Τηλεκπαίδευση στην Ελλάδα: Μαθαίνοντας στα δύσκολα
Το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων έβαλε απότομα την ελληνική εκπαίδευση στην ψηφιακή εποχή. Για πολλούς μαθητές, θα πάρει αρκετό καιρό για να επουλωθούν τα παιδαγωγικά και ψυχολογικά τραύματα που δημιούργησε η πανδημία.
- 11 Απριλίου 2021 07:12
“Γιατί από εκεί ξεκινάει, δάσκαλε”. Σκύβοντας στο κινητό του τηλέφωνο, ο Γιώργος Διαμαντόπουλος απαντάει στην ερώτηση που θέτει ο καθηγητής του από την άλλη άκρη της γραμμής. Από τους εικοσιένα μαθητές της τάξης του, μόνο τρεις συμμετέχουν στην πρώτη ώρα του μαθήματος. Καθισμένος σε ένα μικρό τραπέζι στο πατρικό του, ένα λιτό διαμέρισμα στο Μεταξουργείο, ο αγουροξυπνημένος Γιώργος καπνίζει, ξεφυσάει και κοιτάει αμήχανα την οθόνη, πασχίζοντας να κρατήσει την προσοχή του στο μάθημα.
Ο Γιώργος είναι ένας από τους δεκάδες χιλιάδες μαθητές που θα δώσουν φέτος Πανελλήνιες εξετάσεις. Σκοπεύοντας να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων, φοιτεί σε ένα σχολείο ΕΠΑΛ στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας στην Αθήνα. Ωστόσο, φοβάται ότι η παρατεταμένη απουσία από το σχολείο θα τον κρατήσει μαθησιακά τόσο πίσω, που σκέφτεται να επαναλάβει την Τρίτη Λυκείου για να καλύψει το χαμένο έδαφος. “Συνήθως περνάω πολλές ώρες στο εργαστήριο, πιάνω μηχανές, κινητήρες, φρένα. Όλα αυτά τα έχω χάσει φέτος”, εξηγεί.
Μερικοί καθηγητές χρησιμοποιούν βίντεο για να δείξουν πως δουλεύουν οι μηχανές, αλλά για το Γιώργο αυτό δεν είναι αρκετό. “Μπορείς να δεις σε ένα βίντεο πως κάνεις εξαέρωση τα φρένα, αλλά δεν είναι το ίδιο. Άλλο να το κάνεις μόνος σου και να καταλαβαίνεις σιγά σιγά κάνοντας (τα δικά σου) λάθη, κι άλλο μέσα από μια οθόνη”.
Όπως οι περισσότεροι συμμαθητές του, ο Γιώργος είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιεί το κινητό του τηλέφωνο, καθώς δεν έχει laptop. Ομολογεί ότι πολλές φορές αυτό καθιστά τη συμμετοχή στο μάθημα δύσκολη. “Ο καθηγητής μπορεί να ζητήσει να ανοίξεις ένα αρχείο word και να σημειώσεις ή να στείλεις ένα αρχείο pdf. Αναγκαστικά τα γράφω με το χέρι και μετά τα ξαναπερνάω στο κινητό έτσι ώστε να μπορέσω να πάω σε ένα φίλο για να στείλω το αρχείο.” Σύμφωνα με μια έρευνα του Α.Π.Θ., ένας στους τρεις μαθητές συμμετέχει στην τηλεκπαίδευση μέσω κινητού τηλεφώνου, ενώ στην πρώτη καραντίνα το ποσοστό ήταν ακόμα υψηλότερο (περίπου δύο στους τρεις). Η χρήση του κινητού, σύμφωνα με τον Γιάννη Ρουσσάκη, Επίκουρο Καθηγητή στο Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μειώνει αισθητά την παιδαγωγική επάρκεια της τηλεκπαίδευσης: “Το κινητό περιορίζει τις δυνατότητες. Τα λογισμικά δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες με αυτές του υπολογιστή ή του tablet. Είναι μια καλή συσκευή υποβοήθησης, αλλά όχι μια συσκευή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με άνεση για μάθηση, ειδικά από τους μικρότερους.”
H κυβέρνηση εξήγγειλε πέρυσι ένα πρόγραμμα voucher αξίας 200 ευρώ για να αγοράσουν tablet ή laptop μαθητές που δεν είχαν τέτοιες συσκευές, ενώ μερικές χιλιάδες συσκευές δόθηκαν από δωρεές και μέσω πόρων της Ε.Ε. Η πλατφόρμα άνοιξε μόλις την προηγούμενη Δευτέρα, εν μέσω παραπόνων για τεχνικά προβλήματα και αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια που αδικούν τις πολύτεκνες οικογένειες.
Πολλοί φοβούνται ότι η ψηφιακή στασιμότητα της χώρας μας έχει εντείνει τις ανισότητες στο χώρο της εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τις χαμηλότερες ταχύτητες Ίντερνετ στην Ευρώπη, καθώς και ουραγός στην κατοχή υπολογιστή ή laptop στο σπίτι, ενώ ένα στα πέντε νοικοκυριά δεν είχε πρόσβαση στο Ίντερνετ το 2019. Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Ανασταστάδης, Καθηγητής Δια Βίου και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης, σε σχετικό άρθρο του, η αδυναμία παροχής σχετικού εξοπλισμού είχε ως αποτέλεσμα “ο ψηφιακός δυισμός να μετεξελιχτεί σε εκπαιδευτικό δυισμό, καθώς ένας αριθμός μαθητών που με βάση την κοινή λογική ανήκουν σε κοινωνικά ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.” Παρότι η Υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως έχει τονίσει ότι η συμμετοχή στην τηλεκπαίδευση είναι υψηλή, έως τις αρχές του Δεκεμβρίου, δηλαδή εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας στη χώρα μας, μόλις το 70% των μαθητών είχε εγγραφεί στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο.
Οι ψηφιακές ανισότητες γίνονται εκπαιδευτικές
Όταν τα σχολεία έκλεισαν πέρυσι το Μάρτιο, ελάχιστοι μαθητές μπορούσαν να φανταστούν ότι η τηλεκπαίδευση θα έμπαινε στη ζωή τους για τα καλά. Όπως και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, το σύστημα των ζωνών διαφορετικού χρώματος επιτρέπει στα σχολεία ορισμένων περιοχών να μένουν ανοιχτά. Ωστόσο, στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και η Πάτρα, τα περισσότερα σχολεία είναι κλειστά από το φθινόπωρο, με ένα σύντομο άνοιγμα λίγων εβδομάδων τον Ιανουάριο. Έως την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου, η χώρα μας έχει μια από τις μεγαλύτερες περιόδους με κλειστά σχολεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την αρχή της πανδημίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Unesco.
Για τις πολύτεκνες οικογένειες, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η εύρεση χώρου, πολλές φορές σε μικρά διαμερίσματα, καθώς και η αργή σύνδεση όταν συνδέονται στο Ίντερνετ πολλά παιδιά και οι γονείς που εργάζονται από το σπίτι. Ο Νίκος Μιχαηλίδης, μαθητής 1 Λυκείου, είναι ο μεγαλύτερος γιος μια οικογένειας επτά παιδιών που ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα 46 τετραγωνικών στην Καλλιθέα (Αθήνα). Έχει δανειστεί ένα laptop από ένα φίλο του, αλλά δεν μπορεί να το αποσυνδέσει για να κινείται ελεύθερα, αναγκαζόμενος να μένει σε ένα δωμάτιο όπου κάνουν ταυτόχρονα μάθημα και τα αδέρφια του. Όπως εξηγεί, πολλές φορές είναι δύσκολο να προσέχει στο μάθημα όταν έχει θόρυβο, ενώ το Webex, η πλατφόρμα που χρησιμοποιούν τα δημόσια σχολεία, κολλάει όταν συνδέονται πολλοί ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επικοινωνήσει με τον καθηγητή. “Θέλω να ανοίξουν τα σχολεία, γιατί έχω βαρεθεί την κλεισούρα μέσα στο σπίτι, αν και ξέρω ότι θα μας πλακώσουν στα διαγωνίσματα όταν επιστρέψουμε,” εξηγεί.
Ένα από τα παιδιά της οικογένειας πηγαίνει σε σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ενώ το νεότερο είναι μωρό. Τα υπόλοιπα πέντε παιδιά συμμετέχουν στην τηλεκπαίδευση με πολλές δυσκολίες. Ένα από τα αδέρφια του Νίκου αναγκάζεται να καταφύγει στην τουαλέτα κρατώντας τη συσκευή στο χέρι του, για να βρει την ησυχία που είναι απαραίτητη για να παρακολουθήσει το μάθημα του.
Μια άλλη κατηγορία μαθητών για την οποία η τηλεκπαίδευση αποτελεί ένα ψηφιακό γολγοθά είναι οι ενήλικοι μαθητές εσπερινών σχολείων. Για πολλούς από αυτούς, η προσαρμογή στη νέα εποχή είναι σχεδόν αδύνατη. Για περισσότερους από δύο μήνες, η Ελένη (δεν είναι το κανονικό της όνομα, καθώς η συνεντευξιαζόμενη προτίμησε να μιλήσει ανώνυμα), μια 24χρονη μαθήτρια, δεν μπορούσε να συνδεθεί στο Webex μέσω του τηλεφώνου της, ενώ δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει υπολογιστή. Απελπισμένη, επικοινωνούσε με τους καθηγητές της μέσω email. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, η Ελένη παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει πολλά από τεχνολογία. “Ακόμη και εγώ που είμαι νεότερη, δεν είμαι παιδί της τεχνολογίας. Δεν ξέρω να χρησιμοποιώ ηλεκτρονικό υπολογιστή, γιατί δεν είχα ποτέ. Ξέρω μόνο να κάνω βασικά πράγματα με το κινητό μου, όπως αναζήτηση στο Google.”
Όταν χώρισαν οι γονείς της, η Ελένη αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο για να δουλέψει, αλλά τώρα είναι αποφασισμένη να καλύψει το χαμένο έδαφος. “Θέλω να τελειώσω το σχολείο για μένα. Είναι κάτι που άφησα πάρα πολύ πίσω και πλέον με κυνηγάει στη ζωή μου.” Παρότι ενημέρωσε το σχολείο για το τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπιζε και ζήτησε βοήθεια, μόνο ένας καθηγητής προσφέρθηκε να βοηθήσει. “Είναι σαν να μην υπήρχα,” παραπονιέται. Η μη συμμετοχή της στην τηλεκπαίδευση έχει καταχωρηθεί ως αδικαιολόγητη απουσία, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να επαναλάβει την τάξη του χρόνου, ενώ και πέρυσι έχασε αρκετά μαθήματα. Τώρα αισθάνεται προδομένη από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ακόμη και υπό αντίξοες συνθήκες, δεν δίνει δεύτερες ευκαιρίες. “Είμαστε νυχτερινό σχολείο και μάλλον δεν μετράμε όσο τα άλλα σχολεία. Μας αφήσανε στη μοίρα μας. Ακόμα και μεγαλύτερους ανθρώπους που δεν ξέρουν από τεχνολογία τους ανάγκασαν να μπούνε (στο σύστημα),” εξηγεί.
Για τους μαθητές μεγαλύτερης ηλικίας, η τηλεκπαίδευση αποτέλεσε μια ταχύρρυθμη εισαγωγή στις νέες τεχνολογίες. Ο Ξενοφών Βακίδης, 48 ετών, υπάλληλος εξωτερικών εργασιών, είναι μαθητής της 3 Γυμνασίου σε εσπερινό σχολείο. Δεν ντρέπεται να παραδεχτεί ότι η τεχνολογία δεν αποτελεί το φόρτε του: “Δεν είμαι μικρός, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Δεν ξέρω πολλά από τεχνολογία.” Κατά τη διάρκεια του πρώτου εγκλεισμού τη φετινή χρονιά, προσπαθούσε να μπει στο σύστημα μέσω του κινητού του τηλεφώνου, αλλά δεν αναγνωρίζονταν οι κωδικοί του. Μην έχοντας υπολογιστή και σύνδεση στο Ίντερνετ, κατέφευγε σε ένα φίλο του. “Δεν μπορούσα να συμμετέχω στην τάξη, ήταν σαν να σταμάτησα το σχολείο εξαιτίας της άγνοιας μου για την τεχνολογία,” εξηγεί.
Όταν τα σχολεία άνοιξαν για ένα μικρό διάστημα, ο κ.Βακίδης πήρε καινούργιους κωδικούς και κατάφερε να συνδεθεί. Ωστόσο, φοβάται ότι ο χαμένος χρόνος θα του στοιχίσει: “Δυστυχώς θα με πάει πίσω. Το παλεύω για πολλά χρόνια. Ξεκίνησα από την αρχή, είμαι στο τέλος, παλεύω να τελειώσω και δεν μπορώ.” Όταν ήταν νεότερος, οικογενειακά προβλήματα δεν του επέτρεψαν να τελειώσει το σχολείο. Τώρα ελπίζει σε κάτι καλύτερο: “Tο είχα απωθημένο να προχωρήσω όσο μπορώ με το σχολείο, να μην είμαι απλά μόνο ένας απόφοιτος Δημοτικού. Είναι σημαντικό για τη δουλειά, αλλά και για μένα προσωπικά.”
Η σχολική διαρροή περνάει στο διαδίκτυο
Για το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η πανδημία αποτέλεσε την τελευταία από μια σειρά κρίσεων. Η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία άφησε τα σημάδια της στο εκπαιδευτικό σύστημα. Από το 2010, όταν ξεκίνησε η κρίση, έως την κορύφωση της το 2016, οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση μειώθηκαν περίπου 10%, ενώ το ίδιο διάστημα οι αντίστοιχες ιδιωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 15%.
Παρόλα αυτά, η χώρα μας κατάφερε να επιτύχει μια πρωτοφανή βελτίωση στο πεδίο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ακολουθώντας τους στόχους της Ε.Ε. για μείωση της σχολικής διαρροής κάτω από 10% έως το 2020. Το 2019, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 18-24 ετών που είχαν παρατήσει πρόωρα το σχολείο είχε πέσει στο 4.1%, πολύ χαμηλότερα από τον Μ.Ο. του 10.3% στην Ε.Ε. Σύμφωνα με τα στατιστικά του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), το 2018 σχεδόν εννέα στους δέκα Έλληνες ηλικίας 25-34 ετών είχαν τελειώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, μια εντυπωσιακή αύξηση 12% σε σχέση με το 2008, ενώ 43% είχαν πτυχίο ανώτερης εκπαίδευσης.
Η πανδημία και το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων, ωστόσο, σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς, ενδέχεται να αναζωπυρώσει το φαινόμενο της σχολικής διαρροής. Η Άρτεμις Τσίτσικα, διευθύντρια της Μονάδας Εφηβικής Υγείας στη Β΄Παιδιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Νοσοκομείου Παίδων “Π. & Α. Κυριακού”, σημειώνει ότι από την αρχή της πανδημίας έχει παρατηρηθεί άνοδος στον αριθμό των μαθητών που είτε αρνούνται περιστασιακά να συμμετέχουν στην εκπαίδευση (σχολική άρνηση) είτε το έχουν παρατήσει εντελώς (σχολική διαρροή). “Για τα παιδιά που ήταν ήδη σε οριακή σχέση με το σχολείο, δηλαδή ήδη είχαν απομακρυνθεί με κάποιο τρόπο, αυτή η κατάσταση έχει παγιωθεί,”σημειώνει η κ. Τσίτσικα. Ένα από αυτά τα παιδιά, ο Παύλος, 16 ετών,ανέφερε στη γραμμή βοήθεια της Μονάδας Εφηβικής Υγείας: “Τελικά προτιμώ να μη γυρίσω φέτος στο σχολείο. Βαριέμαι λίγο, φοβάμαι και τα διαγωνίσματα. Του χρόνου ίσως…βλέπουμε…”.
Όπως σημειώνει ο Χρήστος Κάτσικας, εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος που καλύπτει το χώρο της εκπαίδευσης για αρκετές δεκαετίες, οι προυπάρχουσες ανισότητες εντάθηκαν λόγω της τηλεκπαιδευσης, τόσο για μειονότητες όπως τα παιδιά των Ρομά και των προσφύγων, όσο και για πολλά παιδια που μένουν σε ορεινές ή νησιωτικες περιοχές, καθώς και στις δυτικές συνοικίες στα μεγάλα αστικά κέντρα. “Τα φτωχά παιδιά θίγονται από την τηλεκπαίδευση, όχι μόνο γιατί δεν έχουν τις τεχνικές δυνατότητες να παρακολουθήσουν τη διαδικασία, αλλά και γιατί εγκαταλείπουν πάρα πολύ εύκολα αν δεν βρίσκονται σε ζωντανή μαθησιακή διαδικασια,”λέει ο κ. Κάτσικας. Η δια ζώσης εκπαίδευση, σύμφωνα με τον κ.Κάτσικα, προσφέρει σε αυτά τα παιδιά μια δεύτερη ευκαιρία μέσα από την αλληλεπίδραση με τους συμμαθητές και τους καθηγητές τους, καθώς και εξωσχολικές δραστηριότητες όπως εκδρομές σε μουσεια.
Περνώντας στην ψηφιακή εποχή εν μέσω επιδημίας
Όταν η πανδημία χτύπησε την Ελλάδα, το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μπήκε απότομα στην ψηφιακή εποχή, χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη προετοιμασία. Με εξαίρεση ορισμένες απομακρυσμένες περιοχές, η χρήση τεχνολογίας εντός ή εκτός τάξης ήταν σπάνια έως ανύπαρκτη. Το 2010, η τότε κυβέρνηση εξήγγειλε την στρατηγική του “Ψηφιακού Σχολείου”, σκοπεύοντας να εντάξει την ψηφιακή τεχνολογία στην εκπαίδευση μέσω προγραμμάτων επιμόρφωσης εκπαιδευτικών, παροχής κατάλληλης υποδομής και δημιουργίας ψηφιακού εκπαιδευτικού υλικού. Έως το 2020, περίπου 9,000 σχολεία αναμενόταν να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, ελάχιστα άλλαξε η κατάσταση στα περισσότερα δημόσια σχολεία της χώρας, καθώς μόλις το 2% των δημοτικών σχολείων και το 15% των γυμνασίων και λυκείων διαθέτουν υψηλού επιπέδου τεχνολογικό εξοπλισμό, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε είναι 37% και 60% αντίστοιχα. Εξίσου χαμηλή είναι και η χρήση αυτών των μέσων, αφού μόλις 6% των δημοτικών σχολείων, 3% των γυμνασίων και 9% των λυκείων αξιοποιούν διαδικτυακά περιβάλλοντα μάθησης, όταν οι αντίστοιχοι μέσοι όροι στην Ε.Ε. είναι 27%, 54% και 65% αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την έρευνα PISA του ΟΟΣΑ, μόνο ένας στους τρεις μαθητές πήγαινε το 2018 σε σχολείο όπου ήταν διαθέσιμη κάποια βοηθητική πλατφόρμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, ένα ποσοστό αρκετά χαμηλό σε σχέση με τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Aν και το ‘e-class’, μια από τις πλατφόρμες ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης, είχε δημιουργηθεί πριν την πανδημία, ελάχιστοι από τους καθηγητές του τη χρησιμοποιούσαν, λέει ο Γιώργος Βραδής, μαθητής της 3 Λυκείου σε δημόσιο σχολείο στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Ακόμη και φέτος, πολλοί καθηγητές αποφεύγουν τη χρήση της για πρακτικούς λόγους: “Κανένας μαθητής δεν γνώριζε ότι υπήρχε αυτή η πλατφόρμα, αν και υπήρχε πριν την πανδημία. Πέρυσι τη μάθαμε και φτιάξαμε κωδικούς, αλλά επειδή αρκετοί δεν τους κράτησαν, φέτος δυσκολεύονταν να την καταλάβουν. Πολλοί καθηγητές δεν ήθελαν να μπουν σε αυτή την ιστορία και έκαναν από μόνοι τους ασκήσεις.” Ωστόσο, ένα θετικό στοιχείο, εξηγεί ο κ.Βραδής, είναι ότι πλέον έχουν ενταχθεί στο σχολείο νέες ψηφιακές δυνατότητες. “Τώρα (οι καθηγητές) μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να ανεβάσουν ένα βίντεο ή μια άσκηση. Στο σχολείο είναι πιο δύσκολο, καθώς πολλά σχολεία δεν έχουν προτζέκτορες.”
Παρόμοια είναι η εμπειρία της Ευγενίας Φούσκα, μαθήτριας της Τρίτης Λυκείου σε σχολείο της Ανατολικής Αττικής. Κατά τη διάρκειας της τηλεκπαίδευσης πέρυσι, ολόκληρη η τάξη της Δευτέρας Λυκείου στο σχολείο της έκανε ταυτόχρονα μάθημα με τον ίδιο καθηγητή, αφού οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί δεν είχαν τον κατάλληλο εξοπλισμό ή την κατάλληλη κατάρτιση. “Ήμασταν τόσα πολλά παιδιά που δεν υπήρχε καμία επικοινωνία. Όταν μας έκαναν ερωτήσεις δεν μπορούσαμε να απαντήσουμε, ουσιαστικά ο καθηγητής έκανε το μάθημα μόνος του,” λέει η Ευγενία.
Φέτος, το κυριότερο πρόβλημα, όπως εξηγεί η Ευγενία, αφορά την αλληλεπίδραση με τους καθηγητές: “Υπάρχει λιγότερος χρόνος για να κάνεις κάποια ερώτηση. Ο καθηγητής προσπαθεί να προλάβει την ύλη. Δεν μπορείς να ρωτήσεις στο διάλειμμα, όπως στο σχολείο.” Το αποτέλεσμα είναι να μετατρέπεται το μάθημα σε απλή μεταφορά πληροφορίας: “Παραδίδει ο καθηγητής μόνος του, εμείς σπάνια σηκώνουμε το χέρι μας για να μην διακόπτουμε το μάθημα.”Ενώ η πλατφόρμα Webex προσφέρει τη δυνατότητα να ζητήσει ένας μαθητής το λόγο, απουσιάζει ο αυθορμητισμός, εξηγεί ο Γιώργος Βραδής. “Δεν είναι ακαριαίο, όπως όταν σηκώνεις το χέρι σου στην τάξη. Το σκέφτεσαι και σου παίρνει χρόνο να σηκώσεις το χέρι. Οι εκπαιδευτικοί φοβούνται ότι δεν τους προσέχουμε και συχνά απαντούν στις δικές τους ερωτήσεις. Είναι κάπως αμήχανο”.
Αυτή η αμηχανία θα έσπαγε αν ανοίγανε τις κάμερες, πιστεύει ο κ.Βραδής. Ωστόσο, όσες φορές προσπάθησαν να το κάνουν στην τάξη του, το σύστημα έπεφτε ή υπήρχαν σοβαρά τεχνικά προβλήματα, ενώ υπάρχει και το ζήτημα των προσωπικών δεδομένων. Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Μπάρμπα, καθηγητής Ειδικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ, το αποτέλεσμα είναι να χάνεται η ουσιαστική λειτουργία της μάθησης. “Ήδη η διαδικτυακή εκπαίδευση περιέχει μια έκπτωση σε σχέση με τη ζωντανή επικοινωνία, όπου μπορείς να διακρίνεις αν κάποιος κάνει κάποιο νεύμα ή μια γκριμάτσα. Αν δεν βλέπεις κάποιον, είναι ακόμα χειρότερα. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πολλά παιδιά δηλώνουν παρουσία και μετά κάνουν ότι θέλουν. Αυτό δεν μπορεί να λογιστεί σαν μαθησιακή διαδικασία.” Για τη Μαρίνα Δούκα, μαθήτρια Τρίτης Λυκείου από τα βόρεια προάστια της Αθήνας, η παρακολούθηση του μαθήματος μοιάζει συχνά με την ακρόαση podcast – πολλές φορές απαντάει στις ερωτήσεις καθηγητών για να μην αισθάνονται μόνοι τους. “Υπάρχουν μαθήματα στα οποία αφήνω το κινητό στην άκρη και λύνω κάτι άλλο, ή κάνω κάποια δουλειά ή γυμναστική,”όπως εξηγεί.
Στην παρούσα φάση, η κυβέρνηση έχει δώσει προτεραιότητα στο άνοιγμα των τάξεων του Λυκείου, για να δώσει την ευκαιρία στους μαθητές που συμμετέχουν στις Πανελλήνιες εξετάσεις να επανέλθουν στο σχολείο. Αρκετοί γονείς έχουν κάνει αγωγές στο Συμβούλιο Επικρατείας γιατί το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων σε ορισμένες μόνο περιοχές δημιούργησε άνισες συνθήκες προετοιμασίας για υποψήφίους των Πανελληνίων, τη στιγμή που αλλάζει το σύστημα εισαγωγής αποκλείοντας αρκετούς μαθητές από τα πανεπιστήμια. Ωστόσο, όπως εξηγεί η Ευγενία Φούσκα, για τους περισσότερους μαθητές της Τρίτης Λυκείου είναι πλέον αργά – το σχολείο πλέον δεν είναι προτεραιότητα τους: “Θα ήθελα τα σχολεία να ήταν ανοιχτά έως το Δεκέμβριο ώστε να μην είχα χάσει το πρόγραμμα μου. Oύτως ή άλλως τα παιδιά της Τρίτης Λυκείου μετά το δεύτερο τετράμηνο δεν πηγαίνουν πολύ στο σχολείο γιατί έχουν βγάλει την ύλη στα φροντιστήρια και κάθονται να διαβάσουν”.
Από την πλευρά της, η Μαρίνα Δούκα κατανοεί γιατί η κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα στην Τρίτη Λυκείου: “Oρισμένοι μαθητές δεν έχουν τη δυνατότητα να πάνε φροντιστήριο και βασίζονται αποκλειστικά στο σχολείο για την επίδοση τους στις Πανελλήνιες. Για μένα είναι πιο βολικό να μην έχω να πάω στο σχολείο, αλλά σκέφτομαι ότι θα αποκλείαμε αυτούς τους μαθητές αν αφήναμε τα σχολεία κλειστά. Δεν θα ήταν δίκαιο.” Ένα απ΄αυτά τα παιδιά είναι ο Γιώργος Διαμαντόπουλος, ο οποίος δεν έχει πάει ποτέ σε φροντιστήριο, ενώ κάνει ιδιαίτερα μαθήματα με τη βοήθεια της φιλανθρωπικής οργάνωσης Be the Miracle. Όπως λέει ο Γιώργος: “Αν ηταν σωστό το σχολείο δεν θα χρειαζόταν το φροντιστήριο. Αν ο καθηγητής δεν ασχολείται με εσένα κι ενδιαφέρεται μόνο να βγάλει την ύλη και δεν κάθεται να την εξηγήσει, θα πας στο φροντιστήριο για να τα εμπεδώσεις. Πρέπει να δώσεις πολλά λεφτά για να καταλάβεις αυτά που θα έπρεπε να έχεις ήδη μάθει δωρεάν”.
Εκτός από το ρόλο των φροντιστηρίων, διάχυτη είναι η αίσθηση ότι η τηλεκπαίδευση εντείνει το χάσμα ανάμεσα στα ιδιωτικά και τα δημόσια σχολεία. Όπως σημειώνει η Ευγενία Φούσκα, από συνομιλίες της με συνομηλίκους της που φοιτούν σε ιδιωτικα σχολεια έχει την εντύπωση ότι σε αυτά υπάρχει καλύτερη οργάνωση λόγω των αυξημένων προσδοκιών γονέων και μαθητών: “To μάθημα γίνεται καλύτερα, υπάρχει συνεννόηση, καθώς τα παιδιά έχουν μεγαλύτερους στόχους και καταλαβαίνουν ότι πρέπει να γίνει μάθημα.” Πράγματι, όπως αναφέρει ο Tάσος (δεν είναι το πραγματικό του όνομα, καθώς ο μαθητής προτίμησε να μιλήσει ανώνυμα), μαθητής σε ένα από τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, στο δεύτερο κύμα της πανδημίας στο σχολείο του υπήρξε προετοιμασία τόσο στο τεχνικό κομμάτι όσο και στο παιδαγωγικό. Οι καθηγητές προσπαθήσανε να καλύψουνε μεγάλο κομμάτι της ύλης πριν να κλείσουν τα σχολεία, ενω το σχολείο ενθαρρύνει τη χρήση ανοιχτής κάμερας κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
Οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία
Όπως όλοι οι συνομήλικοι τους σε όλο τον κόσμο, ακόμη και πριν την πανδημία οι Έλληνες έφηβοι αντιμετώπιζαν τις συνήθεις αγωνίες και φόβους της ηλικίας τους. Λιγότεροι από επτά στους δέκα Έλληνες μαθητές 15 ετών νιώθουν ένα υψηλό επίπεδο ικανοποίησης με την καθημερινή ζωή τους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ποσοστό χαμηλότερο από το μέσο όρο.
Ο παρατεταμένος εγκλεισμός έχει ωθήσει αρκετά από αυτά τα παιδιά στο όριο της κατάθλιψης. Διεθνής έρευνα που έγινε από ομάδα πανεπιστημίων, μεταξύ των οποίων και το ΑΠΘ, έδειξε ότι περίπου ένας στους πέντε Έλληνες έφηβους βιώνει σημαντική αύξηση στρες, μοναξιάς και θυμού σε σύγκριση με την περίοδο πριν την πανδημία, ενώ το 68% περνάει περισσότερο χρόνο μπροστά σε μια οθόνη. “Καθόμαστε σπίτι, αλλά αυτό δεν με βοηθάει, γιατί δεν μπορώ να κοινωνικοποηθώ, ούτε να μιλήσω με άλλα άτομα της ηλικίας μου κι αυτό με αποξενώνει. Περνάω επτά ώρες μπροστά από μια οθόνη μόνο για το σχολείο. Δεν έχω όρεξη να κάτσω να διαβάσω, μου φαίνεται περίεργο,” εξηγεί τα συναισθήματα της η Ευγενία Φούσκα.
Παρόλο που τα παιδιά και οι έφηβοι είναι λιγότερο ευάλωτοι στον ιό, οι επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία ενδέχεται να είναι μακροχρόνιες. “Δώσαμε πιο πολύ προσοχή στην κάλυψη της ύλης, παρά στο πιο σοβαρό πρόβλημα, που είναι το πως τα παιδιά βιώνουν την ίδια την πανδημία με το κλείσιμο στο σπίτι. Η ύλη καλύπτεται, αλλά τα κοινωνικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά ζητήματα που ενδεχομένως δεν μπορούν να επεξεργαστούν τα παιδιά είναι πιο σοβαρά,”όπως εξηγεί ο καθηγητής Γιώργος Μπάρμπας. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση σε διαταραχές ύπνου στις μικρές ηλικίες κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού. Τα μικρότερα παιδιά, σύμφωνα με τον κ.Μπάρμπα, δεν έχουν αυτόνομη κοινωνική δραστηριότητα εκτός σχολείου και ως εκ τούτου έχουν χάσει την ευκαιρία επικοινωνίας με τους συνομηλίκους τους. “Δεν έχουν τους συμμαθητές τους για να αλληλεπιδράσουν και να εκτονωθούν, τη στιγμή που η εμπειρίας της πανδημίας είναι μια συναισθηματικά πιεστική κατάσταση.” Ακόμη και μέσω της τηλεκπαίδευσης, πιστεύει ο κ. Μπάρμπας, θα πρέπει αυτά τα παιδιά να έχουν τη δυνατότητα να περάσουν λίγο χρόνο μεταξύ τους, σε ομάδες και χωρίς την παρουσία δασκάλου, όπως κάνουν κατά τη διάρκεια του διαλείμματος στο σχολείο, ή να συζητούν με τους δασκάλους τους πως περνούν.
Εξίσου σημαντικό πρόβλημα αποτελεί ο εθισμός στο διαδίκτυο. Πριν από την πανδημία, περίπου ένας στους τρεις μεγαλύτερους μαθητές ήταν ευάλωτος σε αυτό το φαινόμενο, σύμφωνα με την κ.Τσίτσικα, με σχεδόν έναν στους δέκα μαθητές να πάσχει από σοβαρό εθισμό. Ένα παράδειγμα είναι ο αδερφός του Τάσου, μαθητή της Τρίτης Λυκείου: “Μικρότερος είχα κι εγώ εξάρτηση, ενώ τώρα έχει ο αδερφος μου. Τώρα πια παίζω λιγότερο video games, γύρω στη μισή ωρα, ενώ ο αδερφός μου υπάρχουν μέρες που δεν βγαίνει από το δωμάτιο του. Είναι πολύ στεναχωρο, και με την καραντίνα τα πράγματα έγιναν χειρότερα.” Όπως αναφέρει ο κ. Κάτσικας, πολλά παιδιά εξαιτίας της πολύωρης έκθεσης σε οθόνες, έχουν χάσει τη δυνατότητα συγκέντρωσης, φαινόμενο που οξύνθηκε από τη διαρκή τηλεκπαίδευση.
Σύμφωνα με την κ.Τσίτσικα, το κλείσιμο σχολείων και αθλητικών χώρων επηρεάζει ακόμα και τη σωματική υγεία των μαθητών, με αυξανόμενα επίπεδα παχυσαρκίας λόγω μειωμένης σωματικής άσκησης, ιδιαίτερα για παιδιά από φτωχότερες οικογένειες. Για πολλούς μαθητές, το σχολείο έχει χάσει τη σημασία του. “Πολλά παιδιά βαριούνται, δεν τους εμπνέει το σχολείο. Δεν υπάρχει κίνητρο,” λέει η κ.Τσίτσικα, η οποία πιστεύει ότι ακόμη και μετά το τέλος της πανδημίας, οι συνέπειες θα είναι αισθητές για τουλάχιστον δύο χρόνια.
Ο διαδικτυακός εκφοβισμός έχει επίσης αυξηθεί, καθώς τα παιδιά περνούν περισσότερο χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παραδόξως, μπορεί να δημιουργήσει πληγές πιο βαθιές από τον εκφοβισμό στο σχολείο, προειδοποιεί η κ.Τσίτσικα: “Είναι πιο σκληρός, γιατί στο διαδίκτυο δεν υπάρχουν οι δεύτερες ευκαιρίες που υπάρχουν έξω. Ένα {προσβλητικό} σχόλιο για το οποίο μπορεί κανείς να μετανιώσει στην πραγματική ζωή θα παραμείνει στο διαδίκτυο {για πάντα}.” Η ανωνυμία δίνει επίσης μια αίσθηση ατιμωρησίας στους θύτες, ενώ η μεγαλύτερη έκθεση και οι επαναλαμβανόμενες προσβολές μπορούν να δημιουργήσουν βαθύτερα τραύματα στα θύματα. Σύμφωνα με την Ευγενία Φούσκα, το φαινόμενο είναι σχεδόν καθημερινό, αφού παιδιά από άλλες τάξεις μπαίνουν στο μάθημα και παρενοχλούν μαθητές και εκπαιδευτικούς. “Επειδή όλα τα δημόσια σχολεία χρησιμοποιούν το Webex, μπορεί κανείς να μπει μέσα και να τον δεχτεί ο καθηγητής χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι και να αναστατώσει το μάθημα”.
Για πολλές οικογένειες, ο διαρκής εγκλεισμός ήταν μια απρόσμενη ευκαιρία για να περάσουν τα μέλη της λίγο χρόνο μαζί. Για τον Γιώργο Βραδή, το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του είναι καθηγητές και η μικρότερη αδερφή του είναι επίσης μαθήτρια βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων. “Είμαστε όλοι στο σπίτι και δουλεύουμε. Τα πρόγραμμά μας συμπίπτουν. Ωστόσο υπάρχει επαφή, συζήτηση, βοήθεια. Μπορεί παραδείγματος χάρη κάποιος να μου φέρει ένα χυμό. ” Κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων του θα ήθελε να μπορεί να παίξει κιθάρα, αλλά είναι δύσκολο όταν κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας κάνει μάθημα, οπότε αναγκάζεται να παίζει με το κινητό του.
Ωστόσο, για παιδιά δυσλειτουργικών ή φτωχών οικογενειών που μένουν σε μικρά διαμερίσματα, οι αυξημένες εντάσεις είναι μέρος της καθημερινότητας τους. Η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να βλάψει ακόμα και το εκπαιδευτικό μέλλον αυτών των μαθητών, προειδοποιεί η κ. Τσίτσικα: “Αναγκάζονται να παραμείνουν στο ίδιο μέρος με τον επιτιθέμενο. Το σχολείο για αυτά είναι ένα παράθυρο ίσης ευκαιρίας (που έχει κλείσει)”.
Εάν υπάρχει ελπίδα, τονίζει η κ.Τσίτσικα, αυτή είναι τα μαθήματα που θα αντλήσει από την πανδημία η νέα γενιά. Όπως σημειώνει, οι σημερινοί μαθητές, όντας μέλη της ‘γενιάς Z’, έχουν μεγαλώσει χρησιμοποιώντας την τεχνολογία και έχοντας ζήσει πολλές διαδοχικές κρίσεις, κάτι που τους καθιστά πιο δημιουργικούς, αισιόδοξους και προσαρμοστικούς στις δυσκολίες. Παρότι οι νέοι αυτής της ηλικίας συχνά κατηγορούνται για αδιαφορία και υπέρμετρο εγωισμό από τους μεγαλύτερους, η πανδημία μπορεί να τους διδάξει τη σημασία της συλλογικής ευθύνης, όπως λέει η κ.Τσίτσικα: “Aν εμείς αντιληφθούμε πως μπορούμε να εμπλέξουμε αυτή τη γενιά στον εθελοντισμό και στο κοινό καλό, κάτι που τους γοητεύει, μπορεί να γίνει {μια γενιά} περισσότερο ανθεκτική και μέσα από την κρίση να αποκτήσει θετικές δυνατότητες οι οποίες θα της χρησιμεύσουν στο μέλλον”.
*To ρεπορτάζ χρηματοδοτήθηκε από το National Geographic Society. This work was supported by the National Geographic Society.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις