Διπλό μήνυμα Παυλόπουλου σε Τουρκία – Σκόπια
"Τα εθνικά θέματα είναι ΄και ευρωπαϊκά" ξεκαθάρισε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά στην συνάντησή του με τον Γερμανό ομόλογό του. Ανέπτυξε το Ευρωπαϊκό του όραμα με τον κ. Στάινμαϊερ να αναφέρεται βελτίωση των σχέσεων Βερολίνου - Αθήνας
- 11 Οκτωβρίου 2018 11:20
Διπλό μήνυμα σε Τουρκία και Σκόπια απέστειλε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποδεχόμενος τον Γερμανό ομόλογό του. Ο Προκόπης Παυλόπουλος ζήτησε εκ νέου σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου από την Άγκυρα, ενώ για τη ΦΥΡΟΜ ξεκαθάρισε ότι χωρίς συνταγματική αναθεώρηση, δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε πρόσκληση από το ΝΑΤΟ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ειδικότερα ο κ. Παυλόπουλος τόνισε ότι “τα εθνικά θέματα είναι και ευρωπαϊκά” προσθέτοντας ότι “εμείς είμαστε ανοιχτοί να δεχτούμε τη συμφωνία των Πρεσπών, ωστόσο υπήρξαν εμμονές από την άλλη πλευρά”, ενώ για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είπε ότι “θέλουμε φιλία και καλή γειτονία με την Τουρκία, πρέπει να σέβεται τη συνθήκη του Μontego Bay”.
Μήνυμα σε Τουρκία – Σκόπια
“Ως προς τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις, επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα «NATURA 2000»- και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου. Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου” σημείωσε με νόημα ο κ. Παυλόπουλος και πρόσθεσε ως προς την ΠΓΔΜ. “Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ΝΑΤΟ– πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει και τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, πρωτίστως δε στο σύνταγμά της. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή, την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων”.
Λιτότητα και ανισότητα δημιουργούν μορφώματα
Παράλληλα ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε στην λιτότητα σημειώνοντας: “Πέραν τούτων, οφείλουμε ν’ αναλογισθούμε τις άκρως αρνητικές επιπτώσεις, σε βάρος του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές μιας ανώφελης αλλά και αδιέξοδης αυστηρής λιτότητας. Η προτεραιότητα αυτή αποκτά σήμερα τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο είναι γνωστό ότι οι περιπέτειες του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και οι κίνδυνοι για την κοινωνική συνοχή αφήνουν πεδίο δράσης σε αδίστακτα μορφώματα λαϊκισμού, που υπονομεύουν απροκάλυπτα την ίδια την Δημοκρατία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, ενώ επιβουλεύονται ευθέως αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα. Πρέπει να δράσουμε αμέσως, πριν είναι αργά”.
O Έλληνας πρόεδρος ανέπτυξε το Ευρωπαϊκό και όραμά του σε τρεις πυλώνες όπως είπε, να τονώσουμε τον πυλώνα της Εξωτερικής πολιτικής, να θωρακιστεί το κοινό νόμισμα και να να αποκτήσει τα μέσα η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και τρίτον να τονώσουμε το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη εγκαταλείποντας τις πολιτικές αδιέξοδης λιτότητας.
Στη βελτίωση των σχέσεων Βερολίνου και Αθήνας απέδωσε τη δεύτερη επίσκεψή του στην Ελλάδα μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια ο Φρανκ Βάλτερ Στάινμάιερ.
Στις 12 το μεσημέρι ο Γερμανός Πρόεδρος θα γίνει δεκτός από τον πρωθυπουργό και στις τρεις είναι προγραμματισμένη η συνάντηση με τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας.
Λόγω της επίσκεψης, σε ισχύ τίθενται κυκλοφοριακές ρυθμίσεις στο κέντρο της Αθήνας και κατά διαστήματα κλείνουν οι δρόμοι με βάση το πρόγραμμα του Προέδρου.
Επιστροφή στις θεμελιώσεις ιδέες της ΕΕ
«Στον σημερινό κόσμο χρειαζόμαστε πολύ περισσότερο-και δη επειγόντως-απ’ όσο στο παρελθόν την Ενωμένη Ευρώπη» υπογραμμίζουν σε άρθρο τους, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ και ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, με την ευκαιρία της διήμερης επίσκεψης του Γερμανού Προέδρου στην Ελλάδα.
Στο άρθρο τους, το οποίο δημοσιεύεται στην ελληνική εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» και στη γερμανική «Frankfurter Allgemeine Zeitung» (FAZ), οι δυο Πρόεδροι αναφέρονται στις σύγχρονες απειλές, που καλείται να αντιμετωπίσει η ΕΕ και υποστηρίζουν ότι τη στιγμή, που οι παραδοσιακοί σύμμαχοι απομακρύνονται και αποχωρούν από την πολυμερή συνεργασία, η απάντηση, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να είναι η Ευρώπη. Σημειώνουν, επίσης, ότι πρέπει να προστατεύουμε και, όσο είναι δυνατό, να ενισχύουμε αυτή την Ενωμένη Ευρώπη, κάνοντας αυτό που πηγάζει από την Εθνική και την Κοινή μας Ιστορία, ενώ κρούουν και τον κώδωνα του κινδύνου για τα φαινόμενα υποχώρησης στον εθνικισμό και τον ευρωσκεπτικισμό, που βρίσκονται σε άνοδο σε πολλές γειτονιές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, προτάσσουν την ανάγκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αποτελεσματικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και ισχυρά μέσα για την εφαρμογή τους, καθώς και την ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της. Σημειώνουν, επίσης, ότι εναπόκειται σε όλους μας να διατηρούμε το ευρωπαϊκό όραμα ζωντανό και ελκυστικό, τόσο για εμάς όσο, ιδίως, για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
Αναφερόμενοι στις σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας, υποστηρίζουν ότι έχουν πια σφυρηλατήσει εξαιρετικά στενούς δεσμούς στην πορεία δεκαετιών, καθώς και αρμονικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Επισημαίνουν, επίσης, ότι η κοινή μας ιστορία είχε πολλές κορυφώσεις αλλά, δυστυχώς, και πολλές αβυσσαλέες καταστροφές. Ωστόσο, τονίζουν πως το γεγονός ότι καταφέραμε, έχοντας επίγνωση του παρελθόντος, να δημιουργήσουμε ένα κοινό ευρωπαϊκό παρόν είναι ένα πολύτιμο δώρο, που καλούμαστε να διαφυλάξουμε. Παράλληλα, προσθέτουν ότι είναι ευθύνη μας να υπερασπιζόμαστε την Ελευθερία και την Αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου και να αντιστεκόμαστε στην αδικία, στον δεσποτισμό και στο έγκλημα, αλλά και να θωρακίζουμε την Δημοκρατία.
Ειδικότερα, οι δυο Πρόεδροι στο άρθρο τους αναφέρουν:
«Ήδη, αυτή είναι η δεύτερη συνάντησή μας στην Αθήνα, υπό την ιδιότητά μας ως Αρχηγών Κρατών των Χωρών μας. Ο Τόπος όπου βρισκόμαστε δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλο στην Ευρώπη, ως προς τις βαθιές, κοινές μας ρίζες, οι οποίες εκτείνονται πολύ πέρα από τις σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Η σημερινή Ευρώπη θα ήταν αδιανόητη χωρίς την Ελληνική κληρονομιά ή χωρίς την Αθηναϊκή Δημοκρατία του Περικλή.
Ωστόσο, σήμερα συναντιόμαστε υπό ειδικές περιστάσεις. Περιστάσεις που μας οδηγούν να συνειδητοποιήσουμε πλήρως το γεγονός ότι η Δημοκρατία, η οποία έχει τις ρίζες της εδώ και την οποία, στα χρόνια που πέρασαν, θεωρούσαμε δεδομένη με την σύγχρονη μορφή της, ως θεμέλιο των κοινωνιών μας, σήμερα αμφισβητείται. Και ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν -και ενίοτε κυριολεκτικώς να την υπερασπιζόμαστε- κάθε μέρα από την αρχή. Οι αξίες και οι πεποιθήσεις μας τελούν υπό πίεση, σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η αυταρχική σκέψη, την οποία νομίζαμε ότι είχαμε υπερβεί μετά την κατάρρευση των ολοκληρωτισμών, έρχεται πάλι στην επιφάνεια και αποτελεί, δυστυχώς, «πηγή γοητείας» για πολλούς ανθρώπους. Η υποχώρηση στον εθνικισμό και τον ευρωσκεπτικισμό βρίσκεται σε άνοδο σε πολλές γειτονιές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, πολλοί δεν θεωρούν πλέον την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ιστορικό επίτευγμα, ως εγγυητή της Ειρήνης και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της ευημερίας και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Οι μνήμες της μακράς και δύσκολης πορείας από τις αβύσσους των Παγκόσμιων Πολέμων προς μιάν ενωμένη, δημοκρατική και ειρηνική, Ευρώπη και η ελκυστικότητα αυτής της Ενωμένης Ευρώπης κινδυνεύουν να ξεθωριάσουν και να βρεθούν στο περιθώριο.
Αυτό θα πρέπει να είναι ένα ηχηρό σήμα αφύπνισης, ιδίως για την Ελλάδα και την Γερμανία. Και για τις δύο Χώρες, η προοπτική Ειρήνης που εγγυάται η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ήταν η απάντηση σε -πολύ διαφορετικές βεβαίως- εκτροπές της ιστορίας μας. Για την Γερμανία, αντιπροσώπευε την πορεία προς την επιστροφή στους κόλπους της Διεθνούς Κοινότητας, μετά την ασύλληπτη προδοσία όλων των αξιών του Πολιτισμού μας από τον εθνικοσοσιαλισμό. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ήταν ζήτημα σταθεροποίησης της Δημοκρατίας μετά από την στυγνή στρατιωτική δικτατορία. Τούτο γεννά μιαν ιδιαίτερη και εξόχως προσωπική για καθέναν ευθύνη διασφάλισης της επιτυχίας αυτού του μοναδικού εγχειρήματος.
Οι δύο Χώρες μας έχουν πια σφυρηλατήσει εξαιρετικά στενούς δεσμούς στην πορεία δεκαετιών. Αναπτύσσουμε αρμονικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Και, πέρα από άλλα, αυτό που ενώνει αρρήκτως τις Χώρες μας είναι οι πολλές προσωπικές σχέσεις. Ωστόσο, αυτή η φιλία χρειάσθηκε μια πορεία. Η κοινή μας ιστορία είχε πολλές κορυφώσεις αλλά, δυστυχώς, και πολλές αβυσσαλέες καταστροφές. Το γεγονός ότι καταφέραμε, έχοντας επίγνωση του παρελθόντος, να δημιουργήσουμε ένα κοινό ευρωπαϊκό παρόν είναι ένα πολύτιμο δώρο που καλούμαστε να διαφυλάξουμε. Η ευθύνη μας να υπερασπιζόμαστε την Ελευθερία και την Αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου και να αντιστεκόμαστε στην αδικία, στον δεσποτισμό και στο έγκλημα, αλλά και να θωρακίζουμε την Δημοκρατία, προκύπτει από αυτό ακριβώς το οδυνηρό κεφάλαιο των σχέσεών μας. Αποτελεί επίσης το θεμέλιο της ευθύνης που επωμιζόμαστε να υποστηρίζουμε αυτόν τον ανεκτίμητο στόχο Ειρήνης, για τον οποίο πιστεύουμε ακράδαντα ότι δεν υπάρχει αποτελεσματική εναλλακτική πρόταση.
Στον σημερινό κόσμο χρειαζόμαστε πολύ περισσότερο -και δη επειγόντως- απ’ όσο στο παρελθόν αυτή την Ενωμένη Ευρώπη. Απειλές, τόσο διαφορετικές, όπως η τρομοκρατία με υποτιθέμενα ιδεολογικά κίνητρα και η κλιματική αλλαγή, οι οποίες μπορεί να εξελίσσονται αργά αλλά είναι ύπουλες, δεν σταματούν στα εθνικά σύνορα. Ιδίως όταν οι παραδοσιακοί σύμμαχοι απομακρύνονται από μας και αποχωρούν από την πολυμερή συνεργασία, η απάντησή μας, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να είναι η Ευρώπη. Πρέπει να προστατεύουμε και, όσο τούτο είναι δυνατό, να ενισχύουμε αυτή την Ενωμένη Ευρώπη. Με άλλες λέξεις, έχουμε υποχρέωση να κάνουμε αυτό που πηγάζει από την Εθνική και την κοινή μας Ιστορία.
Γνωρίζουμε όμως επίσης ότι θα επιτύχουμε αυτή την αποστολή μόνον αν η Ευρωπαϊκή Ιδέα μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας, που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, παραμείνει ισχυρή και πειστική στον πυρήνα της. Αν δείξει ξανά στους ανθρώπους ότι θα βρει απαντήσεις στα πιο πιεστικά προβλήματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι αυτή, ως πολιτικό σύστημα, μπορεί να εγγυηθεί την πολιτική τάξη, την ασφάλεια, την ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη και, ταυτόχρονα, να αναλάβει αποφασιστική δράση για να αντιμετωπίσει εξωτερικές απειλές. Εντέλει, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να προσφέρει στις μελλοντικές γενιές λαμπρές προοπτικές, πολλώ μάλλον επειδή τη μοίρα της την κρατάνε στα χέρια τους αυτές ακριβώς οι γενιές.
Γι’ αυτό τον λόγο η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται αποτελεσματικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και ισχυρά μέσα για την εφαρμογή τους. Και θα πρέπει να θυμόμαστε τι ήταν εκείνο που βοήθησε τόσο πολύ την Ευρωπαϊκή Ένωση να πετύχει τόσα πολλά τις τελευταίες δεκαετίες. Δηλαδή ποιο ήταν το θεμέλιο, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε και, συγκεκριμένα, τις κοινές πολιτιστικές και πνευματικές ρίζες της και την Αλληλεγγύη μεταξύ των Μελών της. Μόνο τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξακολουθεί να σηκώνει τον πυρσό της ελπίδας για έναν πιο δίκαιο και ειρηνικό κόσμο, όπως ακριβώς έκανε για την γενιά μας. Και οι δυο μας θέλουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι αναλογεί στον καθένα μας, προκειμένου να υποστηρίξουμε αυτή την προοπτική. Κι ακόμη τούτο: Εναπόκειται σε όλους μας να διατηρούμε το ευρωπαϊκό όραμα ζωντανό και ελκυστικό, τόσο για εμάς όσο, ιδίως, για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας».