Καταδίκη της Greenpeace επειδή υποστήριξε τους Iνδιάνους του Standing Rock

Διαβάζεται σε 6'
Διαμαρτυρία της Greenpeace στη Ρουμανία για την άμεση διακοπή της εξόρυξης φυσικού αερίου από τη Μαύρη Θάλασσα
Διαμαρτυρία της Greenpeace στη Ρουμανία για την άμεση διακοπή της εξόρυξης φυσικού αερίου από τη Μαύρη Θάλασσα Greenpeace

Το αμερικανικό γραφείο της Greenpeace ήταν μία από τις πολλές οργανώσεις που υποστήριξαν την αντίσταση που ξεκίνησε από τους αυτόχθονες.

Από την Sushma Raman, προσωρινή Γενική Διευθύντρια του αμερικανικού γραφείου της Greenpeace, και τον Anthony Romero, Γενικό Διευθυντή της American Civil Liberties Union (ACLU)

Η Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ για τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες εγγυάται το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και της συνάθροισης, αλλά θα έχει πολύ μικρή αξία αν εταιρείες – με προϋπολογισμό πολλών δισεκατομμυρίων – μπορούν να μηνύουν ειρηνικούς διαδηλωτές και να τους “σβήνουν” από τον χάρτη. Όμως, αυτό ακριβώς αποφασίστηκε σε ένα μικρό δικαστήριο στην πολιτεία Morton, στη Βόρεια Ντακότα.

Η Energy Transfer (ET), μια εταιρεία ορυκτών καυσίμων με έδρα το Ντάλας που είναι υπεύθυνη για τον αγωγό Dakota Access Pipeline (DAPL), κατέθεσε αγωγή εναντίον δύο οντοτήτων της Greenpeace στις ΗΠΑ (την Greenpeace Inc και την Greenpeace Fund), αλλά και εναντίον της διεθνούς Greenpeace. Σε μία δίκη που προσέλκυσε έντονα το ενδιαφέρον και διήρκεσε έναν μήνα, αποφασίστηκε ότι η ET θα λάβει αποζημίωση 660 εκατομμυρίων δολαρίων. H Greenpeace θα κάνει έφεση στην απόφαση.

Η εταιρεία κατέθεσε αγωγή προς την Greenpeace απλά και μόνο επειδή υποστήριξε ειρηνικά τις διαμαρτυρίες των τοπικών πληθυσμών στο Standing Rock εναντίον του αγωγού DAPL το 2016-2017. Στην αγωγή, βρέθηκαν προς εξέταση εννέα δηλώσεις που έγιναν από την Greenpeace οι οποίες παρουσιάζονται ως δυσφημιστικές. Και οι εννέα δηλώσεις όμως, είναι νόμιμες εκφράσεις υπό την Πρώτη Τροποποίηση, και καμία από αυτές δεν έγιναν αρχικά από την Greenpeace!

Η ET επίσης ισχυρίζεται ότι η Greenpeace έκανε υποτιθέμενες ψευδείς δηλώσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εμπλέκονταν με τη χρηματοδότηση του αγωγού DAPL, και ότι εξαιτίας των δηλώσεων αυτών τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έδρασαν με τρόπο που κόστισε στην ET εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Όμως, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είχαν τις δικές τους δεσμεύσεις και πραγματοποίησαν τη δική τους έρευνα σχετικά με τη χρηματοδότηση του αγωγού DAPL.

H ET είχε καταθέσει αρχικά αγωγή το 2017 σε ομοσπονδιακό δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε το 2019. Η Energy Transfer κατέθεσε αμέσως μια σχεδόν πανομοιότυπη αγωγή σε πολιτειακό δικαστήριο στη Βόρεια Ντακότα, μια πολιτεία συντηρητική, με ισχυρούς δεσμούς με τη βιομηχανία πετρελαίου. Πρόκειται για μια περιοχή όπου το δημόσιο αίσθημα τάχθηκε ενάντια στις διαμαρτυρίες για τον αγωγό DAPL, οι οποίες οργανώθηκαν από τη φυλή Sioux του Standing Rock και αυτόχθονες προστάτες του νερού.

Η απόφαση στην υπόθεση της Energy Transfer είναι δυνατό να έχει ευρείες συνέπειες στα δικαιώματα της Πρώτης Τροποποίησης στις ΗΠΑ. Επιχειρώντας να καταστήσει την Greenpeace υπεύθυνη για όλα όσα συνέβησαν στο Standing Rock, η υπόθεση στοχεύει στο να καθιερώσει την ιδέα ότι για κάθε συμμετοχή οποιουδήποτε σε μια διαμαρτυρία, αυτός μπορεί να βρεθεί υπεύθυνος για τις πράξεις άλλων ανθρώπων, ακόμα κι αν δεν σχετίζεται με αυτούς ή δεν έχουν βρεθεί. Είναι εύκολο να διαπιστωθεί το πώς αυτή η νίκη της Energy Transfer μπορεί να παγώσει τον λόγο και να φιμώσει μελλοντικές διαμαρτυρίες πριν καν ξεκινήσουν.

Το αμερικανικό γραφείο της Greenpeace ήταν μία από τις πολλές οργανώσεις που υποστήριξαν την αντίσταση που ξεκίνησε από τους αυτόχθονες. Ανταποκρινόμενη σε ένα αίτημα για εκπαιδεύσεις στην αποκλιμάκωση της έντασης και στη μη βία, η Greenpeace στις ΗΠΑ στήριξε μια αντιπροσωπεία από το Indigenous Peoples Power Project (IP3) η οποία ταξίδεψε στο Standing Rock και πραγματοποίησε εκπαιδεύσεις για τη μη βία. Σε καμία περίπτωση δεν κατεύθυνε η Greenpeace το κίνημα διαμαρτυρίας του Standing Rock, ούτε συμμετείχε (ούτε ενθάρρυνε άλλους να συμμετάσχουν) σε καταστροφές περιουσίας και βία.

Η νομική τακτική που χρησιμοποιείται ενάντια στο κίνημα της Greenpeace είναι ένα κλασικό παράδειγμα Στρατηγικών αγωγών κατά της συμμετοχής του κοινού (Strategic Lawsuit Against Public Participation – SLAPP). Οι αγωγές SLAPP χρησιμοποιούνται συχνά από εταιρείες (σε αυτή την περίπτωση, τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου) για να φιμώσουν τη συνταγματικά προστατευόμενη ελευθερία του λόγου.

Αντί για μία προσπάθεια καλή τη πίστει να επιδιωχθεί η αποκατάσταση της όποιας ζημιάς, ο στόχος των αγωγών αυτών συχνά είναι να “θάψουν” τον κατηγορούμενο σε νομικά έξοδα και χρονοβόρες διαδικασίες, συνήθως ανούσιες. Όταν χρησιμοποιούνται για να φιμώσουν την κριτική – συμπεριλαμβανομένης και της κριτικής από πληροφοριοδότες, δημοσιογράφους και περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως η Greenpeace – στην ουσία λειτουργούν ως “φόρος” στην ελευθερία του λόγου, αφού το να ειπωθεί η αλήθεια σε αυτούς που έχουν την εξουσία γίνεται πολύ ακριβό. Αυτές οι καταχρηστικές νομικές αγωγές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να οδηγήσουν τους επικριτές σε χρεοκοπία και λειτουργούν ως απειλή για οποιονδήποτε θέλει να εκφράσει τη διαφωνία του στο μέλλον.

Παρόλο που 34 πολιτείες και η Περιφέρεια της Κολούμπια έχουν ψηφίσει νομοθεσίες κατά των αγωγών SLAPP, η Βόρεια Ντακότα δεν είναι μία από αυτές. Και παρόλο που η υποστήριξη για ομοσπονδιακή νομοθεσία κατά των αγωγών SLAPP μεγαλώνει στις ΗΠΑ, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τέτοια νομοθεσία. Αυτό σημαίνει ότι η εταιρείες μπορούν να συνεχίσουν τις απειλητικές, καταχρηστικές αγωγές σε ομοσπονδιακά δικαστήρια ή σε πολιτείες χωρίς νομοθεσία κατά των SLAPP. Χωρίς καμία διάταξη να προστατεύει τη δημόσια διαμαρτυρία, οι εταιρικές δραστηριότητες που βλάπτουν το κοινό καλό μπορούν να συνεχιστούν χωρίς περιορισμούς.

Εξ ίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή είναι μια επίθεση στο είδος της συνηγορίας που ασκούν η Greenpeace και η ACLU, μαζί με πολλούς άλλους. Καθημερινές πράξεις όπως η παρουσία σε μια διαμαρτυρία, η συνυπογραφή ενός γράμματος για υποστήριξη, η στήριξη κοινοτήτων που απειλούνται, δεν θα έπρεπε ποτέ να θεωρούνται “παράνομες”. Διαφορετικά, το μέλλον των δικαιωμάτων της Πρώτης Τροποποίησης απειλείται, για όλους μας.

Αν οι εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιούν το δικαστικό σύστημα ως όπλο για να επιτίθενται σε διαδηλωτές και υπερασπιστές της ελευθερίας του λόγου, τότε οποιοσδήποτε πολιτικός λόγος ή σκοπός θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο. Σε ένα περιβάλλον όπου η κυβέρνηση Τράμπ πραγματοποιεί τακτικά επικίνδυνες επιθέσεις ενάντια στα βασικά μας δικαιώματα και ελευθερίες, καθώς και ενάντια στον Τύπο και σε ακτιβιστές, η απειλή αυτή γίνεται ακόμα πιο σοβαρή.

Το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και την ελευθερία του λόγου πρέπει να υιοθετηθεί ως βασικός πυλώνας σε μια δημοκρατία που λειτουργεί, ακόμα και όταν ο λόγος αυτός απειλεί πλούσιους και ισχυρούς, ή ακόμα και όταν είναι λόγος με τον οποίο διαφωνούμε.

**Πρώτη δημοσίευση The Guardian, 25 Μαρτίου 2025

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα