Τράπεζες: Επενδύουν σε ομόλογα παρά σε δάνεια

Διαβάζεται σε 4'
Χρηματιστηριακό γράφημα (φωτογραφία αρχείου)
Χρηματιστηριακό γράφημα (φωτογραφία αρχείου) iStock

Αντί της χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών για την αύξηση των εσόδων τους οι τράπεζες επιλέγουν να επενδύουν τη ρευστότητά τους σε κρατικά ομόλογα όπου επιτυγχάνουν σημαντικές αποδόσεις αποφεύγοντας τον πιστωτικό κίνδυνο.

Σε πλήρη αδυναμία να αξιοποιήσει την αυξημένη ρευστότητα που διαθέτει προς όφελος της πραγματικής οικονομίας με αύξηση των νέων δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, εξακολουθεί να βρίσκεται το εγχώριο πιστωτικό σύστημα.

Όπως αναδεικνύουν τα στοιχεία των ισολογισμών των τραπεζών, όπως αυτά αποτυπώνονται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος οι διοικήσεις των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων εξακολουθούν για μια ακόμη χρονιά να επενδύουν σε ομόλογα διπλάσια ποσά απ’ ότι σε χορηγήσεις δανείων.

Τραπεζικές πηγές εξηγούν από την πλευρά τους ότι “απουσία ικανού αριθμού αξιόχρεων επιχειρήσεων, επαγγελματιών και ιδιωτών οι τράπεζες επιλέγουν να επενδύουν την ρευστότητά τους σε κρατικά ομόλογα όπου επιτυγχάνουν σημαντικές αποδόσεις αποφεύγοντας τον πιστωτικό κίνδυνο“.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, στο πρώτο εξάμηνο του 2024, αν και σημειώνεται αύξηση του υπολοίπου δανείων κατά 1,8 δισ. ευρώ, αυτή υπολείπεται κατά πολύ των επενδύσεων που πραγματοποίησαν οι τράπεζες σε χρεόγραφα, κυρίως κρατικά και εταιρικά ομόλογα, οι οποίες ήταν σχεδόν διπλάσιες και ανήλθαν στα 3,76 δισ. ευρώ.

Αν και η κατάσταση την εφετινή χρονιά είναι σημαντικά βελτιωμένη σε σχέση με το 2023 όπου τα υπόλοιπα δανείων (μετά από προβλέψεις) υποχώρησαν κατά -2,44 δισ. (καθώς οι αποπληρωμές δανείων ήταν μεγαλύτερες των νέων χορηγήσεων) και οι επενδύσεις των τραπεζών σε χρεόγραφα ανήλθαν στα 9,9 δισ. ευρώ εντούτοις παραμένει άκρως προβληματική και αναδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την αδυναμία του πιστωτικού συστήματος να μετατρέψει την αυξημένη ρευστότητα που έχει συσσωρεύσει σε νέα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Το γεγονός μάλιστα που ανησυχεί ιδιαίτερα την αγορά είναι ότι η συγκεκριμένη στρατηγική επιλογή από πλευράς των τραπεζών λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο όπου η ελληνική οικονομία καταγράφει σταθερά τα τελευταία χρόνια θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και μάλιστα όταν “πάνω στο τραπέζι” βρίσκονται προς αξιοποίηση μεγάλη γκάμα ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων και πιο συγκεκριμένα για τις μεν επιχειρήσεις το Ταμείο Ανάπτυξης και το ΕΣΠΑ για τα δε νοικοκυριά το κρατικό πρόγραμμα “Σπίτι Μου”.

Σημειώνεται ωστόσο ότι πρόκειται για κατάσταση που δεν αγγίζει τις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, οι οποίες είναι και οι μόνες που, στην πράξη, έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.

Για τη διαμορφωθείσα αυτή κατάσταση τα “πυρά” προς τις διοικήσεις των τραπεζών, για αναποτελεσματικότητα και απροθυμία να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία είναι συχνά και πυκνά, μεταξύ άλλων και από την ίδια την κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο. Σημαντικό ρόλο έχει διαδραματίσει και ο περιορισμένος ανταγωνισμός στην ελληνική τραπεζική αγορά, αποτέλεσμα της υπερβολικής συγκέντρωσης δυνάμεων που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης με την Eurobank, Εθνική, Πειραιώς και Alpha να απορροφούν σχεδόν το σύνολο των τραπεζών που δραστηριοποιούνταν στη χώρα.

Η απάντηση των τραπεζών

Οι Έλληνες τραπεζίτες από την πλευρά τους δεν αφήνουν αναπάντητη την κριτική που δέχονται κάνοντας, με κάθε ευκαιρία, πρωτίστως λόγο για την ύπαρξη περιορισμένης ζήτησης από πλευράς νοικοκυριών αλλά και μεσαίων επιχειρήσεων.

Στα επιχειρήματα που εμποδίζουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων στο τραπεζικό σύστημα προσθέτουν ακόμη – και εδώ συμφωνεί και η κυβέρνηση – και μια σειρά από ουσιαστικούς λόγους, όπως το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και τη μεγάλη έκταση φοροδιαφυγής, κυρίως στους ελεύθερους επαγγελματίες, όπου η μεγάλη πλειοψηφία δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα.

Όπως εξηγούν τραπεζικές πηγές σε αντίθεση με το παρελθόν όταν και οι τράπεζες δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στα επίσημα φορολογικά στοιχεία για την αξιολόγηση των δανειοληπτών, σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει καθώς υιοθετούνται αυστηροί κανόνες και απαιτήσεις, ενώ οι εποπτικοί έλεγχοι είναι διαρκείς και συστηματικοί. Πρακτικά, δεν μπορούν να δώσουν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά που δεν δηλώνουν στις φορολογικές αρχές τα πραγματικά εισοδήματά τους.

Οι πόρτες των τραπεζών είναι επίσης κλειστές και για ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που τα προηγούμενα χρόνια βρέθηκαν στις λίστες της Τειρεσίας καθώς και για όσες και όσα θεωρούν ότι υπάρχουν αυξημένα ποσοστά να αθετήσουν στο άμεσα μέλλον τις υποχρεώσεις τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρώτο εξάμηνο το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μεγάλων επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε 2,6% ενώ στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στο 10,6% και στους επαγγελματίες και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις στο 21,9%.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα