Χωρίς πιστοληπτική αξιολόγηση δίνονταν επί σειρά ετών τα επιχειρηματικά, τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια

Χωρίς πιστοληπτική αξιολόγηση δίνονταν επί σειρά ετών τα επιχειρηματικά, τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια
Sooc

Πως γινόταν ο δανεισμός στη χώρα μας επί σειρά ετών; Ποια ήταν τα κριτήρια; Ποιες ήταν οι διεθνείς πρακτικές που δεν ακολουθήθηκαν; Υπήρχε αξιολόγηση του δανειολήπτη;

Πρωταθλήτρια στα «κόκκινα» δάνεια αναδεικνύεται η χώρα μας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρώπης, ένας λόγος από τους οποίους είναι τα χαλαρά κριτήρια που είχαν οι τράπεζες από την απελευθέρωση των δανείων έως το 2009 που ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα σε συνδυασμό με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Οι χορηγήσεις καταναλωτικών, στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων αποφασίζονταν σχεδόν αδιάκριτα στον βωμό του ανταγωνισμού για την αύξηση του μεριδίου αγοράς της κάθε τράπεζας.

Για να γίνει ωστόσο κατανοητή η ανεξέλεγκτη κατάσταση που επικρατούσε σε όλες, ανεξαιρέτως, τις ελληνικές τράπεζες, θα πρέπει να εξηγηθεί ο τρόπος αξιολόγησης του δανειολήπτη (φυσικού προσώπου ή επιχείρηση) που γινόταν για τα ποσά που χορηγούνταν, αλλά και στην παρακολούθηση των δανείων μετά τη χορήγησή τους, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αναλυθούν και οι διεθνείς πρακτικές.

Επίπεδο Κινδύνου

Τα δάνεια κατατάσσονται ανάλογα με το επίπεδο του αναλαμβανόμενου κινδύνου. Τον χαμηλότερο κίνδυνο έχουν τα στεγαστικά δάνεια, πιο αυξημένο κίνδυνο έχουν τα επιχειρηματικά (και ιδιαίτερα η ΜικροΜεσαίες Επιχειρήσεις), ενώ τα καταναλωτικά έχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο όλων των κατηγοριών των δανείων καθώς για την χορήγησή τους δεν υπήρχε απαίτηση εξασφάλισης (πχ προσημείωση ακινήτου).

Ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου καθορίζεται και το επιτόκιο που πληρώνει ετησίως ο δανειολήπτης. Συγκεκριμένα, διεθνώς, αν ένα στεγαστικό δάνειο είχε, για παράδειγμα, τελικό επιτόκιο της τάξης του 3%, τότε το εταιρικό τελικό επιτόκιο είναι της τάξης του 7% και το καταναλωτικό 15%.

Αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας

Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη είναι μία σύνθετη διαδικασία, η οποία αφορά τη σύναψη ενός μακροπρόθεσμου δανείου. Στην Ελλάδα, η διαδικασία αυτή παραβλέφθηκε απολύτως.

Όσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια, η αξιολόγηση γινόταν με βάση την αξία του ακινήτου και όχι με βάση τον συγκεκριμένο δανειολήπτη και την δυνατότητά του να αποπληρώνει το δάνειο στην καθορισμένη διάρκεια «ζωής» του δανείου. Τα κριτήρια δηλαδή που λάμβανε υπόψη της η τράπεζα ήταν η εμπορική αξία του ακινήτου σε σχέση με την αγορά. Κατά τις διεθνείς πρακτικές, το βάρος της αξιολόγησης πέφτει στον δανειολήπτη και γι αυτό κρίνεται η ικανότητά του και οι προοπτικές του, προκειμένου να εκτιμηθεί το κατά πόσο θα μπορέσει να εξυπηρετήσει το δάνειο που επιθυμεί να λάβει στη διάρκεια που επιθυμεί να το αποπληρώσει.

Επιπλέον, στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν αξιολογούσαν οι τράπεζες τον δανειολήπτη, αλλά όσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια, τα πιστωτικά ιδρύματα χορηγούσαν περί το 130% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, «βαφτίζοντας» το 30% ως «επισκευαστικό» δάνειο. Είναι δηλαδή πάρα πολλές οι περιπτώσεις που ο δανειολήπτης δεν συνεισέφερε καθόλου με δικά του χρήματα για την αγορά ακινήτου, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους κανόνες, η τράπεζα θα μπορούσε να βάλει έως και το 70% της αξίας του ακινήτου και τα υπόλοιπα ο δανειολήπτης, αφού προηγουμένως θα είχα αξιολογηθεί για το συγκεκριμένο ποσό. 

Με την έκρηξη της ζήτησης για αγορά ακινήτων, οι τράπεζες επίσης ξεκίνησαν να δίνουν στεγαστικά δάνεια σε ξένα νομίσματα, διαφημίζοντας την ελκυστικότητα των όρων, γεγονός που μετά το ξέσπασμα της κρίσης και την αλλαγή της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ, έχει οδηγήσει 80.000 νοικοκυριά σε απόγνωση.

Στα επιχειρηματικά δάνεια η …αξιολόγηση περιοριζόταν με βάση το περιθώριο κέρδους (spread) που έδινε στην δανειζόμενη η άλλη τράπεζα! Δηλαδή, οι τράπεζες για να πάρουν τον πελάτη και να αυξήσουν το ενεργητικό τους για λόγους ανταγωνισμού, μείωναν το επιτόκιο για να προσελκύσουν μία νέα επιχείρηση και να την προσθέσουν στην πελατεία τους. Με βάση όμως τις διεθνείς πρακτικές που δεν ακολουθήθηκαν στη χώρα μας, η επιχείρηση αξιολογείται για τις προοπτικές της στον κλάδο που δραστηριοποιείται, τις διαθέσιμες εξασφαλίσεις που θα δώσει, ενώ παράλληλα συνεκτιμάται η οικονομία στο σύνολό της. Κρίνει επιπλέον το σκοπό του δανεισμού μίας επιχείρησης. Δηλαδή, το αν η τοποθέτηση των δανειζόμενων από την επιχείρηση κεφαλαίων θα έχουν απόδοση και σε τι βάθος χρόνου, ενώ παρακολουθεί επίσης εάν πράγματι έγινε η τοποθέτηση αυτή καθώς και τι αποτελέσματα είχε. 

Όσον αφορά στα καταναλωτικά δάνεια οι τράπεζες δεν εφάρμοσαν καμία αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ή εξασφάλισης σε περίπτωση μη αποπληρωμής. Και μάλιστα ούτε καν για τα …μάτια της εποπτικής αρχής η οποία επίσης δεν …ενόχλησε κανένα πιστωτικό ίδρυμα για τις πρακτικές. Μάλιστα, για αρκετά χρόνια οι τράπεζες πίεζαν ασφυκτικά τους εν δυνάμει δανειολήπτες να πάρουν καταναλωτικά δάνεια, αλλά και πιστωτικές κάρτες, τις οποίες πολλές φορές τις έστελναν στα σπίτια ή την εργασία των νοικοκυριών χωρίς καν να τους έχει ζητηθεί. Τα «βαφτίσια» των καταναλωτικών δανείων ήταν ευρηματικά όπως πχ «διακοποδάνεια», «εορτοδάνεια», κλπ. Το βασικό κριτήριο ήταν το ύψος του λογαριασμού ή μία σταθερή εργασία από την οποία τα χρήματα έμπαιναν στους λογαριασμούς της τράπεζας μηνιαίως.

Η αύξηση στις χορηγήσεις των προσωπικών δανείων που περιλαμβάνουν όλων των ειδών τα καταναλωτικά δάνεια ήταν θεαματική για την τριετία 1999-2001 και ανήλθε σε 140%! Τα περισσότερα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τα έξοδα διακοπών!

Συγκεκριμένα στα 309 δισ. δρχ. που ήταν τα υπόλοιπα των προσωπικών δανείων το 1998 στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος προστέθηκαν μέσα σε τρία χρόνια 430 δισ. δρχ., καθώς οι καταναλωτές φαίνεται πως δανείζονταν για την κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών. Οι τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την καταναλωτική «κουλτούρα» προσφέροντας ανάλογα με την εποχή δανειακά πακέτα τα οποία μάλιστα χορηγούσαν με μεγάλη ευκολία και σε πολύ λίγη ώρα, όπως αυτά διαφημίζονταν τότε και στα ΜΜΕ.

Το …δόλωμα ήταν το χαμηλό επιτόκιο, οι πολλές δόσεις, η γρήγορη καταβολή των χρημάτων, αλλά και η περίοδο χάριτος. Μάλιστα, επιδίωκαν και συνεργασίες με ταξιδιωτικούς πράκτορες μέσω των οποίων διέθεταν τα χρηματοδοτικά τους προγράμματα. Η τράπεζα προέβαινε σε συμφωνία με μια τουριστική επιχείρηση, δίνοντάς της τη δυνατότητα να χορηγεί στους πελάτες της το προσωπικό της δάνειο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η τράπεζα έδινε και bonus στα ταξιδιωτικά γραφεία για κάθε χορήγηση δανείου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία εκείνης της εποχής,  περί το 10% των δανειοληπτών είχε λάβει  δύο προσωπικά δάνεια του 1.000.000 δρχ. το καθένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα προσωπικά δάνεια κάθε χρόνο χορηγούνταν τις περιόδους πριν από τα Χριστούγεννα, πριν από το Πάσχα, καθώς και τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, δηλαδή πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές. Η χρήση πιστωτικών καρτών από τους καταναλωτές αυξανόταν κάθε χρόνο. Το 2000 τα υπόλοιπα των καρτών αυξήθηκαν κατά 260 δισ. δρχ. ή 49,80% και το 2001 κατά 489 δισ. δρχ. ή 62,70%. Οι τραπεζίτες και η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν είχαν καμία ανησυχία όμως…

Η μηδενική παρακολούθηση δανείων

Η παρακολούθηση των δανείων μετά τη χορήγησή τους δεν αποτελούσε τραπεζική …εργασία. Οι φάκελοι για την διαχείριση των χορηγήσεων παρέμεναν στα καταστήματα που είχαν δώσει τα δάνεια και δεν προωθούνταν στο αρμόδιο τμήμα «πιστωτικού κινδύνου» (credit risk). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το αρμόδιο τμήμα να ενημερώνεται ότι ένα δάνειο είναι «κόκκινο», αφού ήδη ήταν «κόκκινο»…, δηλαδή αφού ήδη είχαν περάσει 90 μέρες που ο δανειολήπτης είχε σταματήσει να το πληρώνει. Η «πρακτική» αυτή αφορούσε όλες τις  κατηγορίες των δανείων.

Οικονομικοί αναλυτές ωστόσο τονίζουν ότι σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη, οι εξασφαλίσεις (ακίνητα) που έχουν οι τράπεζες έναντι των χορηγήσεών τους είναι καλής ποιότητας. Και τούτο διότι, όπως οι ίδιοι επισημαίνουν, η αγορά ακινήτων δε θα πρέπει να εκτιμάται σε μία συγκεκριμένη στιγμή, αλλά να κρίνεται ανάλογα με τον κύκλο της οικονομίας. Επιπλέον πιστεύουν ότι τα ακίνητα στην Ελλάδα θα ανακάμψουν γιατί θα παρατηρηθεί αυξημένη ζήτηση για αγορές ακινήτων και κυρίως από το εξωτερικό, ενώ παράλληλα επισημαίνουν ότι έχουν δοθεί λίγα δάνεια κατά την περίοδο της λεγόμενης «φούσκας» και ότι τα περισσότερα που δόθηκαν ως εγγυήσεις ήταν στην εύλογη αξία τους.

Φωτό sooc.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα