“Βουνό” στέγαση και λογαριασμοί για τα νοικοκυριά

Διαβάζεται σε 6'
“Βουνό” στέγαση και λογαριασμοί για τα νοικοκυριά

Με βάση την Ευρωπαϊκή Έκθεση για τη Φτώχεια 2024 το ποσοστό κινδύνου φτώχειας, εξαιρουμένων των κοινωνικών μεταβιβάσεων, όπως οι συντάξεις και τα επιδόματα, είναι 48,2%.

Σημαντική πρόκληση για κάθε νοικοκυριό, ακόμη και για τα μεσαία στρώματα, αποτελεί η κάλυψη των αναγκών στέγασης αλλά και εξυπηρέτησης των λογαριασμών, όπως αυτών της ενέργειας, με βάση όσα καταγράφονται στην έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών του 2024 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το 2023), που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ.

Ουσιαστικά, περίπου ένας στους τρεις, Έλληνες έχουν δυσκολία να καλύψουν το κόστος στέγασης, ενώ ένας στους πέντε έχει πρόβλημα κάλυψης των λογαριασμών.

Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,9%, ενώ το ποσοστό για τον φτωχό και για τον μη φτωχό πληθυσμό είναι 88,9% και 14,2%, αντίστοιχα.

Επίσης, το 56,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ., ενώ για τον μη φτωχό πληθυσμό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 19,2%.

Οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 480 ευρώ, δηλώνει το 81,9% του φτωχού πληθυσμού και το 34,6% του μη φτωχού της χώρας. Ενώ, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το «ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις Ευρώπη 2030») ανέρχεται σε 14%.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών του 2024 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το 2023):

Η υλική και κοινωνική στέρηση το 2024 (δείκτης «Ευρώπη 2030») αυξήθηκε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2023 (13,5%) στο σύνολο του πληθυσμού. Προκύπτει μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών, η οποία ανέρχεται σε 1,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (13,9%) σε σχέση με το 2023 (15,6%). Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (12,8%) σε σχέση με το 2023 (12,3%). Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (14,4%) σε σχέση με το 2023 (13,5%).

Με βάση τα στοιχεία, διαπιστώνεται κυρίως η οικονομική αδυναμία του πληθυσμού να αντικαταστήσουν τα φθαρμένα έπιπλα (56,5%), να πληρώσουν το ενοίκιο ή δόση δανείου ή πάγιους λογαριασμούς (42,8%), να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες (43,9%) και να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπών (46,0%).

Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 27% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 24,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 36,9% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2024 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 40,9% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 36,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 56,7% για τον φτωχό πληθυσμό.

Το 34,4% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι στερείται διατροφήςπουπεριλαμβάνεικάθεδεύτερηημέρακοτόπουλο,κρέας,ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 5,6%.

Το 81,9% του φτωχού πληθυσμού και το 34,6% του μη φτωχού δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 480 ευρώ.

Το 74,8% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 39%.

Το 43,6% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 13%.

Το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,9%, ενώ το ποσοστό για τον φτωχό και για τον μη φτωχό πληθυσμό είναι 88,9% και 14,2%, αντίστοιχα.

Το 36,3% του πληθυσμού που έχει λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 49,6% για τον φτωχό πληθυσμό και σε 33,1% για τον μη φτωχό πληθυσμό.

Το 56,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ., ενώ για τον μη φτωχό πληθυσμό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 19,2%.

Το 77% του φτωχού πληθυσμού και το 25,4% των μη φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.

Ποσοστό 20,2% του πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω θορύβου από τους γείτονες ή τον δρόμο.

Η Ευρωπαϊκή Έκθεση για τη Φτώχεια 2024

Αξίζει να σημειωθεί ότι, με βάση την Ευρωπαϊκή Έκθεση για τη Φτώχεια 2024, που δημοσίευσε πριν λίγες μέρες το Ελληνικό Δίκτυο για την καταπολέμηση της φτώχειας, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας, εξαιρουμένων των κοινωνικών μεταβιβάσεων, όπως οι συντάξεις και τα επιδόματα, είναι 48,2%. Χωρίς συντάξεις ο κίνδυνος αυξάνεται κατά 23,5% και χωρίς επιδόματα αυξάνεται κατά 5,1%.

Αυτά τα ευρήματα τονίζουν τον σημαντικό ρόλο των επιδομάτων και των συντάξεων, που συνολικά μειώνουν τον κίνδυνο φτώχειας κατά 28,6%.

Τα νοικοκυριά που κινδυνεύουν από φτώχεια υπολογίζονται σε 826.639 σε σύνολο 4.304.193 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.929.761 από το σύνολο των 10.202.862 ατόμων στον εκτιμώμενο πληθυσμό της χώρας που ζουν σε ιδιωτικό νοικοκυριά.

Ο κίνδυνος φτώχειας μετά από κοινωνικές μεταβιβάσεις για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται στο 21,8%, σημειώνοντας μείωση 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (22,4%), ενώ για τις ηλικιακές ομάδες 18-64 ετών και 65 ετών και άνω, ανέρχεται σε 18,6% (18,9% το 2022) και 17,6% (15,8% το 2022), αντίστοιχα.

Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με όρια διαφορετικά από το 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου μιας χρήσης εισόδημα, έχει ως εξής: 6,5% εάν το όριο οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, 11,6% εάν το όριο οριστεί στο 50% και 25,1% εάν το όριο οριστεί στο 70%, αντίστοιχα.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs), με 15 στους 17 δείκτες κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτοί οι δείκτες επικεντρώνονται κυρίως σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά βιωσιμότητα. Μεταξύ των βασικών προκλήσεων είναι η επαρκής διατροφή (SDG 2), η πρόσβαση σε καθαρό νερό και η αποχέτευση (SDG 6), βιώσιμες πόλεις (SDG 11), υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή (SDG 12) και δράση για το κλίμα (SDG 13).

Η ανισότητα στην υγεία (SDG 3) και το φύλο (SDG 5) παραμένει σημαντική, ενώ η μακροοικονομική σταθερότητα (SDG 16) παραμένει αδύναμος.

Παρά τη μείωση των ποσοστών φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού το 2022 και το 2023, η χώρα υστερεί σε σχέση με την ευρωπαϊκή μέσος. Παραμένουν σημαντικές προκλήσεις, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, όπου τα επίπεδα φτώχειας και ανισότητας είναι υψηλότερα.

Το σύστημα κοινωνικής προστασίας, παρά τις βελτιώσεις, παραμένει ανεπαρκές.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα