Φυσικές καταστροφές: Εδώ, ο κόσμος καίγεται!
Διαβάζεται σε 8'Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νικήτας Μυλόπουλος καταγράφει το πόσο έχει επηρεάσει τη χώρα η κλιματική κρίση και προτείνει τρόπους αντιμετώπισής της.
- 31 Αυγούστου 2024 07:09
Τον περασμένο Σεπτέμβρη, η Θεσσαλία πνίγηκε από τον κυκλώνα Ντάνιελ, τρία μόλις χρόνια μετά τον αντίστοιχο Ιανό και λίγες μόνο ημέρες μετά την πυρκαγιά της Δαδιάς, τη μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά στην ιστορία της Ευρώπης από τη δεκαετία του ’80. Λίγους μήνες μετά, ζούμε ένα από τα θερμότερα καλοκαίρια (το τρίτο στη σειρά),με παρατεταμένη ξηρασία που κατέληξε -εκτός των άλλων –στη μεγάλη πυρκαγιά της Αττικής.
Η ευρωπαϊκή υπηρεσία για το κλίμα, Copernicus, καταγράφει το ένα ρεκόρ υψηλής θερμοκρασίας πίσω απ’ το άλλο και αντίστοιχα ρεκόρ ανώτατης θερμοκρασίας της θάλασσας -που είναι ίσως και το πιο ανησυχητικό για την πρόγνωση κυκλώνων και καταιγίδων στο προσεχές διάστημα.
Δεν πρόκειται απλώς για το τέλος του μεσογειακού καλοκαιριού και των παιδικών μας παραδείσων. Είναι η νέα, απορυθμισμένη μας κανονικότητα, μία διαδοχή περιόδων ξηρασίας–πυρκαγιών-κυκλώνων-πλημμυρών σε φαύλο κύκλο, τον οποίο η κλιματική κρίση εντείνει πολλαπλά, καθώς οι ξηρασίες πολλαπλασιάζουν τις πυρκαγιές, που με τη σειρά τους πολλαπλασιάζουν τις πλημμύρες που θα οδηγήσουν σε νέες ξηρασίες κ.ο.κ. Όλα μεγεθύνουν εντέλει, περαιτέρω, την απορρύθμιση του κλιματικού μηχανισμού, σε αυτό το σπειροειδές στροβίλισμα προς ένα μέλλον άγονο και άνυδρο.
Τα δεδομένα για την Ελλάδα: Πρώτοι και χειρότεροι στις φυσικές καταστροφές
Αλλά αυτά είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Η αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση, είναι μέρος της μεγάλης συζήτησης που γίνεται παγκοσμίως για την πράσινη μετάβαση, όπου, μην το ξεχνάμε, είναι σε εξέλιξη και η πλέον σφοδρή πολιτική σύγκρουση για το πώς, το γιατί και το τι μέλλει γενέσθαι. Μία ματιά στις εξαγγελίες του Τραμπ για το επερχόμενο ξήλωμα της κλιματικής πολιτικής, αλλά και στο Ευρωκοινοβούλιο για αντίστοιχες προθέσεις ακύρωσης κλιματικών νόμων, από τη συμμαχία δεξιάς-ακροδεξιάς, θα σας πείσει.
Στη χώρα μας ωστόσο, ο απολογισμός των τελευταίων χρόνων σε σχέση με τις φυσικές καταστροφές, δείχνει πως παρά τις ομόθυμες ανησυχίες για την κλιματική κρίση, αυτή τελικά λειτουργεί περισσότερο ως άλλοθι στην κατανομή ευθυνών, μετά την καταστροφή, παρά ως καταλύτης νέων πολιτικών αντιμετώπισης. Έτσι, τα έργα αντιπλημμυρικής θωράκισης ακόμη αγνοούνται, το ίδιο και τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, ενώ η χώρα μας κατέχει τα πρωτεία σε εκτάσεις καμένης γης, ανά πυρκαγιά(κάθε φωτιά στη χώρα μας καίει, κατά μέσο όρο, πάνω από 1.000 εκτάρια γης, όταν στην Ιταλία καίει 78 και στη Γαλλία 41!
Αναμενόμενο θα πει κανείς, από τη στιγμή που η στρατηγική αντιμετώπισης εστιάζει αποκλειστικά στις εκκενώσεις και οι πυρκαγιές, ως επί το πλείστον αφήνονται να σβήσουν στη θάλασσα. Γεγονός που αποτυπώνεται και στα κονδύλια αντιμετώπισης των ακραίων φαινομένων, όπου η χώρα είναι πάλι από τις τελευταίες στην Ευρώπη. Είτε μιλάμε για πυρκαγιές, είτε για πλημμύρες, είτε αντιμετώπιση της ξηρασίας ή/και της λειψυδρίας, το μοτίβο παραμένει το ίδιο. Χαρακτηριστικά, από ολόκληρο το Ταμείο Ανάκαμψης, μόλις το 1,3% πάει σε έργα κλιματικής προσαρμογής και από αυτά μόνο το 1% έχει απορροφηθεί ως τώρα. Δηλαδή ο μεγαλύτερος σύγχρονος εχθρός -κατά την κυβερνητική ρητορική, η κλιματική κρίση, αντιμετωπίζεται στην πράξη με το 1% του 1% των σχετικών ευρωπαϊκών κονδυλίων!
Η αιτία: το κράτος ως Ασφαλιστική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης
Τι φταίει για αυτήν τη συστηματική υποβάθμιση ενός κινδύνου που κυριολεκτικά ρημάζει τον γεωφυσικό χάρτη της χώρας και την οδηγεί στην ερημοποίηση; Για την κυβέρνηση και τους επικοινωνιακούς λειτουργούς της, η μανιέρα της συγκάλυψης-μετάθεσης ευθυνών προβλέπει(με αυστηρότητα πρωτοκόλλου) έναν αξύριστο επικεφαλής να τρέχει επί τόπου και 2-3 ειδικούς να τονίζουν -με πομπώδη ορολογία- τη σπανιότητα και τη δριμύτητα του εκάστοτε φαινομένου, άρα και τη -φυσιολογική- αδυναμία αντιμετώπισής του.
Οι καταστροφές χρεώνονται στο ασύμμετρο της κλιματικής κρίσης και -φυσικά- στην ατομική ευθύνη. Για τους επαγγελματίες της αντιπολίτευσης πάλι, φταίει η πάγια «ανικανότητα» των κυβερνώντων– οτιδήποτε πιο πολιτικό θα άγγιζε τη βαθιά ιδεολογική τους συγγένεια με την κυβέρνηση. Για όσους είναι υπεράνω πολιτικής και «στείρων κομματικών διενέξεων», υπάρχει πάντα το καφενειακό «κουσούρι της φυλής»: είμαστε τσακωμένοι με την οργάνωση και τον προγραμματισμό.
Τέλος, όσοι βλέπουν το πρόβλημα λίγο πιο σοβαρά, και στην πολιτική του διάσταση, υποδεικνύουν ως αίτιο τη δυσανεξία της κυβέρνησης στα μη ανταποδοτικά δημόσια έργα «κοινής ωφελείας» και πολύ περισσότερο στα έργα υποβάθρου και θωράκισης. Το οποίο προφανώς και ισχύει. Είναι όμως μόνο αυτό; Ή είναι και κάτι ακόμη;
Στα μπακάλικα μαθηματικά του ωμού νεοφιλελευθερισμού, στον οποίο ομνύει η κυβέρνηση, το οικονομικό πακέτο «Περιβάλλον» είναι χρήσιμο -δηλαδή κερδοφόρο- όσο το Όφελος (από την εκμετάλλευση φυσικών πόρων και οικοσυστημάτων) παραμένει μεγαλύτερο του αθροίσματος του Κόστους (όλων των σχετικών έργων)και της Διακινδύνευσης-που, ας πούμε πρόχειρα, ότι εκφράζει το (πιθανό) κόστος από τις (πιθανές) φυσικές καταστροφές.
Με την κατακόρυφη αύξηση των ακραίων φαινομένων λόγω κλιματικής κρίσης, το κόστος της Διακινδύνευσης εκτοξεύεται σε απίθανα μεγέθη που η «αγορά» και το κράτος δεν διανοούνται να αναλάβουν. Είναι λοιπόν συμφερότερο να ελαχιστοποιήσουν το κόστος πρόληψης-καταπολέμησης και να δώσουν όλον τον οικονομικό χώρο της ζημιάς στις ασφαλιστικές εταιρείες, εξατομικεύοντας τη συμφορά -άρα και την ευθύνη της. Τα καμένα ή/και τα πλημμυρισμένα, θα μπουν ως παράπλευρες απώλειες στην αγορά γης της νέας τάξης πραγμάτων.
Κάπως έτσι τα αντιπλημμυρικά έργα απεντάσσονται από τα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα, οι χάρτες πλημμυρικών κινδύνων ξεχνιούνται στα υπουργικά συρτάρια, η πυροπροστασία και η πρόβλεψη (καθαρισμός δασών κλπ) είναι έννοιες εξόριστες και κάπως έτσι η «πρόληψη» έγινε συνώνυμο του 112. Γιαυτό και η ανυπολόγιστη-περιβαλλοντικά και σε επίπεδο πράσινης θωράκισης-ζημιά από την πυρκαγιά της Αττικής, υποβιβάστηκε από τον πρωθυπουργό στην κατηγορία με «ευτυχώς λίγους συμπολίτες μας που επλήγησαν», αφού η κυβέρνηση έχει περιορίσει το κράτος σε ρόλο ασφαλιστικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης.
Να το πω απλούστερα: για την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της, φαίνεται πως είναι προτιμότερο να πληρώνει αποζημιώσεις, από το να σχεδιάζει πανάκριβα έργα κλιματικής προσαρμογής και αύξησης της κλιματικής ανθεκτικότητας.
Οι μονίμως τελευταίες θέσεις της Ελλάδας στις σχετικές λίστες είναι επομένως μία συνειδητή πολιτική επιλογή, παρόμοια με άλλων ξένων -ακροδεξιών κατά βάση- κυβερνήσεων που φλερτάρουν με τον χαρακτηρισμό του αρνητή της κλιματικής κρίσης. Άλλωστε και η γενικότερη πολιτική κατεύθυνση της κυβέρνησης σε σχέση με το περιβάλλον (αποχαρακτηρισμοί δασών, άδειες δόμησης σε προστατευόμενες περιοχές, ιδιωτικοποίηση νερού κλπ) προς τα εκεί συγκλίνει. Πρόκειται για συγκεκριμένη πολιτική δομικής αλλαγής της χώρας, σφετερισμού του δημόσιου χώρου της, αποψίλωσης των δασών της, ιδιωτικοποίησης των φυσικών πόρων και εδαφών της.
Τι να κάνουμε – Μία πρόταση
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τεκτονικές αλλαγές της κλιματικής κρίσης διαμορφώνουν ένα εντελώς νέο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, που οι δυνάμεις της αγοράς και οι νεοφιλελεύθεροι που τις εκφράζουν, θέλουν να μεταμορφώσουν σε πεδίο κερδοφορίας. Δυστυχώς στη χώρα μας, η παραπάνω εικόνα δείχνει σήμερα αναπόφευκτη, με δεδομένη την αδυναμία της κατακερματισμένης αντιπολίτευσης να αναλάβει πρωτοβουλίες, αλλά και την κοινωνία εξαντλημένη από τα απανωτά μνημόνια και την πολυκρίση των τελευταίων χρόνων.
Ένα εθνικό σχέδιο προσαρμογής στην κλιματική κρίση, με ένα νέο παραγωγικό μοντέλο δίκαιης και δημοκρατικής πράσινης μετάβασης, που θα αποτελούσε το πολιτικά αντίπαλο δέος στη διάλυση που επιχειρεί η κυβέρνηση, όσο επιτακτικό και αν είναι σήμερα, στην πράξη φαντάζει δύσκολο, έως αδύνατο. Γιατί θα απαιτούσε μία ευρύτερη συνεννόηση σε ζητήματα βαθιάς πολιτικής (νέος αναπτυξιακός χάρτης της χώρας, νέα δομή του Ταμείου Ανάκαμψης, νέα πολιτική χρήσεων γης κλπ) που αυτήν τη στιγμή είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να επιτευχθεί.
Ωστόσο, τα ζητήματα της κλιματικής κρίσης και της πράσινης μετάβασης μπορούν και πρέπει να γίνουν ο προνομιακός χώρος σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων με τα τοπικά κινήματα πολιτών, την αυτοδιοίκηση και τις οικολογικές οργανώσεις, ώστε να συγκροτηθεί ένα πρώτο, δημοκρατικό μέτωπο για την υπεράσπιση των ολοένα και περισσότερων «απόκληρων», την υπεράσπιση των κοινών μας (αέρας, γη, νερό, οικοσυστήματα), την υπεράσπιση της ίδιας μας της ζωής.
Στην κατεύθυνση αυτή, υπάρχουν κατά τη γνώμη μου, επιμέρους ζητήματα που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε πεδίο minimum συνεργασίας. Το να προταχθεί για παράδειγμα η ολοκλήρωση των δασικών χαρτών και των τοπικών χωρικών σχεδίων, η ολοκλήρωση της οριοθέτησης χειμάρρων -ρεμάτων -αιγιαλού, καθώς και των πλημμυρικών ζωνών, η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, το να δρομολογηθεί ένα πανεθνικό δίκτυο μέτρησης παραμέτρων ώστε να γίνουν παντού οι προσομοιώσεις και τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, το να διεκδικηθεί ένα ολιστικό σχέδιο αντιπλημμυρικής θωράκισης πόλεων και αγροτικών εκτάσεων κ.ο.κ.
Με άλλα λόγια να ολοκληρωθεί (επιτέλους) όλο το υπόβαθρο που απαιτείται για να αναπτυχθεί ένα Ολοκληρωμένο Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Κρίση, σαν αυτό που περιέγραψα πιο πάνω. Θα ήταν μία δουλειά υποδομής, εθνικής εμβέλειας, την οποία η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να ολοκληρώσει, ακριβώς γιατί θα ανέτρεπε μέρος του πολιτικού σχεδιασμού της. Θα ήταν μία συνεργασία στη βάση της ελάχιστης δυνατής συνεννόησης, ένα μικρό νεύμα των προοδευτικών δυνάμεων της κοινωνίας ότι υπάρχει ακόμη σφυγμός. Λίγο πριν την οριστική ασφυξία…
*Ο Νικήτας Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Διευθυντής Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων