H Eλάχιστη Βάση Εισαγωγής, ο Μινχάουζεν και τα επίδικα στην εκπαίδευση
Διαβάζεται σε 4'Το επιχείρημα ότι η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης εξασφαλίζει την καλύτερη λειτουργία των πανεπιστημίων είναι κακόγουστο ανέκδοτο. Ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα.
- 12 Ιουλίου 2024 06:01
Σε πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων η Μερόπη Τζούφη, βουλεύτρια της Νέας Αριστεράς, επισήμανε ότι λόγω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) στο σύστημα των Πανελληνίων Εξετάσεων «…από πέρσι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, είχαμε μια σημαντική μείωση των εισακτέων και κενές θέσεις περίπου 4.500 με ότι αυτό συνεπάγεται για το πανεπιστήμιο, την πόλη, και την ευρύτερη κοινότητα αφού τα πανεπιστήμια διαχρονικά αποτελούσαν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης και προόδου…».
Η υφυπουργός Παιδείας Ζέτα Μακρή υποστήριξε ότι Ε.Β.Ε. «… διασφαλίζει αφενός μεν τη καλύτερη λειτουργία των πανεπιστημίων, αλλά διασφαλίζει και τα παιδιά να επιλέγουν τους υποψηφίους, τους σπουδαστές, τους φοιτητές, να επιλέγουν σχολές στις οποίες μπορούν να ανταποκριθούν, για να μην είμαστε οι τελευταίοι στην αποφοίτηση των σπουδαστών και των φοιτητών και οι πρώτοι στην εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής υπάρχει και για τα μη κρατικά μη κερδοσκοπικά παραρτήματα…». Την απάντηση της κ. υφυπουργού θα ζήλευε ακόμα και ο γνωστός για τις μυθοπλασίες του βαρόνος Κάρολος φον Μινχάουζεν.
Ας δούμε ένα προς ένα τα μυθεύματα της κ. υφυπουργού.
Το επιχείρημα ότι με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής δεν θα υπάρχει καθυστέρηση αποφοίτησης είναι έωλο. Η καθυστέρηση αποφοίτησης δεν οφείλεται στο ότι οι φοιτητές/τριες «δεν μπορούν να ανταποκριθούν» στις γνωσιακές απαιτήσεις των σπουδών. Οφείλεται στο ότι οι φοιτητές/τριες παράλληλα φοιτούν και εργάζονται λόγω απουσίας φοιτητικής μέριμνας και λόγω της οικονομικής εξάντλησης των οικογενειών τους.
Το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα έχουμε πολλούς/ές φοιτητές/τριες («πρώτοι στην εισαγωγή») είναι αδιάβαστο. Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» της ΕΕ όρισε ως στόχο το 40% των ατόμων ηλικίας 30 έως 34 ετών να ολοκληρώνουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στην Ελλάδα, μέχρι το 2019, πλησιάζαμε το 43%. Υπάρχουν όμως χώρες όπως Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ολλανδία, Κύπρος, Ιρλανδία και Ισπανία που έχουν υπερβεί κατά πολύ το 45% και κάποιες βρίσκονται κοντά στο 60%. Επιπλέον, την τελευταία τριετία παρατηρείται μείωση των νέων πτυχιούχων. Κάνουμε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υλοποιούν αναπτυξιακά όλες οι άλλες χώρες της ΕΕ.
Το επιχείρημα ότι η Ε.Β.Ε. υπάρχει και για τα μη κρατικά παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Νομοθετικά με εντελώς άλλο αλγόριθμο υπολογίζεται η Ε.Β.Ε. για τα κανονικά πανεπιστήμια και με άλλο αλγόριθμο για τα ιδιωτικά παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων. Ο αλγόριθμος της Ε.Β.Ε. για τα ιδιωτικά παραρτήματα είναι μια ορθάνοιχτη πόρτα που αφήνει σχεδόν όλους/ες να περνούν. Ο αλόριθμος της Ε.Β.Ε. για τα κανονικά πανεπιστήμια είναι μια στενωπός που στερεί ετησίως το δικαίωμα φοίτησης σε περίπου 20.000 νέους/ες.
Το επιχείρημα ότι η θεσμοθέτηση της Ε.Β.Ε. εξασφαλίζει την καλύτερη λειτουργία των πανεπιστημίων είναι κακόγουστο ανέκδοτο. Τα πανεπιστήμια στενάζουν από την ανυπαρξία ενός πολιτικού σχεδίου για το εκπαιδευτικό μας σύστημα και την χώρα, την ελλιπή χρηματοδότηση, την υποστελέχωση, το αυταρχικό και μη λειτουργικό μοντέλο διοίκησης που επέβαλε η ΝΔ, τη στοχοποίηση της νεολαίας, τις υποδομές που καταρρέουν, τις ατέρμονες γραφειοκρατικές διαδικασίες δήθεν αξιολόγησης, τα δίκτυα κυβερνητικών ημετέρων εντός των πανεπιστημίων που πειθήνια υλοποιούν κάθε «άνωθεν εντολή». Αν το ζήτημα είναι να έρχονται στο πανεπιστήμιο μαθητές/τριες με πληρέστερο επίπεδο γνώσεων, η λύση δεν βρίσκεται στον κόφτη της Ε.Β.Ε. αλλά στην ενίσχυση της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Χρειάζονται παράλληλα τέσσερις κινήσεις.
Πρώτον, η Ε.Β.Ε. πρέπει να καταργηθεί ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ένα μορφωμένο εργατικό δυναμικό προσελκύει επενδύσεις και μειώνεται η ανεργία. Και ας μην ακούσουμε ότι η ανεργία των αποφοίτων οφείλεται στο μεγάλο αριθμό τους. Η ανεργία οφείλεται στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές. Η δυνατότητα για σπουδές ενισχύει την κοινωνική κινητικότητα, μειώνοντας τους ταξικούς αποκλεισμούς και παράγοντας μορφωμένους πολίτες.
Δεύτερον, πρέπει να καταργηθούν οι πανελλαδικές εξετάσεις με την εξαίρεση των σχολών υψηλής ζήτησης.
Τρίτον, πρέπει να ενισχυθεί σε πρωτόγνωρο βαθμό το εκπαιδευτικό μας σύστημα από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς μέχρι και το πανεπιστήμιο.
Τέταρτον, πρέπει να επαναφέρουμε τις προβλέψεις για δημόσια μετα-λυκειακή τεχνική εκπαίδευση διετούς φοίτησης. Κάθε άλλη επιλογή θα χρειάζεται πρακτικές του Μινχάουζεν για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
*Ο Γιώργος Αγγελόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητή στο ΑΠΘ και πρώην γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας.