Τράπεζες: Πώς θα παίξουν “άμυνα” απέναντι στους δασμούς Τραμπ
Διαβάζεται σε 5'
Η ΤτΕ ανησυχεί ότι η ταχύτερη αποκλιμάκωση των επιτοκίων του Ευρω θα μειώσει τα καθαρά κέρδη των τραπεζών και απειλεί τα επιχειρησιακά πλάνα της 3ετίας. Συστάσεις για νέο αλλαγή στρατηγικής στο νέο περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων.
- 10 Απριλίου 2025 06:56
Σε κατάσταση συναγερμού, λόγω των τελευταίων εξελίξεων στο διεθνές περιβάλλον με την επιβολή των δασμών Τράμπ στις εισαγωγές, έθεσε την Τρίτη το εγχώριο πιστωτικό σύστημα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Η αβεβαιότητα έχει επιστρέψει εκ νέου στο διεθνές περιβάλλον, τόνισε ο Διοικητής και προσθέτει ότι πλέον οι εξελίξεις επηρεάζουν και τον εγχώριο τραπεζικό τομέα, καθιστώντας κρίσιμη τη διατήρηση της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών».
Συγκεκριμένα η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί δεδομένη τη μείωση στα καθαρά έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών, όσο θα συνεχίζεται η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Αρχικά τα επιχειρησιακά πλάνα των τεσσάρων συστημικών ομίλων προέβλεπαν διαμόρφωση του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στο 2% μέχρι το τέλος της εφετινής χρονιάς. Ωστόσο μετά το ξέσπασμα του εμπορικού πολέμου σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της νέας δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ, είναι πλέον πολύ πιθανό το σενάριο ταχύτερης αποκλιμάκωσης των παρεμβατικών της δεικτών, τονίζει ο κ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρκετών αναλυτών, η Ευρωτράπεζα θα προχωρήσει σε περικοπή τους κατά 25 μονάδες βάσης την ερχόμενη εβδομάδα, για να ακολουθήσει μία ακόμη κίνηση ίδιου μεγέθους προς την ίδια κατεύθυνση στη συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου τον Ιούνιο. Για τη συνέχεια πιθανολογείται η διατήρηση των επιτοκίων στο 2% μέχρι και το Σεπτέμβριο, οπότε με βάση τα νέα οικονομικά στοιχεία και τις επικαιροποιημένες προβλέψεις για ανάπτυξη και πληθωρισμό, θα ληφθούν οι επόμενες αποφάσεις.
Δεν αποκλείεται πάντως, εάν ο δείκτης τιμών καταναλωτή συνεχίσει την καθοδική του πορεία και το μακροοικονομικό περιβάλλον επιδεινωθεί, να υπάρξει μία ακόμη προς τα κάτω αναπροσαρμογή του καταθετικού επιτοκίου της ΕΚΤ, στο 1,75%.
Πίεση στην κερδοφορία
Αναλυτικότερα στην Ετήσια Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ επισημαίνεται ότι η «με τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ, οι τράπεζες αναμένεται να προσαρμόσουν ανάλογα τα επιτόκια χορηγήσεων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των εσόδων τους από τόκους, ιδιαίτερα αν η προσαρμογή αυτή είναι συμμετρική με τις προηγούμενες αυξήσεις».
Παρά τη δυνητική αύξηση του υπολοίπου των δανείων, καθώς το χαμηλότερο κόστος δανεισμού ενθαρρύνει την πιστωτική επέκταση, «η μείωση των επιτοκιακών εσόδων ενδέχεται να υπερκαλύψει τα οφέλη από τη διεύρυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου». Αυτό μπορεί να δημιουργήσει πίεση στα λειτουργικά αποτελέσματα των τραπεζών. Σε αυτήν την περίπτωση το κόστος του χρήματος θα υποχωρήσει σε χαμηλότερα των παραδοχών των επιχειρησιακών σχεδιασμών τριετίας επίπεδα, που έχουν παρουσιάσει οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων, ενώ και η πιστωτική επέκταση δεν θα είναι αρκετή για να καλύψει τις απώλειες στο έντοκο εισόδημα, όσο το κόστος δανεισμού θα υποχωρεί.
Τι πρέπει να κάνουν
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους ώστε να αμβλύνουν την ευαισθησία των οικονομικών αποτελεσμάτων τους στο περιβάλλον μείωσης των επιτοκίων, να αξιοποιήσουν τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, να διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων τους και να διασφαλίσουν τη διατηρήσιμη κερδοφορία τους.
Κατ’ αρχάς οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν τις χορηγήσεις, ειδικά προς επιχειρήσεις, μέσω των διαθέσιμων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων, όπως ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Παράλληλα, η αύξηση των δανείων με σταθερό επιτόκιο σε μακροχρόνιο ορίζοντα μπορεί να συμβάλει στη σταθερότητα των τραπεζικών εσόδων, μειώνοντας την ευαισθησία τους σε μελλοντικές μεταβολές των επιτοκίων. Όπως τονίζει η ΤτΕ από μία τέτοια πολιτική δεν θα ωφεληθούν μόνο τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και οι δανειολήπτες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Επιπλέον, οι τράπεζες μπορούν να στραφούν σε άλλες πηγές οργανικής κερδοφορίας, όπως η προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων και οι επενδυτικές υπηρεσίες, προκειμένου να ενισχύσουν τα μη επιτοκιακά τους έσοδα. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται ήδη οι ελληνικές τράπεζες, με στόχο την αύξηση των εσόδων από τις συγκεκριμένες πηγές, τόσο με οργανικό τρόπο, όσο και μέσω εξαγορών.
Μέσω της στρατηγικής τους στοχεύουν στην αύξηση της συμμετοχής των εσόδων από προμήθειες στην οργανική τους κερδοφορία όσο το δυνατόν κοντύτερα στην περιοχή του 30%, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, από το 20% σήμερα.
Αυτές οι στρατηγικές, σε συνδυασμό με τη βελτιστοποίηση του λειτουργικού κόστους και την πιο αποδοτική διαχείριση του ενεργητικού τους, θα επιτρέψουν στις τράπεζες να διατηρήσουν την κερδοφορία τους παρά τις προκλήσεις που δημιουργεί η αποκλιμάκωση των επιτοκίων.
Η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών αποτελεί επίσης σημαντική πρόκληση για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Η αύξηση της κερδοφορίας τους θα συμβάλει στην ταχύτερη απομείωση των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (deferred tax credits – DTCs) και στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και, εντέλει, της δυνατότητάς τους να συνεχίσουν να παρέχουν χρηματοδότηση προς την πραγματική οικονομία.