Εδώ Πολυτεχνείο: Η εξέγερση του Νοέμβρη δεν πεθαίνει ποτέ
Η Κατερίνα Παπαγκίκα και ο Δημήτρης Σερεμέτης θυμούνται τη στιγμή-ορόσημο της εξέγερσης του 1973 και κάνουν τη σύνδεση με τη δυστοπία (υγειονομική και όχι μόνο) του 2020.
- 17 Νοεμβρίου 2020 06:10
Πέρασαν 47 χρόνια…Ξημέρωνε Σάββατο 17 Νοεμβρίου 1973 όταν δόθηκε η μοραία διαταγή στο τανκ που είχε κατοικοεδρεύσει μπροστά από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. “Μπείτε μέσα”. Από τη στιγμή που η πύλη και όσοι την φυλούσαν τσακίστηκαν, άρχισε το μεγάλο μακελειό. Η Χούντα Παπαδόπουλου-Ιωαννίδη-Πατακού-Μακαρέζου έδειχνε το πιο αποτρόπαιο και συνάμα χυδαίο πρόσωπό της. Στρατιώτες και αστυνομικοί “ξάπλωναν” με τους πυροβολισμούς τους φοιτητές και όχι μόνο. Λίγες ώρες αργότερα, και ενώ οι εργαζόμενοι περνούσαν από το σημείο για να πάνε στις δουλειές τους, οι μάνικες του δήμου Αθηναίων ξέπλεναν το αίμα…
Εφέτος είναι πράγματι ιδιαίτερες οι συνθήκες. Δεν νοείται, φυσικά, μαζική πορεία και μαζικός εορτασμός εν καιρώ πανδημίας. Όμως, οι κυβερνητικές παλινωδίες και οι αχαρακτήριστες αποφάσεις άνοιξαν για τα καλά τη συζήτηση για το Πολυτεχνείο. Και μην έχετε καμία αμφιβολία, στην ατζέντα δεν βρίσκεται μόνο το θέμα του τρόπου του εφετινού εορτασμού, αλλά και το…κυρίως πιάτο, η εξέγερση του Νοέμβρη. Και αυτό γιατί κάποιοι δεν αισθάνονται άνετα με αυτήν τη στιγμή της Νεοελληνικής Ιστορίας.
Το News 24/7 συνομίλησε με δύο ανθρώπους που πήραν με τον έναν ή άλλον τρόπο μέρος στην εξέγερση. Δεν τους ξέρει κόσμος πολύς, όπως δεν ξέρει την πλειονότητα των ανθρώπων που εκείνες τις ημέρες αψήφησαν τα πάντα για να σταθούν μπροστά στα άρματα μάχης. Αμφότεροι συμπέραναν το (όχι και τόσο) προφανές. Τα μηνύματα της εξέγερσης είναι πιο επίκαιρα από ποτέ…
“Κόντεψα να βάλω τα κλάματα όταν η αστυνομία παραβίασε την πύλη του Πολυτεχνείου“
Η Κατερίνα Παπαγκίκα σήμερα είναι συνταξιούχος νοσοκομειακός γιατρός και μέλος του Συλλόγου Φυλακισθέντων και Εξορισθένων Αντιστασιακών 1967-1974. Το 1973 αγωνιζόταν μέσα από τις γραμμές της (παράνομης τότε) ΚΝΕ με κυρίαρχο στόχο την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών και την επιστροφή στη δημοκρατική ομαλότητα.
Την ρωτάμε αρχικά κάτι που αποτελεί πορεία πολλών τα μετέπειτα χρόνια. Αντίδραση μαζική προέκυψε μόλις έξι χρόνια μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας…
Μπορεί να υπήρξε αντίδραση σε μαζικό επίπεδο το 1973, όμως οι πρώτες σοβαρές κινήσεις και συγκεντρώσεις είχαν λάβει χώρα ήδη από το 1972 και πιο πριν. Δεν θα είχε υπάρξει το Πολυτεχνείο, όπως το ξέρουμε, ως εξέγερση πολύ πιο συνολική, χωρίς εκείνες τις διεργασίες,απαντά και αιτιολογεί.
Έκαναν πολλή δουλειά τοπικοί σύλλογοι που ξεκίνησαν τη δράση τους,αφού δεν μπορούσαμε να βρεθούμε στις σχολές μας στις οποίες βέβαια η Χούντα είχε διορίσει συμβούλια και ανθρώπους της αρεσκείας της. Όταν λέω τοπικοί σύλλογοι, εννοώ, ας πούμε αυτούς των Κρητών ,του οποίου ηγούνταν η Ιωάννα Καρυστιάνη, αλλά και άλλους. Εκείνοι οι σύλλογοι έγιναν κέντρα όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να ανταλλάξουν ελεύθερα απόψεις.
Από εκεί και πέρα βέβαια υπήρξαν και οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις όπως ήταν η Κομμουνιστική Νεολαία, ο Ρήγας Φεραίος η ΑΑΣΠΕ, η ΠΠΣΠ κ.λπ., οργανώσεις που βρίσκονταν φυσικά στην παρανομία και έκαναν επίσης καλή δουλειά.
Αυτό το κενό μαζικής αντίδρασης σε προηγούμενο χρόνο έχει και άλλη εξήγηση: “Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της Χούντας έλαβε χώρα μία απίστευτη καταστολή και διαλύθηκαν όλες οι οργανώσεις. Ήταν μία άγρια καταστολή, δεν έμεινε τίποτα και ξεκινήσαμε μετά σχεδόν από το μηδέν. Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε και αυτό: Όλα ξεκίνησαν από τη νεολαία, ήταν μία νέα γενιά που είπε αυτό που θα λέγαμε σήμερα για “Basta”.
Την καλέσαμε επίσης να τοποθετηθεί για το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εξέγερσης πέρασε η “σκληρή”, ριζοσπαστική γραμμή, σαν το κίνημα να ξεπέρασε τους φόβους του κατά την τέλεση του γεγονότος: “Οντως στο Πολυτεχνείο επικράτησε τελικά η πολύ ριζοσπαστική άποψη. Και αυτό ήταν ένα μάθημα που μπορεί να χρησιμεύσει ακόμα και σήμερα. Μερικές φορές γινόμαστε συντηρητικοί και πιστεύουμε ότι ο κόσμος δεν πρόκειται να ακολουθήσει, μας καταλαμβάνει ένα φόβος. Το Πολυτέχνειο απέδειξε ότι μπορεί ένα ώριμο μήνυμα, ακόμα και αν δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πόσο ώριμο είναι, να επικρατήσει και να λειτουργήσει ακόμα και αν οι οργανωμένες δυνάμεις παραμένουν επιφυλακτικές”.
Στο Πολυτεχνείο πολλές από τις οργανωμένες δυνάμεις θεωρούσαν πρόωρες τις εξελίξεις, όμως αποδείχθηκε ότι το ιστορικό γεγονός ξεπέρασε τις εκτιμήσεις τους. Μερικές φορές αυτό που μπορεί να συσπειρώσει τους ανθρώπους είναι κάτι πολύ απλό. Στην πρόσφατη εξέγερση στη Χιλή όλα ξεκίνησαν από την αύξηση στην τιμή του εισιτηρίου του μετρό. Να φέρω και ένα ελληνικό παράδειγμα; Περίμενε κανείς τη νεανική εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008;”.
“Αρα”, συμπεραίνει η κα Παπαγκίκα, “στο επίπεδο του κινήματος πρέπει να είμαστε πάντα ένα βήμα μπρος και να υπάρχει διάθεση για αλλαγές και ρίσκο”.
Επιστροφή στο σήμερα και στο καταφανώς ιστορικό γεγονός της κοινής ανακοίνωσης των τριών κοινοβουλευτικών κομμάτων και όχι μόνο: “Σαν γεγονός το βρήκα πολύ θετικό που επιτέλους υπήρξε κοινό κείμενο των κομμάτων της Αριστεράς. Ανάλογες κινήσεις θα έπρεπε να έχουν γίνει και για πολλά άλλα ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο. Θεωρώ επίσης ότι θα έπρεπε να βρεθεί και ένας κοινός βηματισμός με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και φυσικά τα κινήματα. Δεν είμαι οπαδός των κοινών μετώπων εφ’ όλης της ύλης, αλλά υπάρχουν πεδία για κοινή δράση”.
Όταν είδα την Αστυνομία να παραβιάζει την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου, κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Μέσα και έξω από την πύλη αστυνομικοί, μία ανάσα από το μνημείο. Μπορούσε όμως στο Πολυτεχνείο να πάει ο Μπογδάνος. Κι όταν ακουσα για την «απαγόρευση συνεύρεσης άνω των τεσσάρων ατόμων» εξοργίστηκα.
Της μεταφέρουμε τη δήλωση-πρόταση του Πρωθυπουργού για κατάθεση λουλουδιών από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς: “Το Πολυτεχνείο δεν είναι λουλούδια. Είναι αγώνας για ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Και για να κάνω και τη σύνδεση με το σήμερα, το Πολυτεχνείο μάς λέει ότι πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε για ατομική ευθύνη. Έχουμε αντίθετα το συλλογικό αίτημα να ενισχυθεί το ΕΣΥ με προσλήψεις μόνιμου προσωπικού. Δεν αντιμετωπίζεται ο κορονοϊός με λουλούδια.
Δεν θα μπορούσε φυσικά σήμερα να γίνει μία μαζική πορεία με χιλιάδες κόσμου, πρέπει να παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη μέγιστη υγειονομική ασφάλεια. Αλλά όχι, ένα λουλούδι από τους πολιτικούς αρχηγούς δεν μου λέει κάτι. Η υγεία είναι προτεραιότητα. Υγεία όμως δεν σημαίνει να ανοίγουμε ΜΕΘ χωρίς προσωπικό ούτε να κάνουμε μετακινήσεις γιατρών από το ένα νοσοκομείο στο άλλο”.
Εν κατακλείδι λοιπόν “σήμερα τιμάμε το Πολυτεχνείο συνεχίζοντας να αγωνιζόμαστε και για υγεία αλλά και για ελευθερία και φυσικά για ψωμί. Μέσα από οργανώσεις και κινήματα που υπάρχουν ή που πρέπει να φτιάξουμε”.
“Φθονούν και μισούν το Πολυτεχνείο”
Ο Δημήτρης Σερεμέτης, νεαρός φοιτητής το 1973 και συμμετέχων στην εξέγερση, είναι καθηγητής Εφαρμοσμένης Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Κατά…παράβαση των δημοσιογραφικών κανόνων, αρχίσαμε από τα λιγότερο σημαντικά. Υπήρχε κάτι απολύτως προσωπικό που τον κινητοποίησε; Έχουν και άλλα πράγματα σημασία, εκτός από το στενά πολιτικό;
“Τα πάντα έχουν σημασία. Ο έρωτας, οι αγνές συναισθηματικές σχέσεις, οι φιλίες, θα έλεγα ότι έχουν κεφαλαιώδη σημασία, εξίσου βαρύνουσα με τις πολιτικές ιδέες και συναναστροφές. Έτσι και αλλιώς όταν είσαι 20 χρόνων όλα αυτά τρέχουν στο αίμα, δεν μπορείς να καμώνεσαι ότι δεν υπάρχουν. Σας παραπέμπω στο τραγούδι “δύο παιδιά ερωτευμένα” (σσ κανονικός τίτλος: Προσκύνημα) του Ξαρχάκου χωρίς να ξέρω αν έχει οποιαδήποτε πολιτική διάσταση. Άλλωστε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία”.
Για τον Δημήτρη Σερεμέτη “πρώτα υπήρξε αντίσταση παθητική στη Χούντα. Και αυτή θα έλεγα ότι προέκυψε από την πρώτη στιγμή. Παράλληλα όμως υπήρχε ένας έντονος φόβος και επιφυλακτικότητα, ιδιαίτερα στην προηγούμενη γενιά που είχε πληρώσει ακριβά την κατοχή και τον εμφύλιο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Πολυτεχνείο ήταν χρονικά πολύ κοντά στη μετεμφυλιακή εποχή. Η γενιά του ΄40 που έδωσε αίμα σε εκείνους τους αγώνες ήταν η γενιά των γονιών μας. Οι άνθρωποι αυτοί υπέφεραν, αγκομαχούσαν με τη δικτατορία αλλά ανάμεσά τους κυριαρχούσε η επιλογή μιας στάσης φρόνησης, προφύλαξης και η επιφυλακτικότητα”.
Στη συνέχεια “αφού συγκροτήθηκαν σιγά-σιγά οι πρώτες ιστορικές «παρέες» – χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η παρέα της Πλατείας Μαβίλη- άρχισαν βαθμιαία να στήνονται τα οργανωτικά πλαίσια για τις κινητοποιήσεις και ξεκίνησε ο μαζικός αγώνας.
Στο μεταξύ πάντα κι από την αρχή της δικτατορίας, ακόμη και στην επαρχιακή πόλη που μεγάλωσα, μας ενοχλούσε πολύ η Χούντα. Βρισκόμασταν στα πρώτα χρόνια της εφηβείας και μας επέβαλαν τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό, μας απαγόρευαν να πηγαίνουμε σινεμά, μας απαγόρευαν την κυκλοφορία μετά από τις 8 το βράδυ, μας κούρευαν στρατιωτικά. Όλα αυτά ήταν μορφές βίας. Η νεολαία δεν μπορούσε με τίποτα να το αντέξει αυτό. Μόλις μπήκα στο Πανεπιστήμιο και κατέβηκα στην Αθήνα βρήκα συναγωνιστές και άρχισαν όλα να αλλάζουν. Η δυσφορία μπορούσε να δώσει τη θέση της στη δράση”.
Όταν έφτασε η μεγάλη ώρα, η γραμμή, κατά τον Δημήτρη Σερεμέτη, δόθηκε από τις μεγάλες φοιτητικές παρατάξεις της Ελλάδας: Στη διάρκεια της εξέγερσης η γραμμή τόσο της ΚΝΕ όσο και του Ρήγα Φεραίου ήταν αυτές που τελικά επικράτησαν, άλλωστε διέθεταν και την πλειοψηφία. Στο ξεκίνημα βέβαια ήταν διαφορετικά τα πράγματα, είχαν την πρωτοβουλία πιο ριζοσπαστικές ομάδες, αλλά αυτό άλλαξε μέσα στο τριήμερο. Εκείνο που δεν κατάφεραν να κάνουν μέχρι το τέλος οι μεγάλες παρατάξεις του αριστερού κινήματος ήταν να προωθήσουν στις συνελεύσεις τη γραμμή τους για τη μορφή που θα έπαιρναν οι κινητοποιήσεις μετά την Παρασκευή και το Σάββατο. Πριν ξεπεραστούν οι διχογνωμίες ήρθαν τα τανκς.
Δεν πέρασε η γραμμή της ΚΝΕ που μιλούσε για εκκένωση του χώρου και διοργάνωση διαδηλώσεων σε όλη την Αθήνα. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, λόγω και της επέμβασης των τανκς, επιβλήθηκε η άλλη λύση, να μείνουμε μέσα και να αμυνθούμε μέχρις εσχάτων”.
Τον ρωτάμε τι του προκαλεί η άποψη, που εσχάτως διατυπώθηκε και από τον Πρωθυπουργό, ότι συμμετέχοντες στην εξέγερση εκμεταλλεύτηκαν τη συμμετοχή τους και έχτισαν πολιτικές καριέρες: “Το ακούω συχνά αυτό το περί πολιτικών που έχτισαν την καριέρα τους στο Πολυτεχνείο χάρη στη συμμετοχή τους στην εξέγερση. Στην κατηγορία αυτή ποιους άλλου μπορεί κανείς να εντάξει πέρα από τον Κώστα Λαλιώτη, τη Μαρία Δαμανάκη, ίσως και λίγους ακόμα. Είναι δυνατόν αυτό να χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο πληθυσμό όπως αυτόν που πήρε μέρος στην εξέγερση;
Ό,τι και αν έκανε η Δαμανάκη στη συνέχεια, δεν θα σταματούσαν να την μισούν. Οι άνθρωποι που τα λένε αυτά ζουν με καρικατούρες, με σκιώδεις εχθρούς που μισούν. Δεν μπορούν να προχωρήσουν χάρη σε πολιτικούς στόχους και ιδέες. Υπήρξαν παιδιά από το Πολυτεχνείο που έζησαν τη ματαίωση και στη συνέχεια απείχαν από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Η μεγάλη πλειοψηφία έκανε άλλου είδους καριέρα, στις επιστήμες και αλλού. Υπήρξαν ακόμη πρόσωπα που ουδείς ξέρει ούτε έμαθε ποτέ ότι συμμετείχαν στην εξέγερση”.
“Μήπως η άλλη πλευρά νιώθει αμηχανία;” επιμένουμε: “Η αμηχανία νομίζω είναι επιεικής χαρακτηρισμός. Εμένα μου φαίνεται ότι εδώ υπάρχει έντονος φθόνος ή ακόμη και μίσος. Μπορούμε να πούμε το εξής. Ότι η γενιά του Πολυτεχνείου είναι η μόνη γενιά μέχρι σήμερα που οι αγώνες της δεν μπόρεσαν να αποσιωπηθούν ή να παραγκωνιστούν κάτω από συστηματική διαστρέβλωση και διωγμούς. Εγώ ό,τι ήξερα από την Αντίσταση και τη δεκαετία του ’40 το έμαθα σε κάποιας μορφής κρυφό σχολειό, ήταν μία απαγορευμένη συζήτηση. Αντίθετα, τα δικά μας παιδιά έμαθαν για το Πολυτεχνείο στα σχολεία.
Βγήκα από τη Μεταπολίτευση ως τιμώμενο πρόσωπο, βρέθηκα να κάνω μειωμένη στρατιωτική θητεία, η πολιτεία βρήκε αυτόν τον τρόπο να επιβραβεύσει την αντιστασιακή μου δράση. Στην προηγούμενη γενιά είχε συμβεί το αντίθετο. Οι αντιστασιακοί κυνηγήθηκαν και πολλοί από αυτούς εξοντώθηκαν.
Χωρίς να έχω καμία πρόθεση να συγκρίνω το Πολυτεχνείο με άλλες περιόδους μεγάλης ανάτασης του δημοκρατικού φρονήματος η γενιά μας δεν κυνηγήθηκε για τη δράση της, για αυτό και τώρα επιχειρούν να εκχυδαϊσουν το νόημα της συμμετοχής μας στην εξέγερση”.
Η κοινή ανακοίνωση των τριών αριστερών κομμάτων ,άρα,του δημιουργεί ένα ξεχωριστό συναίσθημα: “Από την εξέλιξη μπορώ να πω ότι είμαι συγκινημένος. Την θεωρώ κατά κάποιον τρόπο θαύμα και έχουμε ανάγκη από πολλά τέτοια μικρά θαύματα, πρέπει να σηκώσουμε ανάστημα και κεφάλι, γιατί η κατάσταση έχει γίνει σχεδόν χυδαία και στον πολιτικό βίο και στην καθημερινότητα. Αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε μόνο με ενωμένες τις δημοκρατικές δυνάμεις.
Νιώθω ότι μία σημαντική μερίδα της νεολαίας είναι πολύ δύσκολο να ανεχθεί αυτού του είδους τις απαγορεύσεις που ξεστόμισε ο Πρωθυπουργός και υλοποίησε ο αρχηγός της ΕΛΑΣ. Και εγώ αν ήμουν 20 χρόνων σήμερα θα είχα την παρόρμηση με κάθε τρόπο να βρω τρόπους συμμετοχής και θα έπαιρνα όλα τα ρίσκα. Αυτή είναι η φύση της νεολαίας.
Αλλά επειδή τα χρόνια έχουν περάσει και σε μας πια κυριαρχεί η λογική και η φρόνηση και επειδή δεν πρέπει να υποτιμούμε τον υγειονομικό κίνδυνο, χρειάζεται να βρούμε άλλους τρόπους για να αντιδράσουμε. Ένας τρόπος είναι η νομική προσφυγή ώστε να ακυρωθεί η απόφαση, ένας άλλος είναι οι μαζικές υπογραφές στην ανακοίνωση των τριών κομμάτων. Θα μπορούσαν επίσης να διαδηλώσουν λίγοι άνθρωποι απολύτως συντεταγμένα και με πολλή προσοχή, να κάνουν μία συμβολική πορεία. Η μαζική πορεία σαφώς και δεν μπορεί να γίνει, ανοίγει μέτωπα και προσφέρεται για προβοκάτσια. Μία προβοκάτσια την οποία η κυβέρνηση έχει ανάγκη.
Πώς μπορεί να συνδυαστεί η σωφροσύνη με τις ανάγκες της νεολαίας; Σε αυτό δεν έχω απάντηση…”
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.