H πολιτική Μητσοτάκη – Κεραμέως στην Παιδεία και ο αποκλεισμός των “μη προνομιούχων”
Γιατί ο τρόπος που πολιτεύονται Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκη Κεραμέως στο χώρο της εκπαίδευσης προσφέρει ζωτικό χώρο στην ιδιωτική παιδεία και δικαιώνει τα συμπεράσματα του Μπράνκο Μιλάνοβιτς στο τελευταίο βιβλίο του περί διαιώνισης της ισχύος της παγκόσμιας ελίτ.
- 30 Αυγούστου 2021 06:22
Άθελά του και χωρίς να έχει προφανώς την παραμικρή ιδέα για τις πολιτικές που εφαρμόζει το Υπουργείο Παιδείας τα τελευταία δύο χρόνια στο ζήτημα της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς ανέλυσε έξοχα και με εξαιρετική ακρίβεια τις… επιδιώξεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα εκπαιδευτικά.
Ο Σέρβος καθηγητής στο City University της Νέας Υόρκης, γκουρού στη μελέτη των παγκόσμιων ανισοτήτων, στο τελευταίο του βιβλίο (Καπιταλισμός χωρίς αντίπαλο, εκδόσεις “Πόλις”) καταγράφει όλους εκείνους τους τρόπους με τους οποίους η κυρίαρχη τάξη στον δυτικό καπιταλισμό αναπαράγεται και διευρύνει ολοένα και περισσότερο τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική αντίδραση από τις κατά τόπους κυβερνήσεις.
Ένας από τους μηχανισμούς με τους οποίους επιτελείται αυτή η πολύ σημαντική εργασία για την επιβίωση του συστήματος έχει να κάνει με την εκπαίδευση, κυρίως την τριτοβάθμια αλλά όχι μόνο, καθώς είναι πλέον σαφές ότι η φοίτηση σε “καλά” ιδιωτικά σχολεία ανοίγει πιο εύκολα το δρόμο για τα καλύτερα πανεπιστήμια (των ΗΠΑ ως επί το πλείστον), τα οποία έχουν αναλάβει τον ρόλο της παροχής ποιοτικής εκπαίδευσης στα παιδιά των ισχυρών του πλανήτη.
Στη σελίδα 70 του εξαιρετικά ενδιαφέροντος αυτού βιβλίου, ο Μιλάνοβιτς, αφού συμπεραίνει ότι υφίσταται μισθολογικό χάσμα ακόμα και μεταξύ αποφοίτων με τα ίδια έτη φοίτησης, προτείνει την “εξίσωση των διδακτικών προτύπων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων” κάτι που, όπως ισχυρίζεται, μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την αναβάθμιση των δημόσιων σχολείων. Χρειάζονται, λοιπόν, κατά τον Σέρβο οικονομολόγο όχι μόνο “σημαντικές επενδύσεις στη δημόσια παιδεία” αλλά και “κατάργηση των αναρίθμητων πλεονεκτημάτων (συμπεριλαμβανομένου του αφορολόγητου) που απολαμβάνουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και τα ιδιωτικά σχολεία, πολλά εκ των οποίων διαχειρίζονται τεράστια καταπιστεύματα”. Μόνο έτσι, τονίζει ο Μιλάνοβιτς, μπορεί να επιτευχθεί μία στοιχειώδης ισότητα στις ευκαιρίες.
Πώς αναπαράγεται η ελίτ μέσω των “ακριβών” Πανεπιστημίων
Πριν συνεχίσουμε είναι ωφέλιμο να υπογραμμίσουμε ότι ο Μιλάνοβιτς δεν είναι κάποιος ριζοσπάστης, αριστερός οικονομολόγος που αμφισβητεί τον καπιταλισμό. Αντιθέτως, ο άνθρωπος μέσα από το βιβλίο του επιχειρηματολογεί (επιτυχημένα ή όχι, θα το κρίνει ο αναγνώστης) πως ο καπιταλισμός θα συνεχίσει να κυριαρχεί και τα επόμενα χρόνια, καθώς δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει αξιόπιστη και βιώσιμη εναλλακτική.
Στο κεφάλαιο που έχει τον ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τίτλο “μία αυτό-διαιωνιζόμενη ανώτερη τάξη” ο Μιλάνοβιτς επιχειρεί, εκτός των άλλων, να καταδείξει τις αιτίες για τις οποίες η παγκόσμια ελίτ προτιμά την ακριβή εκπαίδευση. Το κάνει επειδή ακριβώς αυτού του είδους η εκπαίδευση αυξάνει τη δύναμη και την επιρροή της.
Σταχυολογώντας μερικές από τις διαπιστώσεις του συγγραφέα, καταλήξαμε στις εξής (αναφέρονται όλες στην κατάσταση στις ΗΠΑ):
- Οι οικογένειες της μεσαίας τάξης πολύ δύσκολα έχουν την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν το κόστος ζωής των παιδιών τους.
- Οι “κληρονομικές εγγραφές” (φοιτητές που γίνονται δεκτοί σε πανεπιστημιακό ίδρυμα, διότι κάποιος συγγενής τους έχει αποφοιτήσει από το ίδιο Πανεπιστήμιο) αντιπροσωπεύουν το 10-25% του συνόλου των φοιτητών στα κορυφαία 100 πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
- Το πανεπιστήμιο σχεδόν εγγυάται την επιτυχημένη αποφοίτηση, γι’ αυτό και οι (πλούσιοι) γονείς επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην εισαγωγή στο εκπαιδευτικό ίδρυμα της αρεσκείας τους. Σε αυτόν τον τομέα οι πλούσιοι διαθέτουν- λόγω επιρροής-τεράστια πλεονεκτήματα.
- Οι γόνοι πλουσίων, που προφανώς σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον δεν θα αποφοιτούσαν ποτέ, δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν.
Για να στηρίξει μάλιστα την τελευταία διαπίστωσή του, ο Μιλάβοβιτς επικαλείται-με διακριτικότητα είναι η αλήθεια- το παράδειγμα του Τζορτζ Μπους, του νεώτερου. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ λοιπόν (2001-2009), υιός του επίσης πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου (1989-1993), φοίτησε στο φημισμένο κολλέγιο του Γέιλ. Η οικογένειά του φρόντισε για την είσοδό του. Ο ίδιος το μόνο που είχε να κάνει ήταν “να καταβάλει μία στοιχειώδη προσπάθεια και να αποφύγει κάποιο μεγάλο σκάνδαλο”. Το έκανε, πήρε το πτυχίο του, εν συνεχεία έγινε και πρόεδρος.
Μητσοτάκης-Κεραμέως ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν
Ο Πρωθυπουργός της χώρας και η αρμόδια επί της Παιδείας Υπουργός συντάσσονται πλήρως με τις παραπάνω λογικές, άλλωστε αυτό δείχνει το προσωπικό τους παράδειγμα. Σε ανύποπτο χρόνο, πολύ πριν γίνει καν αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει ότι αποτέλεσε συνειδητή επιλογή για τον ίδιο να σπουδάσει στο εξωτερικό, καθώς πίστευε ότι στην Ελλάδα ίσως να μην μπορούσε να διακριθεί. Επέλεξε το Χάρβαρντ στο οποίο και αρίστευσε. Αποφοίτησε, κατά σύμπτωση, όσο ο πατέρας του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ο Πρωθυπουργός (στο αρχείο της ΕΡΤ μάλιστα υπάρχουν και τα σχετικά πλάνα από την αποφοίτησή του στην οποία είχε δώσει το παρών σύσσωμη η οικογένεια Μητσοτάκη).
Η Νίκη Κεραμέως από την πλευρά της έκανε νομικές σπουδές ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου, αρχικά στη Γαλλία και εν συνεχεία στις ΗΠΑ (επίσης στο Χάρβαρντ) χωρίς να μπει στη βάσανο των πανελλήνιων εξετάσεων στην Ελλάδα. Ο πατέρας της είναι ένας από τους πιο φημισμένους και αξιόπιστους Έλληνες ακαδημαϊκούς και φυσικά είχε τα οικονομικά μέσα να δώσει στην κόρη του την καλύτερη δυνατή μόρφωση στο εξωτερικό.
Με το δίδυμο που χειρίζεται τις τύχες του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου να μην έχει προσωπική εμπειρία απ’ αυτό, οι πολιτικές επιλογές για το χώρο είναι μάλλον αναμενόμενες. Ωστόσο, με την πολιτική που ακολουθούν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νίκη Κεραμέως υπηρετούν πιστά το πολιτικό τους σχέδιο, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την ακόμα μεγαλύτερη ισχυροποίηση της ελίτ όχι μόνο στο σήμερα, αλλά και στο αύριο. Δεν έχουν άλλωστε κρύψει ποτέ τις πραγματικές επιδιώξεις τους. Ο Πρωθυπουργός έχει χαρακτηρίσει περίπου φυσικό φαινόμενο την κοινωνική ανισότητα, ενώ πρόσφατα δήλωσει ότι “δεν μπορούμε να πηγαίνουμε όλοι στο Πανεπιστήμιο”. Η δε Υπουργός Παιδείας, μόλις πριν από λίγες ημέρες, ομολόγησε ότι η πολιτική της υπηρετεί τον απεγκλωβισμό της ελληνικής νεολαίας από το Πανεπιστήμιο. Τόσο απλά, τόσο κυνικά.
Ωστόσο, η διαιώνιση της κυριαρχίας των ελίτ μέσα από τις σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια του εξωτερικού συνιστά μόνο το ένα μέρος του σχεδίου των πραγματικά δυνατών. Το άλλο έχει να κάνει με τον απόλυτο έλεγχο του πολιτικού παιχνιδιού από τους πλούσιους μέσω της πανίσχυρης δύναμης και επιρροής του χρήματος. Επιστρέφουμε στον Μιλάνοβιτς ο οποίος επικαλείται το παράδειγμα των ΗΠΑ και γράφει (στη σελίδα 79 του βιβλίου του) ότι το 2016, έτος της προεδρικής εκλογικής μάχης που βρήκε μεγάλο νικητή τον Ντόναλντ Τραμπ, το ανώτερο 1% του ανώτερου 1% συνεισέφερε το 40% των προεκλογικών χορηγιών και στα δύο κόμματα (Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί).
Ας μην νομίσει κανείς ότι στην Ευρώπη, η οποία υποτίθεται ότι διαθέτει ένα πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, αποφεύγονται τέτοιου είδους φαινόμενα. Ουκ ολίγοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, από τον Χέλμουτ Κολ μέχρι τον Νικολά Σαρκοζί, έχουν κατηγορηθεί για παράνομη αποδοχή χρημάτων για τις προεκλογικές τους εκστρατείες. Θα ήταν επίσης αφελής όποιος πιστεύει ότι στην Ελλάδα ο ιδιωτικός τομέας δεν συνεισφέρει στην οικονομική ενίσχυση των κομμάτων. Αυτά τα χρήματα δίνονται για να υπάρξουν χειροπιαστά, συγκεκριμένα ανταλλάγματα από τις κυβερνητικές πολιτικές. Ο Τραμπ ενίσχυσε, ας πούμε, τις φοροαπαλλαγές των πολύ πλουσίων σε σημείο που ακόμα και μετριοπαθείς Δημοκρατικοί (όπως ο νυν πρόεδρος Τζο Μπάιντεν) αγανάκτησαν.
Περισσότερος χώρος για την “αγορά” στην εκπαίδευση
Στην Ελλάδα η πολιτική Μητσοτάκη-Κεραμέως στην εκπαίδευση εξυπηρετεί προδήλως τον ιδιωτικό τομέα. Είχαμε καταγράψει σε ρεπορτάζ τον Ιούλιο την σαφώς αυξητική τάση που παρατηρείται στις εγγραφές στα ιδιωτικά σχολεία, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης). Με τη… χατζάρα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, η κυβερνητική πολιτική (που όπως τονίσαμε είναι απολύτως συνεπής ως προς τις κύριες επιδιώξεις της) προσφέρει περισσότερη πελατεία στα πάσης φύσεως ιδιωτικά ΙΕΚ και κολλέγια.
Με το δρόμο προς το δημόσιο Πανεπιστήμιο να κλείνει και με το επικείμενο κλείσιμο σχολών να περιορίζει τις επιλογές, πολλές ελληνικές οικογένειες (οι οποίες διαθέτουν ένα εισόδημα για τις σπουδές των παιδιών τους, όχι όμως τόσο μεγάλο που να στηρίζει σπουδές κατευθείαν στο εξωτερικό) θα πάρουν την επιλογή των “κολλεγίων”. Άλλωστε τα πτυχία έχουν πλέον εξισωθεί με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων, οπότε γιατί όχι; Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο παιδιά να κρίνονται ανάξια φοίτησης στα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά απολύτως ικανά για φοίτηση στα ιδιωτικά κολλέγια (στο πεδίο μάλιστα για το οποίο έδωσαν πανελλήνιες εξετάσεις) με μοναδικό προσόν το χρήμα των γονιών τους.
Υπό αυτό το πρίσμα, υπηρετείται, πιστά και παγκοσμίως, ένα σχέδιο που προβλέπει από τη μία πλευρά πανεπιστημιακές σχολές εξαιρετικά υψηλού επιπέδου στις οποίες όμως θα έχουν πρόσβαση μόνο τα παιδιά των πραγματικά ισχυρών αυτού του κόσμου και από την άλλη πλευρά σχολές μέτριου επιπέδου στις οποίες θα φοιτούν οι υπόλοιποι.
Κατά τον Μιλάνοβιτς, έτσι εξηγείται και η ολοένα αυξανόμενη απροθυμία των πλούσιων να πληρώνουν φόρους που καταλήγουν στο δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο. Εκτός αυτού, οι “υψηλού επιπέδου” σχολές απορροφούν και το υψηλού επιπέδου διδακτικό προσωπικό “απομυζώντας έτσι τη δημόσια εκπαίδευση”.
Στην Ελλάδα αλεξικέραυνο για την πλήρη εφαρμογή τέτοιου είδους επιδιώξεων αποτελεί το άρθρο 16 του ελληνικού συντάγματος που απαγορεύει ρητά την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην ελληνική επικράτεια. Γι’ αυτό άλλωστε η παράταξη που τώρα κυβερνά τον τόπο επιχείρησε στο παρελθόν να καταργήσει το άρθρο και να προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες στην “αγορά”. Επειδή όμως αυτό δεν έγινε κατορθωτό, η “αγορά” επιχειρεί δια της πλαγίας, αλλά και με την αμέριστη κυβερνητική στήριξη, να ξεπεράσει τον συνταγματικό σκόπελο. Η αλήθεια είναι ότι τα καταφέρνει αρκετά καλά και στο μέλλον θα τα καταφέρει πολύ καλύτερα, εκτός και αν υπάρξει συγκεκριμένη πολιτική αντίδραση, ενδεχομένως από μία κυβέρνηση με τελείως διαφορετική λογική.
Μία παρατήρηση για το τέλος: Η επιλογή Πανεπιστημίου από τα παιδιά του εκάστοτε εν ενεργεία Πρωθυπουργού έχει τη δική της σημειολογική και συμβολική αξία, δεν συνιστά μία αυστηρά ιδιωτική υπόθεση. Η κόρη του Κυριάκου Μητσοτάκη επέλεξε να κάνει ανθρωπιστικές σπουδές στο Γέιλ. Επραξε εξαιρετικά, άλλωστε οι περισσότεροι στη δική της θέση το ίδιο θα έκαναν, αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς. Θα πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι επέλεξε ένα από τα κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα του πλανήτη, επειδή μπορούσε να το κάνει. Και μπορούσε να το κάνει επειδή οι γονείς της, με το εισόδημα και την επιρροή τους, μπορούν να της παράσχουν αυτή τη δυνατότητα.
Την ίδια ώρα δεκάδες χιλιάδες παιδιά στην Ελλάδα έχαναν την ευκαιρία να σπουδάσουν (δωρεάν) στα ελληνικά πανεπιστήμια λόγω των κυβερνητικών επιλογών. Όπως και να το κάνουμε, εδώ υπάρχει μία πολύ μεγάλη αντίφαση που δικαίως ανέδειξαν τα σχόλια ουκ ολίγων χρηστών στα social media.
Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς στο βιβλίο του εξηγεί τους λόγους και τις αιτίες αυτών των πολιτικών, και όχι μόνο, επιλογών. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αγόρασε το συγκεκριμένο βιβλίο την παραμονή των Χριστουγέννων του 2020, όπως έσπευσαν να μας πληροφορήσουν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Δεν χρειάζεται πάντως να το διαβάσει, καθώς ο ίδιος κατανοεί και αντιλαμβάνεται πλήρως τα αποτελέσματα και τις συνέπειες των συγκεκριμένων επιλογών…
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις