Γιώργος Σωτηρέλης: Εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη;
Διαβάζεται σε 13'
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Σωτηρέλης γράφει στο NEWS 24/7 για την εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη και τους παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται.
- 17 Φεβρουαρίου 2025 09:13
Α. Η μόνιμη επωδός του πρωθυπουργού και των κυβερνητικών στελεχών, για όλα τα μεγάλα σκάνδαλα στα οποία έχει εμπλακεί η σημερινή κυβέρνηση, είναι ένας αξιωματικά προβαλλόμενος ισχυρισμός, που συνοδεύεται από ένα συναφές ερώτημα. Ο ισχυρισμός, με το οποίο κάθε τόσο κουνάει το δάχτυλο ο πρωθυπουργός στους αντιδρώντες, συνοψίζεται στο ότι από την στιγμή που έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη δεν δικαιολογείται καμία κριτική για πολιτικές ή ποινικές ευθύνες, διότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ασέβεια στους θεσμούς. Και ακολουθεί αμέσως το πομπώδες ερώτημα: είναι δυνατόν να μην εμπιστεύεσθε την ελληνική Δικαιοσύνη;
Μια εύκολη απάντηση θα ήταν το ότι σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση την Δικαιοσύνη εμπιστεύεται μόνο το 22% των πολιτών, οπότε δεν έχει νόημα να συζητούμε για την αξιοπιστία της. Πολύ δε περισσότερο όταν και αυτοί που αναλαμβάνουν να προπαγανδίσουν την παραπάνω επιχειρηματολογία του πρωθυπουργού – δηλαδή τα ελεγχόμενα σχεδόν πλήρως κρατικά και ιδιωτικά ΜΜΕ– έχουν ακόμη μικρότερο βαθμό εμπιστοσύνης (8%) και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον κατεβάσουν ακόμη περισσότερο…
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όταν μιλούμε για την τρίτη εξουσία, που αποτελεί το θεμέλιο της αρχής του κράτους δικαίου στα σύγχρονα συνταγματικά πολιτεύματα. Το να μην έχουμε εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη σημαίνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι δύο άλλες εξουσίες, και ιδίως η εκτελεστική, που τελευταία έχει ισχυροποιηθεί υπέρμετρα σε βάρος της νομοθετικής, δεν υπόκεινται στον έλεγχο που αποτελεί την πεμπτουσία μιας πραγματικής -δηλαδή ταυτόχρονα συμμετοχικής, φιλελεύθερης και κοινωνικής- Δημοκρατίας. Και αυτό με την σειρά του σημαίνει ότι αναιρείται στην πράξη η θεμελιώδης συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Από την άλλη μεριά, όμως, η εμπιστοσύνη στην Δικαιοσύνη δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε αυτονόητη. Είναι άλλο ο σεβασμός προς την δικαστική εξουσία, λόγω του θεσμικού της ρόλου, και άλλο η ουσιαστική εμπιστοσύνη, διότι αυτή προϋποθέτει απαρέγκλιτα την αξιοπιστία της. Και δυστυχώς δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς σε δημοσκοπήσεις, για να καταλάβει ότι η αξιοπιστία αυτή έχει τρωθεί πολλαπλώς και με διαρκώς επιταχυνόμενη ένταση την τελευταία εικοσαετία. Θα προσθέσω δε, με λύπη μου, ότι όσο πιο πολλές προσλαμβάνουσες παραστάσεις έχει κανείς από τον τρόπο που λειτουργεί η δικαστική εξουσία τόσο χειρότερη εικόνα έχει για την αξιοπιστία της…
Β. Ο Δάσκαλός μου Αριστόβουλος Μάνεσης συνήθιζε να λέει, χαριτολογώντας, ότι η Δικαιοσύνη είναι σαν την γυναίκα του Καίσαρα. Πρέπει και να είναι και να φαίνεται τίμια. Αν λοιπόν αξιολογήσουμε την Δικαιοσύνη με αυτό το κριτήριο, εκείνο που είναι πλέον ή βέβαιον είναι το ότι συχνά δεν φαίνεται τίμια. Μήπως όμως τα φαινόμενα απατούν;
Δυστυχώς η απάντηση σε ουκ ολίγες περιπτώσεις είναι αρνητική. Παρότι η ασκούμενη κριτική δεν είναι πάντα δικαιολογημένη, ιδίως σε ποινικές υποθέσεις, σε γενικές γραμμές το πρόβλημα της αξιοπιστίας είναι υπαρκτό και συχνά εξοργιστικό, τόσο στο πεδίο της διοικητικής όσο και στο πεδίο της πολιτικής Δικαιοσύνης. Στην βάση δε του προβλήματος βρίσκεται εμφανώς το ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης διορίζεται από την Κυβέρνηση, με βάση την σχετική –ατυχέστατη όπως έχει αποδειχθεί– διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όσοι διορίζονται κατά καιρούς σε ηγετικές θέσεις της Δικαιοσύνης είναι εξ ορισμού υποχείρια της εκτελεστικής εξουσίας. Αρκετοί τιμούν όντως το αξίωμά τους και στέκονται στο ύψος των υψηλών του απαιτήσεων (είχα την τύχη να γνωρίσω και προσωπικά κάποιους από αυτούς). Ωστόσο, την τελευταία εικοσαετία τέτοιοι επικεφαλής της Δικαιοσύνης συναντώνται ολοένα και σπανιότερα, καθώς οι περισσότερες επιλογές των κυβερνήσεων, μετά το 2004, ήταν από κακές μέχρι κάκιστες. Δικαστές που στερούνταν εμφανώς ή και πανθομολογουμένως την έξωθεν καλή μαρτυρία, βρέθηκαν ξαφνικά σε ηγετικές θέσεις στην Δικαιοσύνη, με προέχον κριτήριο την προθυμία τους να κλίνουν ευπειθώς το γόνυ στα κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας…
Το πρόβλημα βέβαια της αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης δεν εντοπίζεται μόνο στην ηγεσία της. Πέρα από το ότι το ποιοτικό επίπεδο των λειτουργών της –παρά τις όποιες λαμπρές εξαιρέσεις– δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί με την ίδρυση της Σχολής Δικαστών, ένα μεγάλο πρόβλημα αφορά την συχνή επικράτηση στους κόλπους της εθνολαϊκιστικων προσεγγίσεων, οι οποίες χρωματίζουν ιδεολογικοπολιτικά –και άρα μεροληπτικά– ουκ ολίγες αποφάσεις (τόσο της διοικητικής όσο και της πολιτικής Δικαιοσύνης). Σε αυτά δε πρέπει να προστεθεί και μία εφεκτική στάση ορισμένων δικαστών απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις αλλά και μία ενδημούσα στους κόλπους της Δικαιοσύνης κακή νοοτροπία, που αποδίδεται με τον όρο «κράτος δικαστών» και συνοψίζεται στην αυταρχική αντίληψη ότι ο δικαστής, καλυπτόμενος πίσω από την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, δεν δίνει λόγο σε κανέναν, όπως και αν φέρεται και ό,τι και αν αποφασίζει.
Ωστόσο, όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν, όταν οι ηγεσίες της Δικαιοσύνης ανταποκρίνονται στον ρόλο τους ακόμη και αυτά τα φαινόμενα υποχωρούν ή/και περιθωριοποιούνται. Καταλήγουμε λοιπόν ότι το μείζον ζήτημα είναι εν τέλει το ποιοι/ποιες επιλέγονται στην ηγεσία της Δικαιοσύνης, διότι αυτοί/αυτές δίνουν το μήνυμα στους υπόλοιπους δικαστές. Αν το μήνυμα είναι η αδιαπραγμάτευτη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και ο σεβασμός του ιδιαίτερου ρόλου της, η αξιοπιστία αποκαθίσταται σε μεγάλο βαθμό. Αν όμως οι επικεφαλής της Δικαιοσύνης δείχνουν ότι αντιλαμβάνονται το αξίωμά τους σαν μακρά χείρα της εκτελεστικής εξουσίας, η αξιοπιστία καταρρέει, όσο και αν προσπαθούν κάποιοι ακέραιοι δικαστές, με το προσωπικό τους κύρος και παράδειγμα, να την συγκρατήσουν.
Γ. Μετά από όλα αυτά, επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα: εμπιστευόμαστε την Δικαιοσύνη; Η απάντηση, με βάση τα ανωτέρω, είναι πλέον αυτονόητη. Θέλουμε μεν να την εμπιστευόμαστε αλλά δεν της δίνουμε επ’ουδενί κάρτα μπιάνκα. Πρέπει να μας πείσει ότι μπορούμε να την εμπιστευόμαστε. Και δυστυχώς υπάρχει πλειάδα αποφάσεων και συμπεριφορών, που συνηγορούν για το αντίθετο:
α. Ας ξεκινήσουμε από την διοικητική Δικαιοσύνη. Πώς να την εμπιστευόμαστε, όταν υπάρχουν αποφάσεις που προτάσσουν το «δίκαιο του αίματος», ως προς την ιθαγένεια, και τον υποχρεωτικό κρατικό κατηχητισμό ως προς την θρησκευτική εκπαίδευση; Πως να την εμπιστευόμαστε όταν δεν τολμά να αμφισβητήσει ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας που παραβιάζουν καταφανώς το Σύνταγμα σε ζητήματα προστασίας ατομικών δικαιωμάτων και ιδίως δικαιωμάτων ομαδικής δράσης; Πως να πεισθούμε για την αξιοπιστία της αν σκεφθούμε ότι θυμάται τα κοινωνικά δικαιώματα (και την αξιοπρεπή διαβίωση) μόνο προκειμένου να μην μειωθεί το εισόδημα των δικαστικών; Πως να μην προβληματιζόμαστε έντονα όταν είναι γνωστό ότι με πρωτοβουλία της και με δική της πίεση προς τον νομοθέτη συρρικνώθηκε τόσο δραστικά η αναίρεση, ώστε να καταργηθεί ουσιαστικά –βοηθούσης και της ακόμη πιο περιοριστικής νομολογίας– η δευτεροβάθμια δικαστική προστασία;
β. Ας πάμε όμως και στον ρόλο της Δικαιοσύνης, ως εγγυήτριας της γνησιότητας των εκλογών. Είναι δυνατόν να εμπιστευθεί κανείς τα πολιτικά Δικαστήρια, όταν υπάρχουν ολοένα και περισσότεροι πρόεδροι δικαστηρίων που εμποδίζουν με κάθε τρόπο –και συχνά με επίδειξη αλαζονικού αυταρχισμού– τους ενισταμένους, ως προς τον έλεγχο του εκλογικού υλικού, υπονομεύοντας ευθέως την δικαστική προστασία σε μείζονα ζητήματα λαϊκής κυριαρχίας; Είναι δυνατόν να θεωρηθούν αξιόπιστα το Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ) και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), ως εκλογοδικεία, όταν θεωρούν συνταγματικά ακόμη και τα πλέον καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις τους ως προς την συνταγματικά προστατευόμενη ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης; Για να μην θυμηθούμε και ορισμένες παλαιότερες κραυγαλέες παρεκτροπές, όπως την αλήστου μνήμης απόφαση του ΑΕΔ, με την οποία κέρδισε έδρα ο Αχιλλέας Καραμανλής….
γ. Τελευταία αλλά ακόμη περισσότερο προβληματική η πολιτική Δικαιοσύνη. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά παλαιότερα παραδείγματα αναξιοπιστίας (πχ τις υποθέσεις Novartis και Siemens), αλλά αρκεί να σταθούμε στα πρόσφατα, με τα οποία πράγματι ξεχείλισε το ποτήρι της έλλειψης εμπιστοσύνης.
Είναι δυνατόν να υπερασπισθεί οποιοσδήποτε καλόπιστος παρατηρητής τις ενέργειες και τις παραλείψεις της Δικαιοσύνης στην υπόθεση των υποκλοπών; Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: την ανεκδιήγητη στάση της εισαγγελέως-τροχονόμου για τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ αλλά και την σκανδαλώδη πειθαρχική αντιμετώπισή της από τον Άρειο Πάγο στην συνέχεια; Την κραυγαλέα απόπειρα συγκάλυψης του σκανδάλου από την ηγεσία του Αρείου Πάγου και ιδίως από τον προηγούμενο και την νυν εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με σωρεία παρακωλυτικών και μεθοδευμένων κινήσεων που εκθέτουν πλειάδα δικαστών; Το πως τέθηκε ουσιαστικά η υπόθεση στο αρχείο; Δεν κατανοούν άραγε οι εν λόγω ηγεσίες ότι η συμπεριφορά τους προκαλεί ισχυρά συναισθήματα οργής αλλά και θυμηδίας, εγείροντας ταυτόχρονα σοβαρά ερωτηματικά ως προς το αν οι εισαγγελείς μπορούν, εν τέλει, να θεωρούνται δικαστικοί λειτουργοί;
Το ίδιο ισχύει, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό, και με την τραγωδία των Τεμπών, δεδομένου ότι, με βάση τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η Δικαιοσύνη φαίνεται και σε αυτήν την περίπτωση να τείνει ευήκοον ους στα κελεύσματα της συγκάλυψης, όπως αυτά εκπορεύονται επί δύο χρόνια από την εκτελεστική εξουσία. Τα ερωτήματα λοιπόν που έρχονται αυθόρμητα στα χείλη όλων είναι αμείλικτα:
Είναι δυνατόν, σε μία τέτοια υπόθεση που έχει συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία –σπάζοντας ακόμη και τα στεγανά της ελεγχόμενης πληροφόρησης των καθεστωτικών MME– να υπάρχουν δικαστές που διστάζουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων;
Δεν αρκούν ούτε οι σχετικές αποκαλύψεις των –ακούραστων και αξιοθαύμαστων– συγγενών των θυμάτων ούτε οι πρωτοφανείς (και παρήγορες) λαϊκές κινητοποιήσεις για να ταρακουνηθεί επιτέλους η Δικαιοσύνη και να αποφασίσει ότι πρέπει να αποτινάξει από πάνω της την εικόνα της κωλυσιεργίας ή/και της παραποίησης της αλήθειας, που τείνει να παγιωθεί: Πόσο ακόμη πρέπει να περιμένουμε για να καταλογισθούν επιτέλους συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες στους υπαιτίους αλλά και για να επισημανθεί με παρρησία το που και πως εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα;
δ. Στην ανωτέρω ζοφερή εικόνα της πολιτικής Δικαιοσύνης ας μου επιτραπεί να προσθέσω και μία προσωπική μαρτυρία. Πριν από δέκα περίπου χρόνια κατέφυγα με αγωγή στην πολιτική δικαιοσύνη, διότι δέχθηκα μία άθλια επίθεση από την εφημερίδα που κατ’ευφημισμόν αυτοαποκαλείται «Δημοκρατία» αλλά είχε αναλάβει εργολαβικά την υπεράσπιση της –ισχυρής τότε– Χρυσής Αυγής (η επίθεση έγινε γιατί ήμουν ο πρώτος που πρότεινε να μην ανακηρύσσονται κόμματα των οποίων οι ηγεσίες έχουν καταδικασθεί για σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης). Παρότι είχα θετική εισήγηση, το Δικαστήριο εξέδωσε, με πλειοψηφία δύο δικαστών, μία πρωτοφανή απόφαση, η οποία δεν απέρριψε απλώς την αγωγή αλλά αναπαρήγαγε, με καθαρά ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση, όλα τα φασίζοντα στερεότυπα της της Χρυσής Αυγής. Το δε Εφετείο απέρριψε την έφεσή μου, με απόφαση που εκδόθηκε σε χρόνο ρεκόρ (σε ένα μήνα…) με μία παρωδία αιτιολογίας (που δεν επανέλαβε πάντως τα χρυσαυγίτικα φληναφήματα της πρωτόδικης). Ως εκ τούτου απογοητεύθηκα και δεν έκανα αναίρεση, πολλώ μάλλον διότι όλοι οι φίλοι δικηγόροι, στους οποίους απευθύνθηκα, μου είπαν με μια φωνή ότι δεν έχει νόημα, διότι οι περισσότεροι δικαστές του Αρείου Πάγου «συμπαθούν» τέτοιες αποφάσεις (άλλη μία ένδειξη αξιοπιστίας…). Αυτό άλλωστε το κατάλαβα και εγώ αργότερα, όταν κατήγγειλα τις συγκεκριμένες δύο δικαστές για ιδεολογικοπολιτική μεροληψία στον τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Εκείνος, αφού κράτησε (με μάλλον φοβική συμπεριφορά) κάποιους μήνες στο συρτάρι του την καταγγελία μου, στην συνέχεια την παρέπεμψε σε «αρμόδια» αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου. Η εν λόγω, σε σύντομη συνάντησή μας, αφού εξέφρασε με πολύ ύφος την απορία της γιατί διαμαρτυρήθηκα –επιδοκιμάζοντας σχεδόν την χρυσαυγίτικη ιδεολογία που ανέδιδαν τα κρίσιμα αποσπάσματα της απόφασης– στην συνέχεια έβαλε την καταγγελία μου στο αρχείο χωρίς να ασκήσει πειθαρχική δίωξη αλλά και χωρίς καν να με ενημερώσει (δεν έχει νόημα να αναφέρω ονόματα –τα οποία είναι στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου– διότι θέλω απλώς να καταδείξω πόσο έντονη αλλά και πολυδιάστατη είναι η προβληματικότητα της πολιτικής Δικαιοσύνης).
*****
Δ. Με βάση λοιπόν αυτήν την σύντομη περιδιάβαση, η τελική απάντηση είναι η ακόλουθη:
Η εμπιστοσύνη στην Δικαιοσύνη ακολουθεί αυτονοήτως τον γενικό κανόνα της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και άρα συναρτάται ευθέως με την αξιοπιστία της. Με άλλα λόγια, δεν επιβάλλεται εκ των άνω αλλά κερδίζεται… Όπως δεν εμπιστευόμαστε την κυβέρνηση, με όλα αυτά τα σκάνδαλα και τις παρεκτροπές που δηλητηριάζουν τον δημόσιο βίο, όπως δεν εμπιστευόμαστε τα ΜΜΕ (που στην συντριπτική τους πλειονότητα είτε επιδίδονται σε ασύστολη προπαγάνδα υπέρ της κυβέρνησης και των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους είτε επιβάλλουν omertà) έτσι δεν εμπιστευόμαστε και την Δικαιοσύνη του βαθέος κράτους, των εθνολαϊκιστικών εξάρσεων, των μονομερών αποφάσεων και της συγκάλυψης των σκανδάλων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν σεβόμαστε την Δικαιοσύνη ως θεσμό ή ότι δεν εμπιστευόμαστε την στάση και την κρίση επί μέρους εξαιρετικών δικαστικών λειτουργών και –σπανιότερα– Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων).
Αν δούμε αλλαγή πορείας στο εγγύς μέλλον –καθώς εκκρεμούν και κρίσιμες αποφάσεις– θα είμαι ο πρώτος που θα το αναγνωρίσω (κάνοντας αρχή από την πρόσφατη εξαιρετική απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για τις σκανδαλώδεις διατάξεις του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού) και θα προτρέψω τους πολίτες όχι μόνο να σέβονται αλλά και να εμπιστεύονται την Δικαιοσύνη, ως τελευταίο καταφύγιο μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας. Έως τότε όμως ας μου επιτραπεί να στέκομαι κριτικά ή και επικριτικά –αλλά όχι ισοπεδωτικά– απέναντι στην λειτουργία της, να εκφράζω δημόσια την απογοήτευσή μου για κάποια από τα πεπραγμένα της (μικρό δείγμα των οποίων παρέθεσα προηγουμένως) και να προτείνω συνταγματικές αλλαγές τόσο ως προς την επιλογή της ηγεσίας της όσο και ως προς ένα ουσιαστικότερο και βαθύτερο έλεγχο συνταγματικότητας, με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η Δικαιοσύνη, άλλωστε, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ένα στεγανό αποκομμένο από την δημόσια κριτική, όπως θέλουν ορισμένοι δικαστές, διότι οι αποφάσεις της εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού δηλαδή ανάγονται σε τελευταία ανάλυση, όπως άλλωστε και οι αποφάσεις όλων των κρατικών οργάνων, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Άρα ο λαός δικαιούται να έχει αφένός μεν πλήρη ενημέρωση αφ’ετέρου δε άποψη για την λειτουργία της. Κατ’επέκτασιν δε οι πολίτες δικαιούνται όχι μόνον να αμφισβητούν την ορθότητα των αποφάσεων και της γενικότερης στάσης συγκεκριμένων οργάνων της Δικαιοσύνης αλλά και να τα επικρίνουν δημόσια (με κοσμιότητα βέβαια και χωρίς να καταφεύγουν σε ακραίες συμπεριφορές, που είναι εξ ορισμού απαράδεκτες και καταδικαστέες). Πολλώ δε μάλλον οι πολίτες δικαιούνται να αγνοούν τις παραπλανητικές προτροπές και υπεκφυγές –όπως αυτές του πρωθυπουργού και των πολιτικών και μιντιακών εξαπτερύγων του– που παραπέμπουν γενικώς και αορίστως την αποκάλυψη κρίσιμων σκανδάλων σε κάποιες δικαστικές καλένδες, και να αξιώνουν γρήγορη και πειστική κινητοποίηση όλων των εμπλεκόμενων κρατικών οργάνων, με πρώτα τα Δικαστήρια, προκειμένου να υπερβούμε επιτέλους την κρίση αξιοπιστίας που ταλανίζει την σύγχρονη θεσμική μας πραγματικότητα…
* Ο Γ. Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.