Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Γιατί το υπ. Παιδείας ζήτησε “εξωτερική” βοήθεια για τη συνταγματικότητα
Διαβάζεται σε 4'Το Υπουργείο Παιδείας ζήτησε την άποψη ενός εκ των κορυφαίων Συνταγματολόγων της χώρας για το ζήτημα της συνταγματικότητας του επικείμενου νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
- 10 Ιανουαρίου 2024 06:22
Ενα από τα θέματα συζήτησης που θα απασχολήσουν ιδιαίτερα τη δημόσια σφαίρα τις προσεχείς ημέρες είναι αν το επικείμενο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια παραβιάζει το Σύνταγμα (και ιδιαίτερα το εμβληματικό άρθρο 16).
Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται για μία εύκολη συζήτηση, ειδικά για τους περισσότερους από εμάς που δεν είμαστε εξοικειωμένοι με το Συνταγματικό Δίκαιο. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ζήτημα τυπικό αλλά βαθύτατα ουσιαστικό, διότι, όπως γίνεται αντιληπτό, αν το σχέδιο νόμου παραβιάζει το Σύνταγμα (ή εκτιμάται ότι το παραβιάζει) γεννάται μέγα θέμα.
Προφανώς την ίδια αγωνία έχει και το αρμόδιο Υπουργείο, το Υπουργείο Παιδείας. Αλλιώς δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά η ενέργεια να ζητηθεί έξωθεν νομική βοήθεια από “εμπειρογνώμονα στους τομείς του Συνταγματικού Δικαίου”.
Η σχετικά ανάθεση έργου (συνολικού κόστους 24800 ευρώ μαζί με τον ΦΠΑ) δημοσιεύτηκε στη “Διαύγεια” στις 13/12/2023 και δόθηκε στην δικηγορική εταιρεία Φίλιππος Σπυρόπουλος”. Το εν λόγω δικηγορικό γραφείο δεν επιλέχθηκε τυχαία.
pierΣτο νομικό κόσμο άπαντες γνωρίζουν ότι παρά το γεγονός ότι δεν είναι ιδιαίτερα προβεβλημένος, ο Φίλιππος Σπυρόπουλος είναι ίσως ο καλύτερος συνταγματολόγος που διαθέτει η χώρα (μεταξύ άλλων, πρώην καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ).
Το κίνητρο του Υπουργείο εκ πρώτης όψεως είναι σαφές. Σ’ ένα τόσο κρίσιμο νομοθέτημα-και ενώ υπάρχoυν ποικίλες ερμηνείες για την εφαρμογή του Συντάγματος- η κυβέρνηση επιθυμεί να λάβει πολλές επιστημονικές γνώμες, από τους κορυφαίους.
Υπάρχει βέβαια η νομική υπηρεσία του Υπουργείου και της Κυβέρνησης, το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης, το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής κτλ, κρίθηκε όμως σκόπιμο να ζητηθεί ακόμη μία άποψη.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει αβίαστα είναι το εξής: Αν τελικά η γνωμοδότηση του κ. Σπυρόπουλου είναι αρνητική ή τέλος πάντων όχι απολύτως θετική, η κυβέρνηση θα ανακρούσει πρύμναν και δεν θα φέρει το νομοσχέδιο προς διαβούλευση και ψήφιση;
Θα έπαιρνε ένα τέτοιο ρίσκο η κυβέρνηση για έναν από τα κυριότερα νομοσχέδια της παρούσης τετραετίας και εν γένει για έναν εμβληματικό στόχο της ελληνικής δεξιάς εδώ και πολλά χρόνια;
Σε κάθε περίπτωση, οι προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά την κατάθεση και την ψήφιση του νομοσχεδίου (που θα αλλάξει ριζικά το τοπίο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μετά από 50 χρόνια) θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Και ίσως γι’ αυτή τη μεγάλη νομική μάχη προετοιμάζεται η κυβέρνηση επιστρατεύοντας όλα τα ισχυρά όπλα.
Ήδη έχουν ταχθεί υπέρ της μεταρρύθμισης με άρθρο τους οι Ευάγγελος Βενιζέλος και Βασίλειος Σκουρης, ωστόσο για την όσο το δυνατόν πιο σφαιρική ενημέρωσή σας, παραθέτουμε και την επιστημονική άποψη για το ζήτημα ενός άλλου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, του Ακρίτα Καϊδατζή, όπως αυτή καταγράφηκε στην εφημερίδα “Εποχή” στις 30 Δεκεμβρίου.
Λέει, μεταξύ άλλων, ο κ. Καϊδατζής:
Όσοι προτείνουν την «παράκαμψη» του άρθρου 16 του Συντάγματος για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων επικαλούνται μονόπλευρα, και γι’ αυτό παραπειστικά, τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 8: «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Το Σύνταγμα μιλάει για «σύσταση», λένε, δηλαδή απαγορεύει την ίδρυση, αλλά όχι απαραιτήτως την εγκατάσταση και λειτουργία παραρτημάτων επιχειρήσεων που έχουν ιδρυθεί στο εξωτερικό.
Η διάταξη της παραγράφου 8 είναι όμως μία μόνο –η τελευταία και, μάλλον, η λιγότερο σημαντική– από ένα πλέγμα τριών διατάξεων του άρθρου 16 που συνθέτουν το συνταγματικό καθεστώς της ανώτατης (δηλαδή, πλέον, βασικά της πανεπιστημιακής) εκπαίδευσης στη χώρα μας. Έχει σημασία να τις δούμε.
Πρώτα, η παράγραφος 5: «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Και, μετά, η παράγραφος 6: «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα».
Από τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 συνάγεται η απαγόρευση εμπορευματοποίησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αυτή συνίσταται στα εξής τρία στοιχεία: Πρώτον, πανεπιστημιακή εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από ιδρύματα που ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Επομένως, δεν επιτρέπεται να παρέχεται από φορείς άλλης μορφής, ιδίως εταιρείες, όχι μόνον ιδιωτικές αλλά ούτε καν δημόσιες. Δεύτερον, τα ιδρύματα που παρέχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση οφείλουν να λειτουργούν «με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Επομένως, δεν επιτρέπεται να διοικούνται από διορισμένα όργανα, όχι μόνον από κάποιον ιδιώτη ιδιοκτήτη, αλλά ούτε καν από το κράτος που τα ίδρυσε.
Και, τρίτον, οι διδάσκοντες στα ιδρύματα που παρέχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι «δημόσιοι λειτουργοί» ή, πάντως, ασκούν δημόσιο λειτούργημα. Επομένως, δεν συνδέονται με το πανεπιστήμιο με σχέση εργασίας και δεν επιτρέπεται να είναι ιδιωτικού δικαίου υπάλληλοι όχι μόνο κάποιου ιδιώτη εργοδότη, αλλά ούτε καν του Δημοσίου.