Δεδομένοι σύμμαχοι και βέβαιες ήττες

Δεδομένοι σύμμαχοι και βέβαιες ήττες
Κυριάκος Μητσοτάκης INTIME NEWS

Ο Σταύρος Παναγιωτίδης, διδάκτορας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει για την απόφαση της Ελλάδας να στείλει όπλα στην Ουκρανία.

2007. Ένας γνωστός μου, κάτοικος ενός χωριού της κεντρικής Μακεδονίας και παραδοσιακός ψηφοφόρος της Δεξιάς, στις εκλογές είχε «απιστήσει» προς την ΝΔ, ψηφίζοντας το ΛΑΟΣ. Στο καφενείο, ένας συγχωριανός του, που είχε παραμείνει πιστός στις εκλογικές του προτιμήσεις, τον εγκάλεσε για την επιλογή του. Ακολούθησε ο εξής διάλογος:

– «Καλά ρε, ψήφισες ΛΑΟΣ; Και το λες; Και τώρα αν θέλεις κανένα χατίρι από τον βουλευτή μας, πώς θα το ζητήσεις;»

– «Ίσα-ίσα, σε εμένα είναι που θα κάνει το χατίρι, για να με πάρουν ξανά μαζί τους. Εσένα σε έχουν για σίγουρο!»

Κάπως έτσι βλέπουμε μια πολύ απλή αποτύπωση του προβλήματος του «δεδομένου συμμάχου». Είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σε σχέση με την στήριξη που αποζητά από τις ΗΠΑ για την επίλυση των διαφορών της με την Τουρκία. Και που αποτυπώνεται στην απόφασή να στείλουμε όπλα στην Ουκρανία.

Από την λήξη του Εμφυλίου κι έπειτα, η ελληνική Δεξιά έχει υιοθετήσει την θέση πως η Ελλάδα είναι τελεσίδικα το «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Δύσης. Ένας δεδομένος σύμμαχος. Μάλλον, ένας σκέτος φρουρός απέναντι στον σοσιαλιστικό κόσμο, αφού το δόγμα αυτό διατυπώθηκε σε μια εποχή που «Δύση» σήμαινε «καπιταλισμός. Το δόγμα, όμως, παρέμεινε όρθιο και μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Φαίνεται πως η Δεξιά δεν μπορούσε να απαλλαγεί εύκολα από μια κουλτούρα με την οποία ανατράφηκε από τότε που οι ΗΠΑ «έσωσαν» τη χώρα από τους κομμουνιστές. Σαν να τους το χρωστούσε για πάντα ή σαν να μην μπόρεσε ποτέ να απαλλαχτεί από τους φόβους που της είχε δημιουργήσει ο Εμφύλιος. Υπήρξαν δύο στιγμές εξαίρεσης, αμφότερες καραμανλικές. Όταν ο Κωσταντίνος Καραμανλής έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, λόγω της στάσης του συνασπισμού απέναντι στην Κύπρο και όταν ο Κώστας Καραμανλής έκανε συμφωνίες για φυσικό αέριο με την Ρωσία, τις οποίες κινήθηκε για να ακυρώσει ο Γιώργος Παπανδρέου, αμέσως μόλις εξελέγη. Σήμερα, όμως, κυριαρχεί απολύτως η λογική του προκεχωρημένου φυλακίου.

Η επίπτωση της λογικής αυτής φαίνεται τώρα που η Τουρκία κάνει ξανά παζάρια για την στάση που θα τηρήσει έναντι της Ρωσίας. Η απάντηση της Ελλάδας σε αυτήν την τακτική του «αβέβαιου συμμάχου» είναι να γίνει η ίδια ακόμη πιο βέβαιος και ευθυγραμμισμένος σύμμαχος. Δεν τοποθετείται η Τουρκία για τις κυρώσεις; Πρωτοστατούμε εμείς σε αυτές, φτάνοντας να ακυρώνουμε ακόμη και εμφανίσεις των μπαλέτων Μπολσόι. Κλείνει η Τουρκία τα Στενά; Στέλνουμε εμείς όπλα στην Ουκρανία. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το ότι η κυβέρνηση δεν δείχνει να βρίσκεται σε θέση να αντλήσει κάποια πορίσματα ούτε καν από την ιστορία. Είναι γνωστά τα αποτελέσματα της επιλογής της κυβέρνησης Βενιζέλου να στείλει ελληνικό στρατό στην Ουκρανία το 1919 για να πολεμήσει τους μπολσεβίκους, δείχνοντας πως η Ελλάδα είναι ένας «δεδομένος σύμμαχος» των Μεγάλων Δυνάμεων και ελπίζοντας πως έτσι θα πάρει ανταλλάγματα στη Μικρά Ασία. Και όντως, τα πήρε. Μόνο που λίγο μετά, ο Λένιν, έχοντας στο μυαλό του και όσα είχαν γίνει στην Ουκρανία, υπέγραψε με τον Κεμάλ το Σύμφωνο Φιλίας. Και η Τουρκία αναβάθμισε την διαπραγματευτική της θέση. Και προκειμένου να μην αφήσουν τον Κεμάλ στην αγκαλιά του Λένιν, οι Σύμμαχοί μας, που ήδη δεν είχαν κάνει το παραμικρό για να εφαρμόσουν την Συνθήκη των Σεβρών, βρήκαν ως αφορμή ην επάνοδο του βασιλιά, απέσυραν την στήριξη τους στην Ελλάδα και άφησαν τον Κεμάλ να επελάσει. Κι αυτό, παρότι η Ελλάδα είχε πάει στη Μικρά Ασία ως εμπροσθοφυλακή των αγγλικών και των γαλλικών συμφερόντων στην περιοχή.

Έτσι, λοιπόν, για ποιον λόγο σήμερα να υπολογίζει κανείς πως αν η Ελλάδα γίνει ξανά ο πιο δεδομένος και πρόθυμος σύμμαχος, αυτός που προλαβαίνει να τα δώσει όλα προτού καν του τα ζητήσουν, όταν δηλαδή δεν κρατάει πια κανένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της, θα μπορέσει να αποσπάσει κάτι έναντι της Τουρκίας; Κανονικά, η σημερινή συνθήκη απαιτεί -ακόμη και για λόγους υστεροβουλίας- να διαδραματίσει η Ελλάδα έναν ρόλο πρωταγωνιστικό για την ειρήνευση στην περιοχή. Να είναι η χώρα που θα κρατάει ανοιχτή την επαφή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, διατηρώντας πάντα την καταδίκη της Ρωσίας για την παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Να ακολουθεί μία πολυδιάσταση εξωτερική πολιτική, όπως επιβάλει η ιστορία και η γεωγραφική της θέση, αλλά και η οικονομική της κατάσταση, δεδομένων των οικονομικών σχέσεών μας με τη Ρωσία και την Κίνα. Δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών, να διαδραματίζει τον ρόλο που ακολουθεί αυτή τη στιγμή η Γαλλία, χαλώντας και κανένα χατίρι στις ΗΠΑ.

Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αντίθετο στην νοοτροπία της ελληνικής Δεξιάς. Μια τέτοια στρατηγική δεν μπορεί να υπηρετηθεί από μια πολιτική ηγεσία που πριν λίγο καιρό προσέφερε την βάση της Αλεξανδρούπολης στις ΗΠΑ, όχι για μια πενταετία, αλλά για πάντα, στερώντας από την χώρα το δικαίωμα να διαπραγματευθεί μετά για μια ακόμη καλύτερη συμφωνία. Επίσης, η απόφαση για αποστολή όπλων εναντίον της Ρωσίας ελήφθη, όπως είπε στη βουλή ο πρωθυπουργός, διότι «Αν δεν δείξουμε έμπρακτη αλληλεγγύη σήμερα, με ποιο ηθικό ανάστημα θα ζητήσουμε αν χρειαστεί εμείς αλληλεγγύη από τον δυτικό κόσμο;», εννοώντας μια πιθανή σύγκρουση με την Τουρκία. Όμως, η Τουρκία είναι χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ, είναι και η ίδια «δυτικός κόσμος» με αυτήν την έννοια, άρα η στάση των άλλων χωρών της Συμμαχίας και της «Δύσης» απέναντί της δεν θα μπορεί να είναι η ίδια με αυτή απέναντι στη Ρωσία. Επίσης, με αυτή τη δήλωση ο πρωθυπουργός ουσιαστικά ομολόγησε πως καμία από τις ως τώρα κινήσεις του δεν έχει θωρακίσει επαρκώς την Ελλάδα. Ούτε η διά παντός παραχώρηση της βάσης στην Αλεξανδρούπολη, ούτε τα 7 δις εξοπλισμών, ούτε η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία. Αντιθέτως, έδειξε να φοβάται πως η επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας θα την οδηγήσει στο να κερδίσει άλλη μια φορά τα ανταλλάγματά της.

Στην πρόσφατη συνάντησή του Κυριάκου Μητσοτάκη με την Καμάλα Χάρις, ο πρώτος δήλωσε πως οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο καλύτερο επίπεδο της ιστορίας τους. Ατυχώς, είναι κι αυτή είναι μια ανιστόρητη θέση. Μπορούμε πολύ εύκολα να απαριθμήσουμε μερικές στιγμές που οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονταν σε σημείο ακόμη μεγαλύτερης ταύτισης των δύο χωρών. Για παράδειγμα, όταν στον Εμφύλιο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παρουσίαζε στον στρατηγό Βαν Φλητ Έλληνες οπλίτες λέγοντας το περίφημο «Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας». Όταν αργότερα η Ελλάδα έστελνε στρατιώτες της να σκοτωθούν στην Κορέα, υπό τις διαταγές του αμερικανικού στρατού. Όταν ο πρέσβης των ΗΠΑ, Πιούριφόι, καθόριζε το εκλογικό σύστημα της Ελλάδας για να κερδίσει τις εκλογές από τον Πλαστήρα, ο στρατάρχης Παπάγος. Κι ασφαλώς, όταν ήρθε το δράμα της Κύπρου.

Άρα, το να είναι καλές οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν είναι ικανή συνθήκη για να πηγαίνουν καλά τα πράγματα στην Ελλάδα. Γιατί όλες αυτές οι στιγμές που προαναφέραμε, που κάθε άλλο παρά στις πιο φωτεινές του έθνους ανήκουν, χαράχτηκαν πάνω στον ίδιο δρόμο που φαίνεται να ακολουθούμε και τώρα, του δεδομένου και πρόθυμου συμμάχου. Τον οποίο, στο τέλος της πολιτικής του καριέρας, φάνηκε να εγκαταλείπει ακόμη κι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όταν σχολιάζοντας την σύλληψη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς είπε: «Η παράδοση του τέως προέδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, υπό τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, κατά παράβαση της έννομης τάξης, ασφαλώς δεν αποτελεί πράξη δικαιοσύνης. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη εξακολουθούν να διαπράττουν στην κρίση της τέως Γιουγκοσλαβίας σοβαρά σφάλματα, με αρνητικές για το μέλλον επιπτώσεις. Καμία διεθνής πολιτική στα Βαλκάνια δεν μπορεί να έχει επιτυχία εάν δεν στηρίζεται στις αρχές που θα εφαρμόζονται ισότιμα προς όλες τις πλευρές και εάν δεν περιλαμβάνει τη Σερβία, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα και ειρήνη στα Βαλκάνια».

* Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι Δρ. Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα