Τράπεζες: Περνούν τον πήχη των πανευρωπαϊκών stress tests
Την Παρασκευή ανακοινώνονται τα αποτελέσματα του stress tests της ΕΚΤ για τις ελληνικές τράπεζες. Περνάνε τον πήχη με την υποσημείωση ότι αν διαπιστωθεί πτώση κεφαλαίων κάτω των ορίων θα ζητείται άμεσα κεφαλαιακή ενίσχυση. Τα κριτήρια και η σειρά κατάταξης.
- 26 Ιουλίου 2021 06:14
Στους ρυθμούς του πανευρωπαϊκού τεστ αντοχής (stress tests) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα αποτελέσματα του οποίου αναμένεται να ανακοινωθούν από τις τράπεζες επισήμως και αναλυτικά στις 30 Ιουλίου θα κινηθεί αυτή την εβδομάδα το εγχώριο πιστωτικό σύστημα.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή έχει σχεδόν ολοκληρώσει την ανταλλαγή στοιχείων και βρίσκεται στην τελική φάση της επεξεργασίας και των συμπερασμάτων, σύμφωνα με τα οποία και οι τέσσερις ελληνικές συστιμικές τράπεζες δεν θα έχουν πρόβλημα σε ότι αφορά στην κεφαλαιακή τους κατάσταση ακόμη και υπό τις ακραίες συνθήκες του δυσμενούς σεναρίου.
Όπως έχει ανακοινωθεί από την ΕΚΤ, λόγω της πανδημίας, τα stress test θα είναι «σχετικά χαλαρά» καθώς μέχρι τα τέλη του 2022, με απόφαση των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών έχει επιτραπεί στις τράπεζες να περιλαμβάνουν στον υπολογισμό των εποπτικών κεφαλαίων κατηγορίες κεφαλαίων που παλαιότερα δεν επιτρεπόταν.
Κεφαλαιακή ενίσχυση ανά πάση στιγμή
Σε κάθε περίπτωση, αν διαπιστωθεί ότι κάποια τράπεζα -συστημική ή μη- εμφανίζει πτώση των κεφαλαίων κάτω των ορίων, τότε θα ζητηθεί κεφαλαιακή ενίσχυση. Από τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία, τόσο από τις ελληνικές τράπεζες, όσο και από τις εποπτικές αρχές (ΤτΕ, EKT/SSM), οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, με δείκτες CET1 και συνολικών εποπτικών κεφαλαίων υψηλότερα από τα όρια.
Ωστόσο στις ανακοινώσεις τις Παρασκευής θα επισημαίνεται ότι για τις ελληνικές τράπεζες που έχουν 10πλάσιο στοκ κόκκινων δανείων από τις ευρωπαϊκές, έχουν και τον μικρότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (αν και αρκετά υψηλότερος από το όριο). Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν αρνητική κερδοφορία (τουλάχιστον μέχρι το πρώτο τρίμηνο), όταν στην υπόλοιπη ΕΕ πραγματοποιήθηκε οριακή αύξηση στα κέρδη.
Η σειρά κατάταξης
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο «βαθμός» με τον οποίο η κάθε τράπεζα περνά το stress test κρίνεται σε επίπεδο βασικών εποπτικών κεφαλαίων (Core Tier 1) και σε επίπεδο συνολικών κεφαλαίων (fully loaded). H κατάταξη των ελληνικών τραπεζών με το πρώτο κριτήριο αξιολόγησης αναδεικνύει, κατά τις πληροφορίες, στην πρώτη θέση την Alpha Bank και ακολούθως τις Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράεπζα Πειραιώς. Στη βάση της fully loaded αξιολόγησης η κατάταξη φαίνεται ότι διαμορφώνεται σε Eurobank, Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς.
Τα σενάρια
Υπενθυμίζεται ότι τα σενάρια της European Banking Authority με τα οποία στρεσαρίστηκαν οι ελληνικές τράπεζες προέβλεπαν βασικό σενάριο ανάπτυξης 4,2% το 2021, 4,8% το 2022 και 3,7% το 2023 και δυσμενές σενάριο ύφεση 1,8% το 2021, 2,5% το 2022 και ασθενική ανάπτυξη 0,7% το 2023.
Για την ανεργία, το βασικό σενάριο προέβλεπε ποσοστό 16,6% το 2021, 15,6% το 2022 και 13,9% το 2023, ενώ το δυσμενές 18,9% το 2021, 22,1% το 2022 και 22,2% το 2023.
Για τον πληθωρισμό, η πρόβλεψη του βασικού σεναρίου ήταν -0,1% το 2021, 0,6% το 2022 και 0,9% το 2023 και η πρόβλεψη του δυσμενούς σεναρίου -0,3% το 2021, 0,1% το 2022 και – 0,1% το 2023.
Για τα οικιστικά ακίνητα, το βασικό σενάριο προέβλεπε τιμές στο -1,5% για το 2021, στο 5,1% για το 2022 και στο 4,3% για το 2023 και το δυσμενές – 5,8%, – 3,1% και – 1,3% αντίστοιχα. Για τα εμπορικά ακίνητα, το βασικό σενάριο ήταν 0,3% αύξηση τιμών και για τα τρία έτη και το δυσμενές – 13,4% για το 2021, – 9,3% για το 2022 και – 3,4% για το 2023.
Η εικόνα της ΤτΕ
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΤτΕ στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2020 – 2021, το α΄ τρίμηνο του 2021 τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση για τις ελληνικές τράπεζες υποχώρησαν ελαφρώς σε σύγκριση με το 2020, αλλά παρέμειναν σε ικανοποιητικό επίπεδο (13,6% και 15,6% αντίστοιχα στο τέλος Μαρτίου του 2021). Ωστόσο, υπολείπονται πλέον του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 11,8% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%. Περίπου το 65% των κεφαλαίων CET1 των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου.
Η περίπτωση της Attica Bank
Σύμφωνα με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, η εποπτεία διαπιστώνει μέχρι στιγμής τα εξής:
Πρώτον, ορισμένες μη συστημικές τράπεζες δεν φαίνεται να ακολουθούν τη γενικότερη δυναμική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως ισχύει για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι οποίες προβλέπουν μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022.
Δεύτερον, προβληματισμό δημιουργούν τα σχετικά αδύναμα μεγέθη κεφαλαιακής επάρκειας ορισμένων μη συστημικών τραπεζών.
Ήδη, για τη μία από τις μη συστημικές τράπεζες, την Attica Bank, έχουν προχωρήσει οι διαδικασίες για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ύστερα από την ενεργοποίηση του νόμου περί αναβαλλόμενης φορολογίας, τη δημοσίευση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, και τις εγκρίσεις από τη γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα αναμένεται ο υπολογισμός του ύψους απαίτησης υπέρ του Δημοσίου από τη φορολογική αρχή και στη συνέχεια θα ακολουθήσει η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση υπολογίζεται γύρω στα 130-150 εκατ. ευρώ, ενώ η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου εκτιμάται ότι θα κινηθεί άνω των 200 εκατ. ευρώ με την είσοδο ιδιώτη στρατηγικού επενδυτή μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Οι υπόλοιπες μη συστημικές
Σε ό,τι αφορά στις υπόλοιπες μη συστημικές τράπεζες (Optima, Vivabank, και συνεταιριστικές), η προσοχή των εποπτικών αρχών εστιάζεται στο ύψος και στην ποιότητα των κεφαλαίων τους. Στο ύψος των κεφαλαίων αναλύεται η χρήση και ο υπολογισμός κάθε κατηγορίας κεφαλαίων για τα εποπτικά κεφάλαια, το κόστος κινδύνου και οι προβλέψεις. Στην ποιότητα των κεφαλαίων εξετάζεται το ύψος των κόκκινων δανείων, η αποτελεσματικότητα στη μείωσή τους. Η αποτελεσματικότητα στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λαμβάνει τόσο την αξία της μείωσης όσο και την επίπτωση που έχει η διαδικασία στα εποπτικά κεφάλαια και το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας. Σε όλα αυτά, οι προβλέψεις για κινδύνους συνδέουν τις ανάγκες για κεφάλαια και επηρεάζουν την κερδοφορία.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις