Η δημόσια εκπαίδευση ως ενοχλητικός θεσμός
Με αφορμή το νέο νομοσχέδιο για την "αυτονομία" της εκπαίδευσης, ο πρώην Υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου διατυπώνει τις σοβαρές επιφυλάξεις του.
- 03 Ιουλίου 2021 07:28
Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τα λεγόμενα της κ. Κεραμέως, τουλάχιστον με το πρώτο άκουσμα. Ποιος αλήθεια δεν θέλει σύγχρονα σχολεία, αναβαθμισμένα προγράμματα σπουδών, αξιολόγηση με στόχο τη βελτίωση των εκπαιδευτικών, ενίσχυση της αυτονομίας των σχολείων, επιλογή περισσότερων του ενός βιβλίων για κάθε μάθημα, επιμορφώσεις εκπαιδευτικών; Τα λόγια της κ. Υπουργού τις προάλλες δίπλα στον μέντορά της Πρωθυπουργό, μοιάζει να δημιουργούν νέες προοπτικές στην εκπαίδευση.
Πίσω, όμως από αυτές τις μεγαλοστομίες και τις υποσχέσεις μιας επερχόμενης ουτοπίας, κρύβεται μια βαθιά υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης, η οποία για να γίνει κατανοητή χρειάζεται κανείς να αποτιμήσει τα λεγόμενα της Υπουργού ιδωμένα μέσα στο πλαίσιο των νομοθετημάτων της κυβέρνησης για την εκπαίδευση τα δύο χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ. Κι αυτό, επειδή θα γίνει ορατή η συνοχή των πολιτικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης μόνο εάν εντάξουμε όσα λέγονται στο πλαίσιο όσων έχουν ήδη δρομολογηθεί.
Η κ. Κεραμέως διατείνεται ότι όλα όσα γίνονται στοχεύουν στη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Είναι πράγματι έτσι;
Εννοεί η Υπουργός ότι επιθυμεί να βελτιώσει τη δημόσια εκπαίδευση που πρώτα λοιδορήθηκε από τον κ. Μητσοτάκη (“τα πανεπιστήμια είναι εστίες παρασκευής μολότοφ”);
Εννοεί τις ρυθμίσεις με τις οποίες αναγνωρίστηκαν τα πτυχία των ιδιωτικών κολλεγίων τριετούς φοίτησης ως ισότιμα των δημοσίων πανεπιστημίων;
Εννοεί το γεγονός ότι θα μείνουν χιλιάδες παιδιά εκτός πανεπιστημίων και γι’ αυτό άρχισε να επαινεί τα ΙΕΚ για την βελτίωση των οποίων δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα;
Εννοεί τη μείωση της χρηματοδότησης για την εκπαίδευση;Μήπως πιστεύει ότι ενισχύει τη δημόσια εκπαίδευση ο αδιανόητος αποκλεισμός των αποφοίτων των Εσπερινών Λυκείων από το Πανεπιστήμιο, δηλαδή των εργαζομένων που με τόσο κόπο ολοκληρώνουν τις λυκειακές σπουδές τους; Στον Καιάδα και αυτοί.
Ή είναι περήφανη η Υπουργός για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται στους συνδικαλιστικούς φορείς των εκπαιδευτικών; Είναι δεδομένο ότι, παρά τα προβλήματά τους, οι φορείς αυτοί παραμένουν ένα σημαντικό στοιχείο της δημοκρατικής συγκρότησης μιας κοινωνίας και η απαξίωσή τους είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Ή μήπως θεωρεί βελτίωση της εκπαίδευσης τον απάνθρωπο αποκλεισμό και μάλιστα από τη φετινή, εξαιρετικά δύσκολη χρονιά, τόσων χιλιάδων υποψηφίων από τα πανεπιστήμια, ώστε να εγγραφούν στα ιδιωτικά κολλέγια;
Και το πιο πρόσφατο: Ο Πρωθυπουργός με παρούσα την κ. Κεραμέως σε ένα σχολείο είπε επί λέξει: “Και ναι, να το πούμε ξεκάθαρα: “Δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι κατ’ ανάγκη στα Πανεπιστήμια”. Γιατί δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του λέγοντας: “Αφού μπορούν να πάνε στα ιδιωτικά κολλέγια των οποίων το πτυχίο αντιστοιχήσαμε με αυτά του δημόσιου πανεπιστημίου και αφού στα κολλέγια μπορεί κανείς να εγγραφεί χωρίς προϋποθέσεις, φτάνει να μπορεί να πληρώσει τα δίδακτρα”;
Γιατί δεν έχουν το θάρρος να ολοκληρώνουν τις προτάσεις τους, ενώ έχουν το θράσος να μιλάνε για αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης;
Η χυδαιότερη, όμως, επίθεση της κυβέρνησης στη δημόσια εκπαίδευση είναι αυτή που προβάλλεται καθημερινά για να εξοικειωθούν με αυτήν οι πολίτες: η σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Η μονοσήμαντη αυτή ταύτιση των σκοπών της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας έχει δύο ανομολόγητους στόχους: πρώτον, να θεωρήσουν οι πολίτες ότι για την ανεργία φταίνε οι εκπαιδευτικοί θεσμοί και όχι μία οικονομία με τόσα πολλά αδιέξοδα. Την άποψη αυτή ενισχύει και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) ώστε να δοθεί η εντύπωση ότι υπάρχουν πολλές θέσεις εργασίας αλλά όχι κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, ενώ ακριβώς το αντίθετο είναι η αλήθεια. Και δεύτερον, η εμμονική αναφορά στην εκμάθηση δεξιοτήτων μειώνει στη συνείδηση των πολιτών την τεράστια σημασία της ανθρωπιστικής παιδείας, της εκπαίδευσης που στοχεύει στη μόρφωση όλων των νέων, ανεξαρτήτως του επαγγέλματος που θα ακολουθήσουν.
Μετά τα παραπάνω, είναι δυνατόν ένας καλοπροαίρετος πολίτης να πιστέψει ότι οι προγραμματισμένες ρυθμίσεις της Υπουργού στοχεύουν στην αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης;
ΝΔ και τρόικα. Βίοι παράλληλοι
Οι ρυθμίσεις που εισάγει η Κυβέρνηση με το νομοσχέδιο που καταθέτει είναι ακριβώς όσα ζητούσε από τον ΣΥΡΙΖΑ η τρόικα στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Επί λέξει: Ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών, αυξημένες εξουσίες στον Διευθυντή, αυτονομία του σχολείου. Επίσης, είναι γνωστό ότι για πολλά χρόνια η τρόικα δεν επέτρεπε διορισμούς. Ωστόσο, την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ καταφέραμε μέσα από μια πολύπλοκη διαπραγματευτική στρατηγική να καταθέσουμε και εν πολλοίς να επιβάλλουμε τη δική μας ατζέντα, όχι μόνο για τους διορισμούς αλλά και για τη μη εφαρμογή της τιμωρητικής ατομικής αξιολόγησης, την ενίσχυση της συλλογικότητας, την καθιέρωση της δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης την οποία η ΝΔ είχε καταψηφίσει και πολλών άλλων ρυθμίσεων.
Ειδικότερα στο θέμα των διορισμών πετύχαμε την πραγματοποίηση μόνιμων διορισμών, καθώς δεν είναι δυνατόν να λειτουργεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα του οποίου το 30% του δυναμικού του είναι αναπληρωτές και αναπληρώτριες εκπαιδευτικοί, όταν σε όλη την Ευρώπη το ποσοστό αυτό είναι 5-6%. Έτσι, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις προχωρήσαμε σε εκείνες τις ενέργειες, ώστε να γίνουν 15.000 μόνιμες προσλήψεις. Είχαμε ήδη προκηρύξει τις 4.500. Η κυβέρνηση της ΝΔ με χίλιες δυσκολίες διόρισε αυτούς τους εκπαιδευτικούς αλλά συνεχίζεται η απαράδεκτη ολιγωρία για τις προκηρύξεις και τους διορισμούς των υπόλοιπων 10.500. Είναι προφανές ότι εάν πρώτα δεν φροντίσουμε να ενισχύσουμε το ανθρώπινο δυναμικό εξασφαλίζοντας στοιχειωδώς ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου.
Αξιολόγηση και Αριστερά
Ένα άλλο δύσκολο πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί στο πλάισιο των διαπραγματεύσεων με την τρόικα ήταν η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα με αρνητική φόρτιση στον χώρο των εκπαιδευτικών με επικρατούσα την αντίληψη περί αναξιοκρατίας στις επιλογές στελεχών.
Υπάρχει μια τεράστια σπέκουλα εκ μέρους της κυβέρνησης ότι η Αριστερά δεν θέλει την αξιολόγηση, αντίληψη απολύτως λανθασμένη και, φοβάμαι ότι όσοι την υποστηρίζουν δεν επιθυμούν εκείνοι να γίνει μια σοβαρή συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα.
Η αλήθεια είναι ότι σήμερα κανείς δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος στην κοινωνία αν δεν πάρει θέση με σαφήνεια στα θέματα αξιολόγησης. Εμείς ως αριστερή κυβέρνηση προχωρήσαμε σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις σε μια προσπάθεια να αρχίσει να δημιουργείται μια κουλτούρα αποτίμησης του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου στο σχολείο, όχι με όρους επίδειξης αυτού – καθώς η αξιολόγηση δεν είναι μία διαδικασία όπως τα καλλιστεία – αλλά με όρους ανάδειξης της δυναμικής των συλλογικοτήτων, των Συλλόγων Διδασκόντων, σε συνεργασία με τις εκπαιδευτικές δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου (ΠΕ.Κ.Ε.Σ.).
Στο πλαίσιο αυτό, οι σχολικές μονάδες προγραμματίζουν στην αρχή της σχολικής χρονιάς, αναστοχάζονται, αναδιαμορφώνουν τον αρχικό προγραμματισμό τους και συνεργάζονται με όλους τους παράγοντες της σχολικής κοινότητας (εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, δομές εκπαίδευσης) για την επίλυση των προβλημάτων, με κυρίαρχο πάντοτε τον ρόλο του συλλόγου διδασκόντων στη λήψη αποφάσεων. Η σημερινή κυβέρνηση καταργεί χωρίς να αξιολογήσει αυτή τη διαδικασία, αυτόν τον τρόπο διαμόρφωσης μιας συνεργατικής και συναινετικής κουλτούρας αξιολόγησης που νομοθετήσαμε –παρά τις αντιρρήσεις της τρόικα.
Παράλληλα, η κυβέρνηση καταργεί τον ομολογουμένως επιτυχημένο θεσμό των Περιφερειακών Κέντρων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ) με τον συνεργατικό και διεπιστημονικό χαρακτήρα του. Το πλήθος και η υψηλή ποιότητα των επιμορφωτικών δράσεων και των επιστημονικών συνεδρίων που οργάνωσαν οι δομές αυτές, πολλές φορές σε συνεργασία με πανεπιστημιακά τμήματα, καθώς και η για πρώτη φορά στην ιστορία της εκπαίδευσης συνεργασία όλων των ειδικοτήτων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και η ολιστική αντιμετώπιση των σύνθετων παιδαγωγικών ζητημάτων που αντιμετωπίζουν τα σχολεία, ακυρώνονται και καταργούνται χωρίς καμία αποτίμηση. Η ατομική παιδαγωγική καθοδήγηση του σχολείου επανέρχεται, επειδή αυτό ταιριάζει σε ένα στέλεχος επιφορτισμένο με τον ρόλο του αξιολογητή/επιθεωρητή αντί του συνεργάτη/συμβούλου/ συντονιστή.
Γιατί η Υπουργός ως υπέρμαχος της αξιολόγησης δεν αξιολογεί θεσμούς και διαδικασίες που ήδη λειτουργούν για τουλάχιστον δύο χρόνια πριν τις καταργήσει; Επειδή στελεχώνονται από Συριζαίους; Δεν ισχύει αυτό και το γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με τα εκπαιδευτικά, το γνωρίζει και η Υπουργός. Δεν τα αξιολογεί γιατί γνωρίζει ότι θα είναι θετική η αξιολόγηση για θεσμούς που σιγά σιγά και συναινετικά καθιερώνουν μια κουλτούρα αξιολόγησης. Και η συνέχεια της λειτουργίας των θεσμών αυτών, έρχεται σε πλήρη ρήξη με την αντίληψη που θεωρεί την αξιολόγηση ως φόβητρο και τιμωρία.
Ας μην έχουμε αυταπάτες, λοιπόν, η αξιολόγηση που προτείνεται θα είναι τιμωρητική.
Εκπαιδευτικοί που δεν “αποδίδουν”
Ποιος καλοπροαίρετος πολίτης μπορεί να πιστέψει ότι το πραγματικό κίνητρο της κυβέρνησης για την εφαρμογή της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι η βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης; Την ίδια στιγμή οι πράξεις της κυβέρνησης κινούνται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η κ. Κεραμέως επανέλαβε την για 2η φορά από τη ΝΔ κακόγουστη φάρσα του διορισμού Διευθυντών Εκπαίδευσης με την αυθαίρετη επιλογή ημετέρων, χωρίς διαδικασία αξιολόγησης και κρίσης μέσω υπηρεσιακών συμβουλίων, τα οποία ήδη έχει φροντίσει να αποδυναμώσει και απαξιώσει.
Και γιατί όχι ατομική αξιολόγηση; Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση, υποκρύπτει όχι μόνο την άγνοια των προβλημάτων των σχολείων αλλά και το σχέδιο αποπροσανατολισμού στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, εφόσον ο “κακός” εκπαιδευτικός εκλαμβάνεται ως η πηγή όλων των δεινών του σχολείου. Μα δεν υπάρχουν “κακοί” εκπαιδευτικοί; θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς. Βεβαίως και υπάρχουν. Δεν είναι, όμως, πρωτίστως αυτοί που δημιουργούν τα προβλήματα στα σχολεία, τα προβλήματα της εκπαίδευσης δε σχετίζονται με την “απόδοση” των εκπαιδευτικών. Αντίθετα, το σχολείο ως καθρέφτης της κοινωνίας αντανακλά τα κοινωνικά προβλήματα που βιώνει η ελληνική οικογένεια, που βιώνουν κατ’ επέκταση και τα παιδιά μέσω των οικογενειών τους. Τα σοβαρά προβλήματα του σχολείου είναι τα σοβαρά προβλήματα της κοινωνίας και τα παιδιά δε μένουν ανεπηρέαστα. Τα παιδιά αισθάνονται εγκλωβισμένα στα αδιέξοδα που διαγράφονται στο δικό τους αύριο και παρακολουθούν παράλληλα την αδυναμία του σχολείου να συζητήσει αυτά τα προβλήματα. Γιατί στο σχολείο κυριαρχεί η άποψη “να τελειώσει η ύλη”. Αντίθετα, μέσω θεσμών που καθιερώσαμε, όπως για παράδειγμα αυτός της ‘Θεματικής Εβδομάδας’ εκπαιδευτικοί και μαθητές μπορούσαν να οργανώσουν εκδηλώσεις, να συζητήσουν και να προβληματιστούν για μια σειρά κοινωνικών προβλημάτων που άγγιζαν τα ίδια τα παιδιά, που αφορούσαν τη ζωή ή την καθημερινότητά τους. Η κυβέρνηση, προφανώς κατάργησε και αυτόν το θεσμό, χωρίς να τον αξιολογήσει.
Ευτυχώς, βέβαια, υπάρχουν εκπαιδευτικοί που ακόμα και μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα των εγκυκλίων και της πρωτοφανούς επίθεσης στο δημόσιο χαρακτήρα του σχολείου, οι οποίοι και οι οποίες αντιστέκονται, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μαζί με τις μαθήτριες και τους μαθητές τους, νησίδες μιας ήρεμης και δημιουργικής καθημερινότητας.
Για πόσο, όμως, ακόμη;
Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.