PISA: Είναι οι Έλληνες τόσο “κακοί” μαθητές;

Διαβάζεται σε 15'
διαγωνισμός μαθητικός PISA
iStock

Tα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας PISA ήταν και αυτή τη φορά απογοητευτικά για τους Έλληνες μαθητές. Τι φταίει; Πού ‘χωλαίνει’ το εκπαιδευτικό μας σύστημα και τι μπορούμε να κάνουμε;

Τις χαμηλότερες επιδόσεις ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ κατέγραψαν οι μαθητές και οι μαθήτριες της χώρας μας στη διεθνή έρευνα PISA (Programme for International Student Assessment) που διοργάνωσε ο ΟΟΣΑ για το 2022, καταγράφοντας μάλιστα νέο αρνητικό ρεκόρ, σε εθνικό επίπεδο.

Τι φταίει; Είναι όντως οι Έλληνες τόσο “κακοί” μαθητές; Τι μας λέει η PISA για το εκπαιδευτικό μας σύστημα;

To NEWS 24/7 μίλησε με την εθνική συντονίστρια του προγράμματος PISA και καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Χρύσα Σοφιανοπούλου, την εκπαιδευτικό και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΛΜΕ (Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης), Στέλλα Μανουσογιωργάκη, και τον πανεπιστημιακό και πρώην υπουργό Παιδείας, Κώστα Γαβρόγλου, αναζητώντας απαντήσεις.

Τι είναι η PISA

Το πρόγραμμα PISA είναι η μεγαλύτερη εκπαιδευτική έρευνα παγκοσμίως. Μελετά τις επιδόσεις των μαθητών στα Μαθηματικά, τις Φυσικές Επιστήμες και την Κατανόηση Κειμένου, το εύρος των γνώσεών τους καθώς και τον τρόπο που μπορούν να τις εφαρμοστούν στην πραγματική ζωή.

Συμμετέχουν μαθητές και μαθήτριες Γυμνασίου και της Α’ Λυκείου από όλο τον κόσμο. Στην έρευνα του 2022 συμμετείχαν συνολικά περίπου 690.000 μαθητές από 81 χώρες ενώ την Ελλάδα εκπροσώπησαν 6.578 μαθητές από 242 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσια, Λύκεια και ΕΠΑΛ) όλης της χώρας.

Η PISA 2022 είχε ως κύριο γνωστικό αντικείμενο τα Μαθηματικά.

Στο πλαίσιο της έρευνας, οι μαθητές συμπλήρωσαν (όπως κάθε φορά) και ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο σκιαγραφεί το κοινωνικοοικονομικό προφίλ του καθενός. Αντίστοιχο ερωτηματολόγιο συμπλήρωσαν και οι Διευθυντές των σχολείων, απαντώντας σε ερωτήσεις για την οργάνωση του εκάστοτε σχολείου.

Τα αποτελέσματα για την Ελλάδα

Επιγραμματικά οι επιδόσεις της χώρας μας, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και ο ΟΟΣΑ.

  • Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών που σημείωσαν χαμηλότερες επιδόσεις από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, καταλάβαμε την 44η θέση (από τις 81) στα Μαθηματικά με επίδοση 430, την 41η θέση στην Κατανόηση Κειμένου με επίδοση 438 και την 44η θέση στις Φυσικές Επιστήμες με επίδοση 441.
  • Στην Ελλάδα, η πτώση της βαθμολογίας, συγκριτικά με το 2018 (όπου επίσης είχαμε σημειώσει εθνικό αρνητικό ρεκόρ), ήταν μεγαλύτερη από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
    Δηλαδή, οι επιδόσεις μας το 2018 ήταν οι χειρότερες που είχαμε καταγράψει ποτέ και φέτος ήταν ακόμα χειρότερες. Συγκεκριμένα, η βαθμολογία στα Μαθηματικά έπεσε κατά 21 μονάδες, στην Κατανόηση Κειμένου κατά 19 μονάδες και στις Φυσικές Επιστήμες κατά 11 μονάδες.

Εδώ μπορείτε να δείτε αναλυτικά τους πίνακες με την παγκόσμια κατάταξη των χωρών και στα τρία γνωστικά αντικείμενα.

Τι φταίει, λοιπόν; Γιατί πηγαίνουμε κάθε χρόνο και χειρότερα;

Καταρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι η πτώση στις επιδόσεις των μαθητών στο PISA 2022, δεν ήταν ένα ελληνικό φαινόμενο, καθώς πτωτικά αποτελέσματα κατέγραψαν οι περισσότερες χώρες που συμμετείχαν, κυρίως στα Μαθηματικά (-15 μονάδες κατά μ.ο. από το 2018) και την Κατανόηση Κειμένου (-10 μονάδες από το 2018 κατά μ.ο).

Το 2022 οι περισσότερες χώρες κατέγραψαν πτώση και στα 3 γνωστικά αντικείμενα.

“Ο κύριος λόγος φαίνεται να είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας. Κάτι που ήταν αναμενόμενο” εξηγεί η εθνική συντονίστρια της PISA, Χρύσα Σοφιανοπούλου.

“Καραντίνα υπήρξε σε όλες τις χώρες, όμως στην Ελλάδα τα σχολεία έμειναν κλειστά για 8 μήνες, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, με αποτέλεσμα τα παιδιά να μείνουν με τεράστια μαθησιακά κενά, τα οποία δεν καλύφθηκαν ποτέ. Εμείς φωνάζαμε στο ΙΕΠ ότι πρέπει να κάνουμε αξιολόγηση, να δούμε τι κενά δημιουργήθηκαν και πως θα τα καλύψουμε, όμως, δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο” δήλωσε, από την πλευρά της, η εκπαιδευτικός Στέλλα Μανουσογιωργάκη.

Ποτέ τα παιδιά δεν είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν συστηματικά την εμπειρία τους στη διάρκεια του lockdown. Πολλά από αυτά είδαν τους γονείς τους να μην καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα λόγω της οικονομικής τους κατάστασης, συνειδητοποίησαν τον θάνατο, είδαν ανθρώπους από το περιβάλλον τους να πεθαίνουν. Όλα αυτά τα επηρέασαν βαθιά” συμπλήρωσε ο πρώην υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου.

Oι μαθητές και οι μαθήτριες της χώρας μας σημείωσαν τις χαμηλότερες επιδόσεις στην ΕΕ, στη διεθνή έρευνα PISA
Μαθητές στο προαύλιο σχολείου (φωτογραφία αρχείου) Menelaos Myrillas / SOOC

Η πανδημία και η επίδρασή της στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι αιτιολογεί εν μέρει τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών ανά τον κόσμο, όμως δεν είναι αρκετή για να ερμηνεύσει επαρκώς την πτωτική πορεία των επιδόσεων των Ελλήνων/ίδων μαθητών/τριών από το 2000, όταν και συμμετείχαμε για πρώτη φορά στην έρευνα της PISA, μέχρι σήμερα.

Στην Ελλάδα έχουμε έναν λειτουργικό αναλφαβητισμό. Έχουμε παιδιά που έρχονται στο Γυμνάσιο συλλαβίζοντας, γιατί δεν μπορούν να διαβάσουν και παιδιά που δεν μπορούν να κάνουν απλές μαθηματικές πράξεις. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε εγγενή προβλήματα με το εκπαιδευτικό μας σύστημα”, επισημαίνει ο κ. Γαβρόγλου.

Ποια είναι, λοιπόν, αυτά τα προβλήματα; Τι κάνουμε λάθος και τι μπορεί να αλλάξει;

Η αποστήθιση καταστρέφει την κριτική σκέψη των μαθητών

Οι ερωτήσεις που καλούνται να απαντήσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες στην έρευνα της PISA βασίζονται περισσότερο στην κριτική τους σκέψη και στον τρόπο που μπορούν να εφαρμόσουν όσα μαθαίνουν στο σχολείο, στην πραγματική ζωή. Κάτι που, όπως, αποδεικνύεται, δυσκολεύει πολύ τους Έλληνες μαθητές.

Ο προσανατολισμός του εκπαιδευτικού μας συστήματος στην αποστήθιση, την γνωστή “παπαγαλία”, αναδεικνύεται ως ένας από τους κυριότερους παράγοντες για αυτό.

“Το ένα θέμα με την ‘παπαγαλία’ είναι ο εκβιασμός του Υπουργείου να βγάλουμε την τεράστια διδακτική ύλη”, εξηγεί η κ. Μανουσογιωργάκη.

“Υπάρχουν παιδιά που έρχονται στην Α’ Λυκείου και δυσκολεύονται στα Μαθηματικά, τους λείπουν στοιχειώδεις γνώσεις. Και εγώ καλούμαι πχ. να τους μάθω ολοκληρώματα. Μα πως να το κάνω; Αν θέλω να βοηθήσω το παιδί, πρέπει να γυρίσω πίσω στο Δημοτικό και να του μάθω πρόσθεση, πολλαπλασιασμό, εξίσωση, και μετά να φτάσω στα ολοκληρώματα. Όταν, όμως το Υπουργείο μου λέει “βγάλε την ύλη” ή “γιατί δεν έχεις προχωρήσει ακόμα στο δεύτερο κεφάλαιο;”, σημαίνει ότι δεν πρέπει να πάω πίσω να βοηθήσω αυτό το παιδί.

Όταν, λοιπόν, είναι τεράστια η ύλη, όταν έχεις πάρα πολλές εξετάσεις, και έχεις και την Τράπεζα Θεμάτων, όπου στις εξετάσεις θα πέσουν θέματα, τα οποία δεν ελέγχει ο εκπαιδευτικός, αυτό μας βάζει να κάνουμε τους μαθητές να τα παπαγαλίσουν όλα, για να μπορούν να περάσουν”, συμπληρώνει.

Το ελληνικό σχολείο αρχίζει και τελειώνει στις Πανελλήνιες

“Η πάγια χαμηλή θέση της Ελλάδας στο PISA 2022, δεν ήταν έκπληξη”, τονίζει η κ. Σοφιανοπούλου, και εξηγεί,

“Δεν είναι καινούργια διαπίστωση ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα ήταν πάντα βαθιά ‘ακαδημαϊκό’. Το γεγονός αυτό που έχει διάφορες οπτικές, για μένα είναι εντελώς αρνητικό. Όσο στο σχολείο διδάσκεται ό,τι είναι χρήσιμο για τις πανελλαδικές εξετάσεις, όσο το Λύκειο υπηρετεί μόνο την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι μαθητές μας δεν θα αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες για να αντιμετωπίζουν θέματα της καθημερινής ζωής και το εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα βγάζει σύγχρονους πολίτες με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον”.

Πανελλήνιες εξετάσεις (φωτογραφία αρχείου)
Πανελλήνιες εξετάσεις (φωτογραφία αρχείου) Stringer / SOOC

Για τον κ. Γαβρόγλου, οι Πανελλήνιες Εξετάσεις έχουν επηρεάσει δραματικά την εκπαιδευτική διαδικασία και έχουν οδηγήσει στην απαξίωση του ελληνικού σχολείου και στην ενίσχυση της παραπαιδείας, δηλαδή των φροντιστηρίων.

“Πρέπει να τονίσουμε μία ελληνική παθογένεια γύρω από τις Πανελλαδικές. Ότι όλοι, αριστεροί, κεντρώοι, συντηρητικοί, έχουμε την σκέψη και την πεποίθηση ότι “το παιδί μου” θα μπει στο Πανεπιστήμιο, όχι μέσα από το σχολείο, αλλά μέσα από την παραπαιδεία, από τα φροντιστήρια. Αυτό ξεκινά ήδη από το Γυμνάσιο και όσο ανεβαίνουμε γίνεται αυτό που όλοι ξέρουμε [..]” σημειώνει, φωτογραφίζοντας όλους και όλες τους μαθητές/τριες της Γ’ Λυκείου που είναι αποκλειστικά προσηλωμένοι στα εντατικά μαθήματα των φροντιστηρίων, και πηγαίνουν στο σχολείο, μόνο και μόνο για να μην μείνουν από απουσίες.

Βλέπουμε τους μαθητές να τρέχουν στα φροντιστήρια μετά το σχολείο, να επιστρέφουν σπίτι για τα μαθήματά τους, να έρχονται στο σχολείο κουρασμένοι και με άγχος ότι δεν έχουν προλάβει τις ασκήσεις τους.. Ε αυτό είναι μια τυραννία [..]. Αναδεικνύεται, λοιπόν, ένα εγγενές πρόβλημα. Ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο σχολείο. Και αν η κοινωνία δεν έχει εμπιστοσύνη στο σχολείο, γιατί το σχολείο να ανταποκρίνεται στον ρόλο που πρέπει να παίξει;”, προσθέτει.

Σχολεία χωρίς εκπαιδευτικούς

Πώς, όμως, μπορούμε να εμπιστευτούμε το σχολείο, όταν η ίδια η Πολιτεία φαίνεται να το υποτιμά;

Οι ανεπαρκείς, έως και επικίνδυνες πολλές φορές, υποδομές (βλέπε σχολεία χωρίς θέρμανση ή σχολεία που πλημμυρίζουν με την πρώτη καταιγίδα) και οι χιλιάδες ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς, τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, είναι ενδεικτικά.

“Τα παιδιά που εξετάστηκαν στο PISA, εξετάσαμε προηγουμένως αν είχαν καθηγητές;” διερωτάται η κ. Μανουσογιωργάκη, εκπαιδευτικός και μέλος του ΔΣ της ΟΛΜΕ και εξηγεί,

“Τα χιλιάδες κενά στην εκπαίδευση είναι μία πάγια κατάσταση τα τελευταία χρόνια. Όταν ένα παιδί ξεκινάει τα Μαθηματικά, κάθε χρόνο, κατά τον Οκτώβρη – Νοέμβρη, αντί για τον Σεπτέμβρη, προφανώς και θα έχει κενά. Και δεν φταίει ούτε το παιδί, ούτε οι εκπαιδευτικοί που προσλαμβάνονται τον Νοέμβρη αντί για τον Σεπτέμβρη, και δεν προλαβαίνουν να βγάλουν την ύλη.

Το ότι η κυβέρνηση έχει διαλύσει τελείως τις δομές της ενισχυτικής διδασκαλίας, της πρόσθετης διδακτικής στήριξης ή την παράλληλη στήριξη (με την αναλογία καθηγητών – μαθητών να φτάνει το 1 για 5), προφανώς και αυτό έχει επιπτώσεις στις επιδόσεις των μαθητών, όχι μόνο στο PISA αλλά και συνολικά. Και αυτό είναι πολιτική απόφαση”.

"Τα παιδιά που εξετάστηκαν στο PISA, εξετάσαμε προηγουμένως αν είχαν καθηγητές;" (φωτογραφία αρχείου)
Μαθητής (φωτογραφία αρχείου) SOOC

“Άλλο τεράστιο πρόβλημα είναι οι αναπληρωτές καθηγητές”, επισημαίνει από την πλευρά του ο πανεπιστημιακός, Κώστας Γαβρόγλου.

“Ξέρετε ότι το 35-40% των εκπαιδευτικών μας είναι αναπληρωτές καθηγητές και αναπληρώτριες καθηγήτριες; Δεν μπορείς να έχεις εκπαιδευτική πολιτική, όταν έχεις τέτοια συγκλονιστικά μεγάλα νούμερα αναπληρωτών. Όχι ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν τη δουλειά τους. Το αντίθετο. Αλλά είναι 9 μήνες εδώ, 9 μήνες εκεί. Αυτό δεν συνιστά εκπαιδευτικό. Ένας εκπαιδευτικός θέλει να ξέρει ποιος είναι ο χώρος του, ποια είναι η κουλτούρα του σχολείου όπου διδάσκει, τους μαθητές του..”, εξηγεί.

Το σχολείο στην ψηφιακή εποχή

Στα παραπάνω δομικά προβλήματα του ελληνικού σχολείου, έρχεται να προστεθεί αυτό της χρήσης των ψηφιακών συσκευών από τους μαθητές και τις μαθήτριες εντός των σχολικών αιθουσών, την ώρα του μαθήματος. Σίγουρα η ψηφιακή μετάβαση των σχολείων είναι μια απαραίτητη διαδικασία στη σύγχρονη εποχή, όμως, φαίνεται πως ακόμα δεν έχουν βρεθεί οι κατάλληλες ισορροπίες εντός της εκπαιδευτικής κοινότητας.

“Νομίζω ότι η ψηφιακή συνθήκη έχει φέρει βαθιές αλλαγές, που ακόμη δεν τις έχουμε καταλάβει. Μία από αυτές τις αλλαγές είναι το γεγονός ότι, το σχολείο έχει χάσει το νόημά του στη συνείδηση πάρα πολλών παιδιών” επισημαίνει ο κ. Γαβρόγλου, υποστηρίζοντας ότι ο διττός χαρακτήρας του σχολείου, ως πηγή γνώσης και κοινωνικοποίησης, φαίνεται πλέον να αμφισβητείται από την πλειοψηφία των μαθητών ενώ το σχολείο δεν έχει καταφέρει να εναρμονιστεί με τα ερωτήματα και τις αναζητήσεις της μαθητικής κοινότητας. “Ο κ. Πιερρακάκης το μόνο που μας λέει είναι ότι αν όλα ψηφιοποιηθούν θα είναι μια χαρά. Υπολογιστές στον καθένα, ηλεκτρονικοί πίνακες, κλπ. Όμως αυτά δεν είναι αρκετά” σημειώνει.

Κάποια πρώτα ενδιαφέροντα συμπεράσματα, που προέκυψαν από την έρευνα της PISA, και μοιράστηκε μαζί μας η εθνική συντονίστρια του προγράμματος, Χρύσα Σοφιανοπούλου, λένε ότι:

  • 1 στους 3 μαθητές -σε όλες τις χώρες – αποσπάται η προσοχή του κατά τη διάρκεια του μαθήματος, από τη χρήση ψηφιακών συσκευών. Και το θέμα εντοπίζεται στις ειδοποιήσεις από εφαρμογές, κοινωνικά δίκτυα, μηνύματα κλπ
  • Όταν οι μαθητές χρησιμοποιούν τάμπλετ ή λαπτοπ για να κρατούν σημειώσεις, φαίνεται να μην κατανοούν και εμπεδώνουν το μάθημα
  • Όταν οι μαθητές χρησιμοποιούν ψηφιακές συσκευές για εκπαιδευτικούς λόγους στην τάξη έως 1 ώρα την ημέρα (όχι περισσότερο), έχουν υψηλότερες επιδόσεις από εκείνους που δεν χρησιμοποιούν καθόλου

OECD

“Τα παραπάνω συμπεράσματα είναι σημαντικά, διότι μας δείχνουν το δρόμο σε ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Ναι, λοιπόν, στην χρήση ψηφιακών συσκευών αλλά με κανόνες χρήσης. Ξέρετε, επιμορφώσαμε τους εκπαιδευτικούς στο πώς να ενσωματώνουν τις ΤΠΕ (σ.σ. Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών) στην εκπαιδευτική διαδικασία, και όχι στο πώς να συμπεριφερθούν όταν πχ. αποσπάται η προσοχή των μαθητών από τα μηνύματα”, μας επισημαίνει η κ. Σοφιανοπούλου.

Εν κατακλείδι

Τα αποτελέσματα της PISA από μόνο τους δεν “λένε κάτι”. Άλλωστε η κριτική που δέχονται ως προς την αξιοπιστία τους, λόγω της οριζόντιας σύγκρισης χωρών με διαφορετική εκπαιδευτική πολιτική διαφορετική κουλτούρα και διαφορετικό οικονομικό επίπεδο, είναι εν μέρει σωστή.

Είναι όμως και πολύτιμη γιατί αφενός αποτυπώνουν σε ένα βαθμό το επίπεδο των Ελλήνων μαθητών και μαθητριών, ιδιαίτερα όταν συγκρίνουμε τα αποτελέσματα της χώρας μας με τα αντίστοιχα προηγούμενων ετών, και αφετέρου επαναφέρει στο προσκήνιο τα εγγενή προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τα οποία αν και αναδεικνύονται διαρκώς από μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας (βλέπε εκπαιδευτικούς και μαθητές) εν τούτοις, φαίνεται να μην λαμβάνουν την απαραίτητη προσοχή από την πλευρά της πολιτείας, βλέπε εκπαιδευτικούς και μαθητές.

Αφού, λοιπόν, χαρτογραφήσαμε εκ νέου μερικές από τις χρονιές παθογένειες της εκπαιδευτικής μας πολιτικής, θέσαμε στους συνομιλητές μας το εξής ερώτημα.

“Τι πρέπει να γίνει;”

“Το ένα είναι ότι πρέπει να υπάρχουν διορισμοί σε όλα τα κενά. Δεν νοείται να ξεκινούν τα σχολεία χωρίς εκπαιδευτικούς. Δεύτερον, να μειωθούν οι εξετάσεις, να καταργηθεί η Τράπεζα Θεμάτων και όλες αυτές οι πρακτικές που ευνοούν την ‘παπαγαλία’ αντί για την κριτική σκέψη. Να ενισχυθεί η ενισχυτική διδασκαλία και η παράλληλη στήριξη και φυσικά να αλλάξουν τα σχολικά βιβλία.

Χρειαζόμαστε καινούργια βιβλία και καινούργια προγράμματα σπουδών. Γιατί δεν είναι μόνο να έχεις εκπαιδευτικούς, είναι και τι τους δίνεις να διδάξουν. Γιατί δεν διδάσκουμε ό,τι θέλουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε το συγκεκριμένο βιβλίο και το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών, τα οποία είναι απαρχαιωμένα. Είναι εντελώς εκτός της σύγχρονης παιδαγωγικής”, επισημαίνει από την πλευρά της η κ. Μανουσογιωργάκη.

“Αν όντως η ψηφιακή συνθήκη μας κάνει να ζούμε στην αρχή, έστω, ενός διαφορετικού παραδείγματος θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του νέου παραδείγματος και πώς θα προσαρμοστούν αυτοί οι θεσμοί σε αυτό. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο θέμα” αναφέρει, από την πλευρά του, ο κ. Γαβρόγλου. “Να θυμίσω ότι στα μέσα του 19ου αιώνα είχαμε δύο πολύ μεγάλες τεχνολογίες, τον ηλεκτρισμό και τον ατμό. Αυτά έφεραν φοβερές αλλαγές στον τρόπο που ζούμε, στον τρόπο που επικοινωνούμε, στον τρόπο που παράγεται ο πλούτος, στον τρόπο που διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική τάξη κλπ. και αυτά είχαν επιπτώσεις στον τρόπο που διδάσκονται τα παιδιά στο σχολείο. Τώρα είμαστε αντιμέτωποι με κάτι αντίστοιχο. Θα πάρει βέβαια μερικές δεκαετίες, μέχρι να βρούμε την ισορροπία, αλλά είναι κάτι που πρέπει να μελετήσουμε”.

“Ένα, λοιπόν, είναι αυτό και δεύτερον πρέπει να δούμε αν υπάρχει η δυνατότητα κατάργησης των πανελλαδικών εξετάσεων και η ενίσχυση του απολυτηρίου”, πρόσθεσε. “Το σχολείο σήμερα έχει φτάσει να “ακυρώσει” την Γ’ Λυκείου. Πιστεύετε ότι αν λέγαμε στα παιδιά της Γ’ Λυκείου να έρθουν στο σχολείο κατευθείαν τον Ιούνιο, απλά για να πάρουν το απολυτήριό τους, θα άλλαζε κάτι στο γνωσιακό τους επίπεδο; Εγώ αμφιβάλλω” σχολιάζει δεικτικά.

Πανελλήνιες εξετάσεις (φωτο αρχείου)
Πανελλήνιες εξετάσεις (φωτο αρχείου) Alexandros Michailidis / SOOC

Οι επιδόσεις στην PISA σχετίζονται με μια σειρά παραγόντων, όπως επιχειρήσαμε να εξηγήσουμε παραπάνω, που “δεν μπορούν να βελτιωθούν με έναν μαγικό τρόπο”, αναφέρει η κ. Σοφιανοπούλου. Ωστόσο, μπορούμε να αντλήσουμε συμπεράσματα και να παραδειγματιστούμε από τις χώρες με υψηλότερες επιδόσεις στον μαθητικό διαγωνισμό.

“Οι αναλύσεις δείχνουν ότι υψηλότερες επιδόσεις έχουν πχ. οι χώρες με μεγαλύτερα επίπεδα σχολικής αυτονομίας, ή όταν οργανώνονται εξωσχολικές δραστηριότητες ή όταν οι εκπαιδευτικοί είναι πιο συνεπείς στην ανατροφοδότηση και πολλά άλλα ακόμη. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται μελέτη των διαχρονικών αποτελεσμάτων και των χαρακτηριστικών των σχολείων που φαίνεται να τα πηγαίνουν καλύτερα”, καταλήγει.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα