Από το πρώτο δελτίο του MEGA στον βασικό μέτοχο και από εκεί στον διαγωνισμό με τον νόμο Παππά
Η πολυτάραχη πολιτική ιστορία φλερτ και αντιπαραθέσεων πολιτικής εξουσίας με την τηλεοπτική τέταρτη εξουσία από το 1989 μέχρι σήμερα έχει χαρακτηριστεί από φράσεις όπως "διαπλεκόμενα συμφέροντα" και από "νταβατζήδες" και "αρχιερείς της διαπλοκής"
- 13 Ιανουαρίου 2018 08:24
Με την κατάθεση έξι υποψηφιοτήτων για μία από τις επτά, όπως όρισε το ΕΣΡ τελικά, τηλεοπτικές άδειες, αλλά και με το Mega να οδηγείται σε ξαφνικό θάνατο στο παρά πέντε, προχωρά η νέα διαδικασία για τη ρύθμιση της τηλεοπτικής αγοράς, με την οποία επιχειρείται για άλλη μία φορά να μπει τάξη, αυτή τη φορά οριστικά, στο τηλεοπτικό τοπίο, μετά από 28 χρόνια.
Το Mega ήταν και το πρώτο ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι, που εξέπεμψε για πρώτη φορά στις 20 Νοεμβρίου 1989, με τους πολίτες να συγκεντρώνονται μπροστά από τις τηλεοπτικές οθόνες για να δουν την “ελεύθερη τηλεόραση” όπως πολλοί την αποκαλούσαν τότε. Έκτοτε όμως μεσολάβησαν πολλά.
Η “ελεύθερη τηλεόραση” έγινε για την πλειοψηφία της κοινής γνώμης “διαπλοκή” και “νταβατζήδες”. Δύο όρους που εισήγαγαν στο πολιτικό λεξιλόγιο δύο πρώην πρωθυπουργοί: Η σχέση πολιτικής εξουσίας και τηλεοπτικής τέταρτης εξουσίας ήταν πολυτάραχη.
Συχνά σχέση εναγκαλισμού και άλλοτε, σχέση σύγκρουσης. Από την καταγγελία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κατά των διαπλεκόμενων και τη δήλωση Καραμανλή περί νταβατζήδων, μέχρι το διαγωνισμό του Σημίτη, που δεν έγινε ποτέ και την επικείμενη δημοπρασία.
Το σπόρο για τη δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης τον έβαλε η ΝΔ και προσωπικό ρόλο έπαιξε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τόσο στην κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη, όσο και ως πρωθυπουργός.
Στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ το 1985, όταν πρόεδρος του κόμματος ήταν πλέον ο Μητσοτάκης και στη γαλάζια παράταξη έπνεε αέρας φιλελευθερισμού και αντικρατισμού, υπήρχε θέση υπέρ της ιδιωτικής τηλεόρασης. Το ΠΑΣΟΚ ξεσήκωσε τους υπαλλήλους της ΕΡΤ, που φοβήθηκαν ότι η ΝΔ ήθελε να ιδιωτικοποιήσει τα κρατικά κανάλια και ανησύχησαν ότι θα απολυθούν. Τελικά ένας άλλος πρόεδρος της ΝΔ έκλεισε εν μία νυκτί την κρατική τηλεόραση, αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία.
Το 1985, η πρόταση της ΝΔ συμβάδιζε με το αίτημα για απελευθέρωση από τον κρατικό έλεγχο, δηλαδή τον έλεγχο του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο δεν ήταν -παραδόξως, αφου μιλάμε για ιδιωτικό τομέα- αντίθετη η αριστερά. Η ΝΔ μάλιστα οργάνωνε διαδηλώσεις υπέρ της “μη κρατικής τηλεόρασης” (όρος που προτιμάτο από τη λέξη “ιδιωτική”) και της απελευθέρωσης της κρατικής τηλεόρασης από τον κυβερνητικό έλεγχο και σε μία από αυτές εντοπίστηκε έγκαιρα βόμβα που αν είχε εκραγεί θα είχε τινάξει στον αέρα το Μητσοτάκη και πολλούς πολίτες.
Το τηλεοπτικό 1989
Το κρατικό μονοπώλιο όμως εξακολούθησε να ισχύει ως το 1989. Επί κυβερνήσεως Τζαννή Τζαννετάκη, στην οποία συμμετείχε και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο, το άρθρο τέσσερα του νόμου 1866/89 έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας μη κρατικής τηλεόρασης σε όσους είχαν εμπειρία και παράδοση στα ΜΜΕ.
Δηλαδή στους εκδότες: “ Μεταξύ των κριτηρίων για τη χορήγηση και ανανέωση της άδειας συνεκτιμώνται η πληρότητα και η ποιότητα του προγράμματος και η εμπειρία και παράδοση των μετόχων της εταιρείας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως επίσης και η ιδιότητα του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης”. Δόθηκε επίσης προσωρινή άδεια λειτουργίας σε δύο ιδιωτικά κανάλια, στο Mega και στη Νέα Τηλεόραση.
Το ΠΑΣΟΚ αντέδρασε, όχι γιατί ήταν αντίθετο σε αυτή καθεαυτή τη δημιουργία ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά γιατί κατηγορούσε τη ΝΔ πως ουσιαστικά δημιουργεί ένα φιλικό προς εκείνη σύστημα. Από το ΠΑΣΟΚ εξέφραζαν ανησυχίες για υπερβολική συγκέντρωση δύναμης στα χέρια των καναλαρχών- εκδοτών και είχε κατατεθεί μάλιστα η πρόταση να δοθεί δυνατότητα ίδρυσης τηλεοπτικών σταθμών και σε συνδικαλιστικά όργανα όπως η ΓΣΕΕ και συνεταιριστικούς φορείς, που θα ήταν βέβαια φίλα προσκείμενοι στο Κίνημα.
Η αριστερά και ο τότε ενιαίος Συνασπισμός υποστήριξε τη δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης και δη το ρόλο των εκδοτών. Θετικός ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκης. “Και η αριστερά εκδότης είναι”, είχε πει χαρακτηριστικά ο εισηγητής του κόμματος Μίμης Ανδρουλάκης, ο οποίος να θυμίσουμε στους νεότερους ότι ναι, τότε ήταν στο Συνασπισμό της Αριστεράς.
Η στάση αυτή οφειλόταν σε “αντιπασοκική λογική”, καθώς οι δυνάμεις της αριστεράς είχαν πρωτοστατήσει και στην ελεύθερη ραδιοφωνία, με αριστερούς δημάρχους στην πρωτοπορία, ενώ μην ξεχνάμε επίσης ότι την εποχή εκείνη το σκάνδαλο Κοσκωτά κυριαρχούσε και συνάσπιζε δυνάμεις από την αριστερά μέχρι τη δεξιά εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου.
Άλλωστε η αριστερά βρέθηκε με δικό της τηλεοπτικό σταθμό, τον 902, στη συνέχεια, αλλά υπό τον έλεγχο πλέον του ΚΚΕ. Εν τω μεταξύ η ατμόσφαιρα μύριζε (ξανά) εκλογές.
Την ιστορική απόφαση για το Mega υπέγραψαν στις 28 Αυγούστου 1989 οι υπουργοί της κυβέρνησης Τζαννετάκη, Αθανάσιος Κανελλόπουλος, Αντώνης Σαμαράς, Νίκος Κωνσταντόπουλος και Νίκος Γκελεστάθης. Η προσωρινή άδεια δόθηκε χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει σχετικός νόμος, με βάση ευρωπαϊκή σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ένα νόμο του 1972, δηλαδή επί Χούντας, για λειτουργία πειραματικών σταθμών με σκοπό την πρόοδο της επιστήμης!
Το Mega εξέπεμψε πρώτη φορά στις 20 Νοεμβρίου του 1989 και τότε μέτοχος ήταν εκτός από τους Χρήστο Λαμπράκη, Βαρδή Βαρδινογιάννη, Γιώργο Μπόμπολα και Κίτσο Τεγόπουλο και ο Αριστείδης Αλαφούζος.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1990 βγαίνει στον αέρα ο Ant1 σε συνεργασία του Μίνωα Κυριακού με εκδότες και εφοπλιστές (Βουδούρη, Πουρνάρα, Καλογρίτσα, Γουρδομιχάλη, Ηλιάδη, Ξανθόπουλο, Παπαδόπουλο).
Επόμενος σταθμός ήταν το Star, στο αρχικό σχήμα του οποίου συμμετείχαν εκτός από το Βαρδή Βαρδινογιάννη, οι εκδότες δύο δεξιών εφημερίδων, του Ελεύθερου Τύπου Άρης Βουδούρης και της Απογευματινής Πάνος Καραγιάννης.
Ακολούθησε ο πρώτος Σκάι, που έγινε Alpha και άλλα μικρότερα κανάλια. Ήταν ένα νέο τοπίο.
Τα “διαπλεκόμενα” του Μητσοτάκη και ο “αρχιερέας της διαπλοκής”
Το πρώτο βήμα για την ιδιωτική τηλεόραση έγινε επί κυβερνήσεως Τζαννετάκη και το επόμενο βήμα, αυτό της αδειοδότησης, το Δεκέμβριο του 1990 με πρωθυπουργό πλέον τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Τρία χρόνια μετά την πρώτη εκπομπή του Mega, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, δόθηκαν πλέον απευθείας ειδικές άδειες σε Mega, ANT1, Star, Seven X (νυν ΣΚΑΪ) του Γιώργου Μπατατούδη, New Channel του Φώτη Μανούση, Κανάλι 29 και άδειες τοπικής εμβέλειας σε TV 100, Μακεδονία TV, Telecity του Γιώργου Καρατζαφέρη και ΤΗΛΕΤΩΡΑ του Γρηγόρη Μιχαλόπουλου.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ύπαρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης, ήταν όμως και αυτός που έβαλε στο πολιτικό λεξιλόγιο τους όρους “διαπλεκόμενα συμφέροντα” και “διαπλοκή”. Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό «διαπλεκόμενα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα» (βλέπε Αλαφούζος) είχαν συνωμοτήσει εναντίον του, με όργανο τον Αντώνη Σαμαρά που αποχώρησε από τη ΝΔ και ίδρυσε την Πολιτική Άνοιξη, ανοίγοντας το δρόμο για την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη με αφορμή την αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ.
Ο όρος δεν αναφερόταν ειδικά στην ιδιωτική τηλεόραση, συνδέθηκε όμως και με τα ιδιωτικά κανάλια, που είχαν υψηλότατη τηλεθέαση, την ώρα που άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση για τις εφημερίδες και ενώ το διαδίκτυο δεν είχε ακόμη αλλάξει το τοπίο.
Με την πτώση Μητσοτάκη, επέστρεψε στην εξουσία ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος είχε δει νωρίτερα τους εκδότες και καναλάρχες πλέον να συνασπίζονται εναντίον του με αφορμή την υπόθεση Κοσκωτά. Η υγεία όμως του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ήταν κλονισμένη και έτσι έρχεται στην πρωθυπουργία και προεδρία του Κινήματος ο Κώστας Σημίτης.
Αν και το ΠΑΣΟΚ το 1989 είχε αντιδράσει στον τρόπο με τον οποίο μπήκε στην πολιτική ζωή η ιδιωτική τηλεόραση, κατηγορήθηκε ιδίως επί Σημίτη ότι “τα βρήκε” με τα “νέα τζάκια”. Το μιντιακό και ιδίως το τηλεοπτικό τοπίο, που διαμορφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 αποδόθηκε κατά κύριο λόγο στο σημιτικό ΠΑΣΟΚ ή για τους αντιπάλους “καθεστώς Σημίτη”. Τον τότε πρωθυπουργό είχε άλλωστε αποκαλέσει “αρχιερέα της διαπλοκής” ο Κώστας Καραμανλής, αν και ζήτησε στη συνέχεια συγνώμη.
Η κυβέρνηση Σημίτη, με υπουργό Τύπου τότε το Δημήτρη Ρέππα, ανακοίνωσε το 1997 διαγωνισμό για την προκήρυξη 117 αδειών τηλεοπτικών σταθμών: Έξι εθνικής εμβέλειας, 53 περιφερειακούς και 58 τοπικούς. Κατατέθηκαν 160 υποψηφιότητες- ήταν εποχή “παχιών αγελάδων” και μίας αναπτυσσόμενης μιντιακής αγοράς.
Πέρασαν όμως πέντε χρόνια. Δόθηκε μία πρώτη παράταση το 1998 και μία δεύτερη το 2002, ενώ μέχρι σήμερα έχουν δοθεί συνολικά 15 παρατάσεις. Και το 2002 ο τότε υπουργός Τύπου Χρήστος Πρωτόπαππας κήρυξε το διαγωνισμό άγονο, για να προκηρύξει νέο διαγωνισμό. Σε αυτόν κατατέθηκαν 15 υποψηφιότητες, αλλά δεν έγινε ποτέ. Άλλωστε μεσολάβησαν οι εκλογές του 2004, που έφεραν στην εξουσία τον Κώστα Καραμανλή.
Οι νταβατζήδες και ο βασικός μέτοχος
“Δεν μπορεί 5 νταβατζήδες και ξένα κέντρα να εξουσιάζουν την πολιτική ζωή της χώρας”. Η φράση του Κώστα Καραμανλή στην ταβέρνα “Μπαϊρακτάρης” το 2004 συνδέθηκε ίσως περισσότερο από κάθε άλλη με την πρωθυπουργία του, η πρώτη -και χαμένη- μεγάλη μάχη της οποίας υπήρξε αυτή για το βασικό μέτοχο το 2005.
Ο νόμος 3310 ήρθε προς ψήφιση στο κοινοβούλιο τον Ιανουάριο του 2005. Το ποσοστό του βασικού μετόχου ορίστηκε στο 1% και το ασυμβίβαστο επεκτάθηκε σε όλα τα συγγενικά του πρόσωπα και ιδρύματα που σχετίζονται μαζί του.
Γιατί όμως απέτυχε ο βασικός μέτοχος; Στις συσκέψεις τότε στο Μαξίμου, η παλιά καραβάνα Πέτρος Μολυβιάτης είχε ρωτήσει: “Όλα καλά με την Ευρώπη;”. Αλλά ο Καραμανλής θεωρούσε ότι λόγω της στήριξης που είχε προσφέρει στον τότε πρόεδρο της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο (Καραμανλής, Μπερλουσκόνι, Μπλερ και η Μέρκελ ως τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Γερμανία είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο για την εκλογή του Πορτογάλου στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) δε θα είχε πρόβλημα με τις Βρυξέλλες.
Ήξερε βέβαια ότι θα τον πήγαιναν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αλλά θεωρούσε ότι δε θα είχε πρόβλημα.
Το αποτελεσματικό λόμπι όμως που έκαναν στην Κομισιόν γερμανικές, γαλλικές και ισπανικές κατασκευαστικές, που είχαν συνεργασίες με εγχώριους κατασκευαστές-καναλάρχες και ανησύχησαν για τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα, στάθηκε πιο ισχυρό.
Σύμφωνα δε με ένα εκ των προσώπων που συμμετείχαν τότε στο χειρισμό της υπόθεσης και το οποίο επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του: “Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η πολιτική μας απειρία. Τα ζητήματα στις Βρυξέλλες δε λύνονται σε επίπεδο κορυφής, αλλά στα πιο χαμηλά, γραφειοκρατικά επίπεδα. Όταν φτάσει ένα θέμα στην κορυφή, ήδη έχει διαμορφωθεί το κλίμα και δύσκολα αλλάζει. Ήταν ανελέητο το λόμπι στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών από εγχώρια και ευρωπαϊκή διαπλοκή.”
Σε κάθε περίπτωση, η αλληλογραφία της τότε κυβέρνησης με τον επίτροπο Ανταγωνισμού Charles McCreevy, ο οποίος ζητούσε με προειδοποιητική επιστολή την άμεση τροποποίηση του νόμου 3310/2005, κατέληξε στα γνωστά αποτελέσματα.
Τότε στο εσωτερικό της κυβέρνησης Καραμανλή, υπήρχαν δύο απόψεις: Υπερίσχυσε το απόλυτο ασυμβίβαστο που πρότεινε ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, τον οποίο παραδόξως (ή ίσως όχι και τόσο) στήριζαν η Καθημερινή και η Ελευθεροτυπία, με την τελευταία να βγαίνει με δραματικούς τίτλους όπως “Τηλεδικία”.
Ο υπουργός Τύπου Θόδωρος Ρουσόπουλος, που προέκρινε μία πιο ήπια εκδοχή από αυτή του Παυλόπουλου, είχε πάντως τελικά συμφωνήσει μαζί του, αν και ο νομικός του σύμβουλος Θεοδωράτσος είχε εκφράσει επιφυλάξεις. Όταν τελικά ο βασικός μέτοχος ναυάγησε, ο Καραμανλής ανέθεσε στο Ρουσόπουλο να φτιάξει το νέο νόμο του 2007, αλλά η μάχη είχε κριθεί.
Ήταν μία μάχη πάντως που δόθηκε με ελάχιστους στρατιώτες. Είναι χαρακτηριστικό πως τη βραδιά εκείνη που ήρθε ο νόμος περί βασικού μετόχου στη Βουλή, την ώρα της ανάγνωσης, έπιασε… κατούρημα σχεδόν όλους τους βουλευτές της ΝΔ και τους βαρώνους. Μόνο οι υπουργοί, που βάσει κανονισμού δεν μπορούσαν να λείπουν από τη θέση τους και μία χούφτα βουλευτές (Ανδρέας Λυκουρέντζος, Χρήστος Ζώης, Λευτέρης Ζαγορίτης, Νικος Σταυρόγιαννης), έμειναν στην αίθουσα. Ακόμη και πρωτοκλασάτα στελέχη όπως ο Μιχάλης Λιάπης, εξάδελφος του πρωθυπουργού, είχαν εξαφανιστεί.
Καθώς δεν είχε ζητηθεί ονομαστική ψηφοφορία, ο νόμος αναγνώσθηκε και εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία χωρίς παρατράγουδα, παρά την ηχηρή εικόνα των άδειων εδράνων της ΝΔ. Μάλιστα οι βουλευτές που είχαν το θάρρος να παραμείνουν στην αίθουσα της ολομέλειας, δέχονταν στη συνέχεια επιθέσεις από συναδέλφους τους, επίσης της ΝΔ, που τους έβριζαν στο περιστύλιο του Κοινοβουλίου και μουρμούριζαν “μα τι είναι αυτά που κάνει ο Καραμανλής”.
Σημειωτέον ότι το νόμο για το βασικό μέτοχο τον στήριξε και ο τότε Συνασπισμός, με πρόεδρο το Νίκο Κωνσταντόπουλο. Ο Θόδωρος Ρουσόπουλος είχε προσκληθεί μάλιστα και είχε μιλήσει σε ημερίδα του Συνασπισμού για τα media στο Ζάππειο.
Ο Καραμανλής (και ο Παυλόπουλος) δικαιώθηκε πάντως για το ασυμβίβαστο του βασικού μετόχου τελικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ο νόμος δεν κρίθηκε αντικοινοτικός, καθώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς τέθηκε ασυμβίβαστο, διαφώνησε όμως με τη σκληρότητα του, καθώς περιελάμβανε και τους συγγενείς. Είχαν όμως περάσει τρία χρόνια. Ο κύβος είχε οριστικά ριφθεί.
Ήταν και η τελευταία “ηρωική προσπάθεια” μέχρι το 2016. Ο νόμος 3592/2007 Ρουσόπουλου, ο οποίος προέβλεπε τη “διαδικασία αδειοδότησης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών με την έκδοση υπουργικής απόφασης για τον αριθμό των αδειών, την εμβέλειά τους και το είδος προγράμματος”, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Και οι επόμενες κυβερνήσεις, από την κυβέρνηση Παπανδρέου μέχρι την τελευταία Σαμαρά- Βενιζέλου (και Κουβέλη) έδωσαν παρατάσεις και προσωρινές άδειες.
Ο διαγωνισμός, που έγινε 27 χρόνια μετά, αλλά ακυρώθηκε
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε το 2016 να προχωρήσει σε μία προεκλογική της δέσμευση, που δεν είχε προλάβει να κάνει πράξη το 2015 λόγω και της αδυναμίας συγκρότησης ΕΣΡ. Αφού περίμενε την εκλογή νέου προέδρου της ΝΔ και αφού έγινε σαφές ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είχε διάθεση να κάνει τη χάρη στην κυβέρνηση να συναινέσει στη συγκρότηση ΕΣΡ για να προχωρήσει διαγωνισμός για τις άδειες, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να φέρει το νόμο 4339, που έμεινε στην ιστορία ως νόμος Παππά.
Ο τότε υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς κάλεσε τη ΝΔ να στηρίξει τη διενέργεια διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες για πρώτη φορά μετά από 27 χρόνια. Η αξιωματική αντιπολίτευση όμως κατήγγειλε μεθοδεύσεις από πλευράς της κυβέρνησης, με αφορμή τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το ΕΣΡ στον υπουργό Επικρατείας, τον οποίο η ΝΔ αποκαλούσε “ο υπουργός καναλάρχης”. Η ΝΔ αλλά και το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι διαφωνούσαν επίσης με τον περιορισμό του αριθμού των αδειών των πανελλαδικής εμβέλειας και γενικού περιεχομένου καναλιών σε τέσσερα.
Η κυβέρνηση όμως ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει στο διαγωνισμό. Η προκήρυξη του διαγωνισμού δημοσιεύθηκε στις 20 Μαϊου και ξεκίνησε πλέον η αντίστροφη μέτρηση. Η τιμή εκκίνησης για κάθε μία από τις τέσσερις πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικές άδειες είχε οριστεί στα τρία εκατομμύρια ευρώ.
Στις 4 Ιουλίου έληγε η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων. Κατατέθηκαν συνολικά 11 φάκελοι αιτήσεων υποβολής υποψηφιότητας για τις τέσσερις άδειες. Εκτός από τους υπάρχοντες τηλεοπτικούς σταθμούς, που κατέθεσαν αίτηση, φακέλους υποψηφιοτήτων υπέβαλαν οι μεγαλομέτοχοι του Ολυμπιακού και του ΠΑΟΚ, Βαγγέλης Μαρινάκης και Ιβάν Σαββίδης. Το Mega κατέθεσε πάντως ελλιπή φάκελο, καθώς δεν είχε τραπεζική ενημερότητα. Έτσι τελικά Mega, το CITY NEWS -ΑRΤ TV (του Γιώργου Καρατζαφέρη) και η ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ Α.Ε. – “EPSILON TV” (του επιχειρηματία Φίλιππου Βρυώνη) έμειναν εκτός διαγωνισμού, στον οποίο συμμετείχαν τελικά οκτώ υποψήφιοι.
Οι καναλάρχες- ιδιοκτήτες των υπαρχόντων τηλεοπτικών σταθμών, μετείχαν μεν στο διαγωνισμό, αλλά ταυτόχρονα προσέφυγαν στη δικαιοσύνη εναντίον του. Ετσι ξεκίνησε ένα θερμό καλοκαίρι, που ολοκληρώθηκε με τη δημοπρασία. Όμως ακολούθησε ένα εξίσου θερμό φθινόπωρο.
Η μαραθώνια διαδικασία της δημοπρασίας ξεκίνησε υπό συνθήκες πρωτοφανούς ασφάλειας την Τρίτη 30 Αυγούστου και διήρκεσε 66 ώρες, καταλήγοντας στην κατακύρωση των τεσσάρων αδειών για αμύθητο κόστος πάνω από τους υπολογισμούς:
-1η άδεια: ολοκληρώθηκε την Τρίτη, 30 Αυγούστου, στις 8.50 το βράδυ και αφού χρειάσθηκαν 56 γύροι. Την πρώτη άδεια κέρδισε ο ΣΚΑΪ με 43.600.000 ευρώ.
-2η άδεια: ολοκληρώθηκε την Τετάρτη, 31 Αυγούστου, στις 3.25 το μεσημέρι (δηλαδή μετά από σχεδόν 20 ώρες) και αφού χρειάσθηκαν 78 γύροι. Την δεύτερη άδεια κέρδισε ο Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας με 52.600.000 ευρώ.
-3η άδεια: ολοκληρώθηκε την Πέμπτη, 1η Σεπτεμβρίου, στις 11.20 το πρωί (δηλαδή χρειάσθηκαν άλλες 20 ώρες) και αφού χρειάσθηκαν 99 γύροι. Την τρίτη άδεια κέρδισε ο ΑΝΤ1 δίνοντας το υψηλότερο τίμημα όλων με 75.900.000 ευρώ.
-4η άδεια: ολοκληρώθηκε την Παρασκευή, 2 Σεπτεμβρίου, στις 2.35 τα ξημερώματα (δηλαδή χρειάσθηκαν «μόλις» 15 ώρες) και αφού χρειάσθηκαν 117 γύροι, που ήταν οι περισσότεροι σε όλες τις άδειες. Την τέταρτη άδεια κέρδισε η ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ του Βαγγέλη Μαρινάκη με 73.900.000 ευρώ.
Εν συνεχεία όμως ο Βλαδίμηρος Καλογρίτσας δεν κατέβαλε το τίμημα της πρώτης δόσης και έτσι η μία εκ των τεσσάρων αδειών πέρασε στα χέρια του Ιβάν Σαββίδη.
Το ΣτΕ όμως δεν είχε πει την τελευταία λέξη ακόμη. Οι τέσσερις προσωρινοί υπερθεματιστές πλήρωσαν την πρώτη δόση του τιμήματος για τις άδειες, το οποίο από τη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωνε ότι θα δοθεί σε κοινωνικές δράσεις.
Τα μέλη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έκριναν στις 26 Οκτωβρίου με 14 υπέρ και 11 κατά ότι ο νόμος 4339 βάσει του οποίου έγινε ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες είναι αντισυνταγματικός. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα έφερνε νέο νόμο για την έκδοση βεβαιώσεων λειτουργίας των ιδιωτικών σταθμών, μέχρις ότου χορηγηθούν οι πρώτες νόμιμες τηλεοπτικές άδειες. Όμως από εκεί και πέρα, ξεκίνησε ένα νέο σίριαλ, αυτό της συγκρότησης ΕΣΡ.
Για να μη τα πολυλογούμε, αφού για σίριαλ σε συνέχειες επρόκειτο και μάλιστα…. θρίλερ, η ιστορία αυτή έληξε με τη συγκρότηση ΕΣΡ μετά την έκτη διάσκεψη Προέδρων. Αναφωνήσαμε “habemus ΕΣΡ” στις 10 Νοεμβρίου, μετά την απόφαση του Προέδρου της Βουλής Νικου Βούτση να προτείνει για πρόεδρο του Συμβουλίου τον τέως πρόεδρο του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κουτρομάνο, που ήταν η προηγούμενη πρόταση της ΝΔ και για αντιπρόεδρο το Ροδόλφο Μορώνη. Προηγούμενως είχαμε δει να προτείνεται ο Βύρων Πολύδωρας, αλλά να αποσύρεται αφού δε θα τον ψήφιζε η ΝΔ.
Έτσι γράφτηκε μία ακόμη σελίδα στην πολυτάραχη πολιτική ιστορία φλερτ και αντιπαραθέσεων πολιτικής εξουσίας με την τηλεοπτική τέταρτη εξουσία από το 1989 μέχρι σήμερα. Το επόμενο επεισόδιο, προσεχώς στις οθόνες μας.