“Ξεμένουν” από εισόδημα 6 στα 10 νοικοκυριά

Διαβάζεται σε 6'
Δεν φτάνει το εισόδημα για πάνω από τα μισά νοικοκυριά
Δεν φτάνει το εισόδημα για πάνω από τα μισά νοικοκυριά SOOC

H ανισότητα μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα έναντι των νοικοκυριών υψηλότερου εισοδήματος διευρύνθηκε περαιτέρω με βάση την ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών 2023 (12η κατά σειρά).

Η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 2023, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον έχουν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) εκτιμά ότι η κατάστασή του θα επιδεινωθεί το 2024, με βάση τα όσα αναφέρει η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.

Όπως τονίζεται, “πέρα από τις χαμηλές προσδοκίες που δημιουργεί η πληθωριστική κρίση, οι βασικές αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά με βάση τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι οι εξής:

Διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα. Συγκεκριμένα, το 32,9% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα έως 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2023, έναντι 15,3% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 51,4% που δήλωσε ότι παρέμεινε το ίδιο. Στον αντίποδα, το 30,3% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 12,1% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 57,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε το ίδιο.

Ανάλογα ευρήματα είχαν καταγραφεί και στις αντίστοιχες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που διεξήχθησαν μετά την εκδήλωση της πανδημίας. Η συνεχιζόμενη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων φαίνεται ότι αρχίζει να λαμβάνει μόνιμα χαρακτηριστικά. Και τούτο γιατί συνεχίζει να επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η πλειονότητα των νοικοκυριών δήλωσε ότι χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τα αναγκαία (51,8%). Επιπλέον, σταθερά υψηλό και μάλιστα αυξημένο σε σχέση με την περσινή χρονιά είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (15%). Το ποσοστό, μάλοστα, είναι αυξημένο σε σχέση με το ποσοστό της αντίστοιχης έρευνας του 2022 (11,9%). Σε εισοδηματική επισφάλεια, δε, συνεχίζει να βρίσκεται ένα υψηλό ποσοστό νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, στο ενδεχόμενο ενός έκτακτου αλλά απολύτως αναγκαίου εξόδου της τάξης των 500 €, το 18,1% δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ενώ το 41,6% θα κάλυπτε αυτήν τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.

infographic_eisodima_2023

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα έχει ετήσιο εισόδημα έως 18.000 €. Με δεδομένο τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών/ατομικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα θα φορολογηθεί για εισοδήματα που δεν έχει, κάτι που όπως είναι επόμενο θα επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημά του. Μάλιστα, για το 58,3% αυτών των νοικοκυριών τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι και η μοναδική πηγή εισοδήματος.

Η δεύτερη σημαντική επίπτωση της συνεχιζόμενης ακρίβειας αφορά στη μείωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των νοικοκυριών. Αυτό προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας σχετικά με τη μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών. Είναι μάλιστα τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Συγκεκριμένα, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες. Το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ από το 2018, έτος που περιλήφθηκε ο συγκεκριμένος δείκτης.

Σε δυσμενέστερη θέση φαίνεται ότι βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 65,1% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επιπλέον, το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα και για το 68% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ετήσιο εισόδημα έως 18.000 €. Σταθερά συντριπτικό παραμένει, επίσης, το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατεί να αποταμιεύσει. Συγκεκριμένα, πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (84,8%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.

Η τρίτη σημαντική επίπτωση αφορά στις ληξιπρόθεσμες οφειλές των νοικοκυριών προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) και τις τράπεζες. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας έχουν αυξηθεί τα νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες σε σχέση με το 2022. Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 5 νοικοκυριά (21,7%) δήλωσε πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Περίπου 1 στα 10 νοικοκυριά (9,6%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ από τα νοικοκυριά που έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο το 30% είτε καταβάλλει τις δόσεις συχνά με καθυστέρηση (20%), είτε έχει καθυστερημένες οφειλές για πάνω από 3 μήνες (10%).”

Όπως αναφέρει η μελέτη, “τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν την ανάγκη για δραστικές πολιτικές έναντι της συνεχιζόμενης ακρίβειας, οι οποίες θα αντιμετωπίσουν την οικονομική δυσπραγία και θα βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας ο βαθμός αξιολόγησης των μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας ήταν ιδιαίτερα χαμηλός από τα ελληνικά νοικοκυριά. Η συντριπτική πλειονότητα (80,6%) αξιολόγησε τα μέτρα της κυβέρνησης ως ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή. Ιδιαίτερη, μάλιστα, βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στο πεδίο του ελέγχου των τιμών, καθώς με βάση τα ευρήματα της έρευνας, μετά την αύξηση των μισθών και συντάξεων αποτελεί για πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά το καταλληλότερο μέτρο για τον περιορισμό των ανατιμήσεων.

Τέλος, σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά δήλωσε ως κατάλληλο μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας τη μείωση φόρων και τελών. Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι η εφαρμογή ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος παραμένει ακόμα ζητούμενο” τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ,

Ανισότητες, εισόδημα και οικονομική κατάσταση

Αναλυτικά, με βάση τα ευρήματα της έρευνας εισοδήματος 2023 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία MARC σε δείγμα 818 νοικοκυριών η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των νοικοκυριών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έναντι των νοικοκυριών υψηλότερου εισοδήματος διευρύνθηκε περαιτέρω.

  • Το 34,4% (31,2% το 2022) των νοικοκυριών με εισόδημα έως 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2023, έναντι 10,5% (15 3% το 2022) που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 50,1% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό (58,3% το 2022).
  • Στον αντίποδα, το 22% (18,7% το 2022) των νοικοκυριών με εισόδημα πάνω από 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 19,7% (18,7% το 2022) που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 58,4% (62,6% το 2022) που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Τα νοικοκυριά μάλιστα με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 € αποτελούν και τη μοναδική κατηγορία όπου το ισοζύγιο μεταξύ των νοικοκυριών που δήλωσαν μείωση (12,1%) εισοδήματος και εκείνων που δήλωσαν αύξηση (30,3%) είναι θετικό.
  • Σημειώνεται ότι με βάση τα ευρήματα της έρευνας το 73,3% των νοικοκυριών διαβιοί με ετήσιο εισόδημα έως 25.000 €, έναντι 21,2% που διαβιοί με ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000 €. Επιπλέον, τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 € αποτελούν το 8,1% του συνόλου των νοικοκυριών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα