Τράπεζες: Ενημερώνουν τον SSM για την πορεία των κόκκινων δανείων
Οι Τράπεζες υποβάλουν μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου τα επικαιροποιημένα πλάνα μείωσης των κόκκινων δανείων τα οποία θα περιλαμβάνουν και μια πρώτη εκτίμηση της επίδρασης της κρίσης του κορονοϊού στο πιστωτικό σύστημα.
- 04 Σεπτεμβρίου 2020 06:24
Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου θα υποβληθούν στον SSM από τις διοικήσεις των συστημικών τραπεζών τα επικαιροποιημένα τριετή επιχειρησιακά πλάνα μείωσης των κόκκινων δανείων, τα οποία θα λαμβάνουν υπ’ όψιν όλες τις συναλλαγές που θα έχουν έως τότε ολοκληρωθεί αλλά και μια πρώτη εκτίμηση της επίδρασης της κρίσης του κορονοϊού στις ενήμερες μέχρι και τον Μάρτιο του 2020 χορηγήσεις.
Αναμφίβολα, η δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μόνο εύκολη δεν θα είναι. Ακόμα κι αν όλα πάνε καλά και ολοκληρωθούν οι προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις από τις τράπεζες στις αρχές του 2021, το απόθεμα των κόκκινων δανείων στα χαρτοφυλάκιά τους θα κινείται γύρω από τα επίπεδα των 35 δια ευρώ.
Οι μέχρι στιγμής εκτιμήσεις των τραπεζών για τα νέα “κόκκινα” δάνεια που θα αφήσει πίσω της η κρίση του κορονοϊού κάνουν λόγο για ποσό της τάξεως των 8-11 δισ. ευρώ. Με πρώτο κρίσιμο την πορεία του τουρισμού, η εικόνα θα αποκρυσταλλωθεί το α’ τρίμηνο του 2021, όταν θα έχουν λήξει τόσο τα μορατόρια που έχουν συνάψει οι τράπεζες με επιχειρήσεις και νοικοκυριά όσο και η επιδότηση των δόσεων στεγαστικών δανείων για δανειολήπτες που έχουν πληγεί από την πανδημική κρίση.
Το παραπάνω τοπίο θα παρακολουθείται στενά και από τον SSM, ο οποίος έχει θέσει στις τράπεζες δύο συν έναν στόχους: από τη μία πλευρά α) να συγκρατήσουν τη δημιουργία νέων “κόκκινων” δανείων και β) να συνεχίσουν και να επιταχύνουν τις προσπάθειες για τη μείωση του υφιστάμενου στοκ των NPLs και από την άλλη πλευρά να προχωρήσουν άμεσα και δυναμικά σε νέες χορηγήσεις στην πραγματική οικονομία.
Η υποχρέωση για τις ελληνικές τράπεζες να μην υπάρξει εφησυχασμός στη μείωση του υφιστάμενου όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων, που ανέρχονται σε 60,9 δισ. ευρώ, είναι παραπάνω από δεσμευτική, αφού τα ποσοστά των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα απέχουν ακόμη παρασάγγας από τον μέσο όρο NPLs στην Ευρώπη, που κινείται στο 3,5%.
Ο Σεπτέμβριος θα δώσει το στίγμα για το πού βαδίζουν οι τράπεζες και η οικονομία, καθώς θα συμπληρωθεί ένα εξάμηνο από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού, συμπεριλαμβανομένου του β’ τριμήνου του έτους, στο οποίο υπολογίζεται ότι θα σημειωθεί και η μεγαλύτερη ύφεση.
Αν και αυτό αποτελεί μια εκτίμηση που θα κριθεί από την εξέλιξη που θα έχει η πανδημία, το βασικό μέχρι στιγμής σενάριο λέει ότι η κατάσταση στην οικονομία θα αρχίσει να βελτιώνεται κυρίως, στο δ’ τρίμηνο του έτους, με προοπτική ισχυρής ανάκαμψης το 2021.
Λελογισμένες κεφαλαιακές ανάγκες
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, ανεξάρτητα από το μοντέλο αποκλιμάκωσης του ποσοστού των επισφαλειών σε μονοψήφια επίπεδα που θα υιοθετηθεί, θα χρειαστούν φρέσκα κεφάλαια για να καλύψουν το επιπρόσθετο κόστος που θα προκύψει.
Όπως εκτιμούν, το ύψος των σχετικών κεφαλαιακών αναγκών θα μπορούσε να κινηθεί μεταξύ 5 και 10 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται ταυτόχρονα με την εφαρμογή του νέου εργαλείου της Τράπεζας της Ελλάδος το 2021, εφόσον οι συνθήκες στις αγορές το επιτρέψουν, οι ελληνικές τράπεζες να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου, που θα σηματοδοτήσουν τη σύγκλησή τους με την υπόλοιπη Ευρώπη ως προς τα κόκκινα δάνεια.
Πρόκειται για κεφαλαιακές ανάγκες που σε καμία περίπτωση δεν τρομάζουν τις τράπεζες καθώς εκτιμούν ότι η συνολική κατάσταση του ελληνικού πιστωτικού συστήματος είναι τέτοια την δεδομένη χρονική στιγμή που θα του επιτρέψει να αναζητήσει σχετικά εύκολα από τις αγορές το ύψος των παραπάνω κεφαλαίων.
Θωρακίζονται με προβλέψεις
Την ίδια στιγμή οι τραπεζικές διοικήσεις είναι έτοιμες να θυσιάσουν την οργανική κερδοφορία της εφετινής αλλά και των δύο επόμενων χρήσεων στον βωμό της κρίσης του κορωνοϊού και της αναπόφευκτης λόγω ύφεσης αύξησης των κόκκινων δανείων. Μπορεί να είναι νωρίς ακόμη για τη διατύπωση ασφαλών προβλέψεων για την πορεία της οικονομίας και κατ’ επέκταση των επισφαλειών, ωστόσο η επεξεργασία μακροοικονομικών σεναρίων έχει ήδη ξεκινήσει από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2020 έδειξαν την σαφή τάση που θα ακολουθήσουν, σε επίπεδο στρατηγικής, οι διοικήσεις των τραπεζών καθώς επέλεξαν να θωρακίσουν τους ισολογισμούς με νέες προβλέψεις, καίγοντας τουλάχιστον για το 2020 και το 2021 το μεγαλύτερο μέρος των προ φόρων κερδών, ώστε να χτίσουν άμυνες για παν ενδεχόμενο.
Οι τραπεζίτες σκοπεύουν η εγγραφή των απαραίτητων προβλέψεων να γίνει σταδιακά και όχι εφάπαξ σε μία χρονιά, καθώς η ισχύουσα νομοθεσία για την αναβαλλόμενη φορολογία δεν επιτρέπει την εμφάνιση ζημιών σε ετήσια βάση χωρίς την επιβάρυνση των ιδιωτών μετόχων (dilution).