“Φωνή” ή “Έξοδος” και τα σταυροδρόμια της επιλογής σχολείου

“Φωνή” ή “Έξοδος” και τα σταυροδρόμια της επιλογής σχολείου
Αγιασμός σε σχολείο της Αττικής Menelaos Myrillas / SOOC

Ο Άγγελος Αλεξόπουλος γράφει στο NEWS24/7 για τις κυβερνητικές εξαγγελίες σχετικά με τη δυνατότητα των γονέων να επιλέγουν το σχολείο των παιδιών τους. Τι θα συμβεί με όσους θέλουν, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα;

Το 1970 ο Γερμανός οικονομολόγος Albert Otto Hirschman έγραψε ένα επιδραστικό βιβλίο με τον τίτλο «Έξοδος, Φωνή και Αφοσίωση». Σε αυτό, ο Hirschman εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο όλοι μας, ως πολίτες, εργαζόμενοι και καταναλωτές εκφράζουμε τη δυσαρέσκειά μας ή προσπαθούμε να επιφέρουμε αλλαγές σε διάφορα πλαίσια, όπως στις οικονομικές αγορές, στην εργασία, κ.ά.

Η έννοια της «φωνής» αναφέρεται ουσιαστικά στην πράξη του να μιλάς, να εκφράζεις τις ανησυχίες σου και να συμμετέχεις ενεργά στη διαδικασία μιας μεταρρύθμισης ή βελτίωσης. Από την άλλη πλευρά, η «έξοδος» αναφέρεται στην πράξη της αποχώρησης ή της απόσυρσης από ένα οργανισμό ή σύστημα ως απάντηση στη δυσαρέσκεια.

Ας δούμε μία απλή εφαρμογή του μοντέλου στη πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης. Σκεφτείτε ένα δημόσιο σχολείο όπου η ποιότητα της εκπαίδευσης έχει αντικειμενικά μειωθεί. Οι ευαισθητοποιημένοι ως προς την ποιότητα γονείς-καταναλωτές, λογικά σκεπτόμενοι, θα επέλεγαν να μεταφέρουν το παιδί τους σε ένα ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο σχολείο, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη ότι είναι σχετικά αδιάφοροι ως προς το κόστος.

Τί γίνεται, όμως, με τους γονείς που συνειδητοποιούν την πτώση στην παρεχόμενη ποιότητα του σχολείου αλλά δεν έχουν τους οικονομικούς πόρους για να καταστήσουν την «έξοδο» βιώσιμη επιλογή; Και ποια μπορεί να είναι η συνολική επίπτωση στο ίδιο το δημόσιο σχολείο, δεδομένου ότι η διοίκησή του αναγνωρίζει το πρόβλημα ποιότητας αλλά βλέπει ολοένα και περισσότερους μαθητές να αποχωρούν;

Σύμφωνα με τον Hirschman, το δημόσιο σχολείο δεν θα είχε κανένα οικονομικό κίνητρο να αλλάξει, καθώς θα έφευγαν οι γονείς που νοιάζονταν αρκετά για την ποιότητα ώστε να επισημάνουν αυτό ακριβώς που είχε αποτύχει αλλά θα μπορούσε να βελτιωθεί. Το σχολείο παραμένει, λοιπόν, εγκλωβισμένο σε αυτή την κατάσταση. Ο Hirschman σημειώνει ότι σε αυτή την περίπτωση, ένα «στενό μονοπώλιο» θα μπορούσε να είναι προτιμότερο, αφού θα απέτρεπε την «έξοδο» των γονέων που έχουν επίγνωση της ποιότητας. Με άλλα λόγια, η συμμετοχή στη διαδικασία βελτίωσης θα ήταν μία προτιμότερη επιλογή τόσο για το σχολείο όσο και για τους μαθητές, επιτρέποντας στους γονείς το δικαίωμα στη «φωνή».

Πού «κολλάει» ο Hirschman με τις προτεινόμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας, όπως τις διαβάσαμε στην πρόσφατη συνέντευξη του νέου Υπουργού Παιδείας στο Bήμα της Κυριακής; Στο ερώτημα του εάν θα μπορούν οι γονείς να επιλέγουν το σχολείο των παιδιών τους, ο κ. Πιερρακάκης απάντησε πως «οφείλουμε τη δυνατότητα αυτή να την παρέχουμε σε όλους τους πολίτες, πάντοτε με κανόνες και εφόσον υπάρχουν κενές θέσεις στα σχολεία που τους ενδιαφέρουν».

Ως γονέας-καταναλωτής με σχετικά καλή αγοραστική δύναμη, θα συμφωνούσα με αυτή τη δυνατότητα. Ως γονέας-πολίτης, όμως, θα διαφωνούσα. Ασκώντας το δικαίωμά μου στην επιλογή της «εξόδου», αναζητώντας καλύτερες εκπαιδευτικές υπηρεσίες για το παιδί μου, θα συνέβαλα, ενδεχομένως άθελά μου, στη δημιουργία δημόσιων σχολείων πολλαπλών ταχυτήτων και στον αποκλεισμό οικογενειών με χαμηλή αγοραστική δύναμη.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ «φωνής» και «εξόδου» στο πλαίσιο των προτεινόμενων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων είναι μία λεπτή διαδικασία, ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας όπου το 26,3% του πληθυσμού (σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.

Όταν αισθανόμαστε ότι η φωνή μας δεν ακούγεται ή ότι το σύστημα δεν ανταποκρίνεται στις ανησυχίες μας, μπορούμε, εφόσον το επιτρέπει η οικονομική μας κατάσταση, να ακολουθήσουμε την επιλογή της «εξόδου» ως έναν τρόπο να διεκδικήσουμε τις προτιμήσεις μας, επιδιώκοντας καλύτερα εκπαιδευτικά αποτελέσματα για τα παιδιά μας. Τι συμβαίνει όμως με εκείνους που θέλουν αλλά δεν μπορούν;

Ο Άγγελος Αλεξόπουλος ENRI CANAJ

Άγγελος Aλεξόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Διεθνή και Ευρωπαϊκά Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2008 ολοκλήρωσε τις διδακτορικές του σπουδές στην Οργανωσιακή Συμπεριφορά και Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού στο Dublin City University της Ιρλανδίας.

Το 2012 ξεκίνησε να εργάζεται στο CERN, το μεγαλύτερο εργαστήριο σωματιδιακής φυσικής στον κόσμο, όπου εντάχθηκε στην Ομάδα Εκπαίδευσης και Επικοινωνίας.

Το 2020 ορίστηκε Πρόεδρος του Τομεακού Επιστημονικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού και Αναβάθμισης στο Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, το ανώτατο συμβουλευτικό όργανο της πολιτείας, υπεύθυνο για τη διαμόρφωση και εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής για την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία.

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα