθέτει ευελιξία και ετοιμότητα για έγκαιρη αναπροσαρμογή της κατεύθυνσής της, ώστε να περιοριστεί η αβεβαιότητα και να διασφαλιστεί η μακροοικονομική σταθερότητα.
Για την ελληνική οικονομία, η βασική πρόκληση παραμένει η διατήρηση ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης και η επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης προς το μέσο όρο της ΕΕ. Πέρα από τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς κινδύνους, πρόσθετες αβεβαιότητες αποτελούν: (1) ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην απορρόφηση και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, (2) η αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των φυσικών καταστροφών λόγω της κλιματικής κρίσης και (3) η εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και οι υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις.
Προτάσεις πολιτικής
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των παραπάνω προκλήσεων, απαιτείται μια συνεκτική στρατηγική οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στη μεταρρυθμιστική συνέπεια, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικής.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με διαχρονικές αδυναμίες (όπως η απονομή δικαιοσύνης), αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και την προσέλκυση νέων κεφαλαίων. Παρεμβάσεις που περιορίζουν τη γραφειοκρατία, επιταχύνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και προωθούν τον ανταγωνισμό μπορούν να βελτιώσουν ουσιαστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον. Παράλληλα, είναι κρίσιμη η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη μείωση του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και συνολικά τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας. Η επένδυση στην έρευνα, την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι καθοριστική για την ανάσχεση της μακροχρόνιας πτώσης της παραγωγικότητας. Τέλος, η περαιτέρω διεύρυνση της εξωστρέφειας της οικονομίας – με αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών – θα συμβάλει στη σταδιακή διόρθωση των διαρθρωτικών ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες, προκειμένου να μη διαταραχθεί η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα των νέων και των γυναικών, στην ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης και στη συνεχή αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Παράλληλα, απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης για τους μακροχρόνια ανέργους, καθώς και κίνητρα για την ενσωμάτωση και προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών. Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης η αντιστοίχιση των δεξιοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς, η αντιστροφή του “brain drain”, αλλά και η επανένταξη και η παραμονή περισσότερων εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού προσφέρει στην Ελλάδα μια στρατηγική ευκαιρία για την ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και της παραγωγικής της βάσης. Μέσω της κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, η χώρα μπορεί να επωφεληθεί ουσιαστικά, υπό την προϋπόθεση ενεργού συμμετοχής της σε διεθνή σχήματα συμπαραγωγής. Αυτό θα συμβάλει τόσο στην ενίσχυση της αυτάρκειας όσο και στην τόνωση των εξαγωγών. Παράλληλα, οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να κατευθύνονται σε καλά σχεδιασμένες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα − σε υποδομές, ενέργεια, έρευνα και καινοτομία − ώστε να ενισχύονται και άλλοι κλάδοι της οικονομίας. Με τον τρόπο αυτό, η αξιοποίηση των κονδυλίων για την άμυνα μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια πιο ισχυρή και ανθεκτική παραγωγική βάση.
Η εμπειρία των τελευταίων κρίσεων ανέδειξε την ανάγκη για πιο ανθεκτικά δημόσια οικονομικά και για συνεπή άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Για την Ελλάδα, η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η συμμόρφωση με το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι κομβικής σημασίας. Βασικές προτεραιότητες παραμένουν η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και η δημιουργία ικανών αποθεμάτων ασφαλείας διαχρονικά. Παράλληλα, απαιτείται περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης – με εντατικότερες προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής – ώστε να ενισχυθεί η φορολογική δικαιοσύνη.
Τέλος, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συνδέονται άμεσα με την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωζώνης – κάτι που προϋποθέτει την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τον αποτελεσματικότερο συντονισμό των πολιτικών. Οι τρέχουσες διεθνείς ανατροπές αποτελούν για την Ευρώπη, εκτός από απειλή, μια κλήση αφύπνισης. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών – στο πλαίσιο της στρατηγικής για την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων – καθώς και η διαμόρφωση μιας συνεκτικής στρατηγικής για τη Δημοσιονομική Ένωση είναι κρίσιμες προτεραιότητες. Την ανάγκη αυτή υπογραμμίζουν τόσο η έκθεση Draghi για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης όσο και η έκθεση Letta για τη βάθυνση της ενιαίας αγοράς. Στην ίδια κατεύθυνση, η “Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας” της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσφέρει συγκεκριμένο πλαίσιο δράσεων – από την απλοποίηση κανονισμών και την ενίσχυση της καινοτομίας έως την αύξηση της χρηματοδότησης και τη στήριξη της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι απαραίτητες για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, να διασφαλιστεί η συνοχή και να ενδυναμωθεί η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και ρευστό διεθνές περιβάλλον.
Οι θεσμοί
Η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια δεν αποτυπώνεται μόνο στους μακροοικονομικούς δείκτες. Εξίσου σημαντική είναι η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε θεσμικό επίπεδο, η οποία αποτέλεσε πρόσθετο παράγοντα για τις αναβαθμίσεις της οικονομίας. Η ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, η βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου, καθώς και η πρόοδος στην καταπολέμηση της διαφθοράς, στήριξαν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ικανότητα της χώρας να υλοποιεί αξιόπιστες πολιτικές και να προσελκύει επενδύσεις.
Παρ’ όλα αυτά, η κατάταξη της Ελλάδος σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει χαμηλή, ιδίως όσον αφορά στο κράτος δικαίου, την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης και την προβλεψιμότητα της εφαρμογής των νόμων. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς – στοιχείο καθοριστικό για τη σταθερότητα της οικονομίας και την ανθεκτικότητα απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς αποτελούν προϋποθέσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής ευημερίας. Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, συνεχίζοντας την πορεία σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα. Η διατήρηση της πολιτικής βούλησης για εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι κλειδί για να μετατρέψουμε τις κρίσεις σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της και να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία.