Γεραπετρίτης: “Περιμένω τον Φιντάν τον Νοέμβριο στην Αθήνα”
Διαβάζεται σε 5'“Στόχος η συμφωνία με την Τουρκία για το πλαίσιο οριοθέτησης μέχρι τον Ιανουάριο” αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών σε συνέντευξή του στην “Καθημερινή Κυριακής”.
- 06 Οκτωβρίου 2024 16:37
Σκοπός είναι μέχρι τον Ιανουάριο να έχει υπάρξει συμφωνία για το πλαίσιο της οριοθέτησης, ώστε Ελλάδα και Τουρκία να μπορέσουν στη συνέχεια να συζητήσουν και την ουσία για υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στην “Καθημερινή της Κυριακής“.
Σημειώνει δε πως πιθανώς το Νοέμβριο θα συζητήσει στην Αθήνα με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν τα επόμενα βήματα για την πιθανή προώθηση των συζητήσεων.
Ο κ. Γεραπετρίτης τονίζει χαρακτηριστικά ότι στη διπλωματία “μόνον η κίνηση παράγει ωφέλιμη ενέργεια. Υπογραμμίζει δε ότι δεν τίθεται ζήτημα συνέχισης των διερευνητικών επαφών, καθώς “έχει προκύψει ότι το τέλος κάθε γύρου μας έβρισκε ενίοτε σε χειρότερη θέση σε σχέση με την αρχή του”.
Όπως αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών, Αθήνα και Άγκυρα βρίσκονται περίπου 15 μήνες μετά την απόφαση που ελήφθη από τους ηγέτες τους “να εκκινήσει με τρόπο δομημένο ο ελληνοτουρκικός διάλογος και να μπουν οι διμερείς μας σχέσεις σε ένα διαφορετικό μονοπάτι”.
Το αποτέλεσμα είναι, όπως τονίζει, να έχει επιτευχθεί “ένα επίπεδο επαρκούς εμπιστοσύνης, με ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας για να προλαμβάνουμε κρίσεις” και αναφέρει χαρακτηριστικά το μεταναστευτικό, την πολιτική προστασία και τη θετική ατζέντα, ενώ καταγράφεται ουσιαστικός μηδενισμός των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου.
“Το κλίμα αυτό επιβεβαιώνει τη βούλησή μας να συμβάλουμε στην εδραίωση της ηρεμίας και ασφάλειας στη γειτονιά μας, η οποία βρίσκεται εν μέσω δύο πολεμικών συγκρούσεων. Αυτή τη στιγμή οι δύο υπουργοί Εξωτερικών έχουμε λάβει εντολή να αξιολογήσουμε αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε στην ουσιαστική συζήτηση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ”.
Όπως εξηγεί, “οι προϋποθέσεις συνδέονται με το περιεχόμενο της συζήτησης, που μπορεί να αφορά μόνο το συγκεκριμένο ζήτημα, τις γενικές αρχές που θα εφαρμοσθούν για την οριοθέτηση, ήτοι την πλήρη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, το χρονοδιάγραμμα και τη μορφή του διαλόγου και την τυχόν παραπομπή σε διεθνή δικαιοδοσία, που θα μπορούσε να είναι το τέλος αυτής της διαδρομής στη βάση συνυποσχετικού” και αναφέρει πως θα τα συζητήσει όλα αυτά με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας σε επίσκεψή του στην Αθήνα, πιθανόν εντός του Νοεμβρίου.
Η συζήτηση, όπως τονίζει, δεν καταλαμβάνει το θέμα των εθνικών χωρικών υδάτων, το οποίο ως ζήτημα κυριαρχίας δεν περιλαμβάνεται στον ελληνοτουρκικό διάλογο και η επέκτασή τους αποτελεί “κυριαρχικό και αναφαίρετο δικαίωμα της ελληνικής πολιτείας με τον τρόπο και κατά τον χρόνο που θα κριθεί κατάλληλος”.
“Υπάρξει σύμπτωση σε σχέση με το πλαίσιο της οριοθέτησης, οι δύο ηγέτες θα δώσουν, εάν το κρίνουν, ειδική εντολή κατά τη διάρκεια του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, που προγραμματίζεται για τον Ιανουάριο στην Άγκυρα, για να αρχίσουν οι ουσιαστικές συζητήσεις. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών για το πλαίσιο, η συζήτηση για την οριοθέτηση δεν θα προχωρήσει και θα προσπαθήσουμε να συντηρήσουμε το σχετικά καλό κλίμα”, αναφέρει.
Σε σχέση με τις διερευνητικές επαφές, σημειώνει χαρακτηριστικά: “Δεν σκοπεύουμε να πάμε στον 65ο γύρο. Επί 21 χρόνια και έπειτα από 64 γύρους διερευνητικών επαφών δεν μπορέσαμε να φθάσουμε σε ένα επίπεδο συζήτησης με την Τουρκία, όχι για την ουσία, αλλά ούτε καν για τη διαδικασία“.
“Το τέλος κάθε γύρου μάς έβρισκε ενίοτε σε χειρότερη θέση σε σχέση με την αρχή του. Έχει αποδειχθεί πλέον ιστορικά ότι στα σύνθετα θέματα εξωτερικής πολιτικής η αδράνεια είναι συνήθως επιζήμια. Μόνον η κίνηση παράγει ωφέλιμη ενέργεια”, υπογραμμίζει.
“Δεν περιμέναμε ότι η Τουρκία από τη μια μέρα στην άλλη θα αποστεί από τις βασικές υποκείμενες θέσεις και διεκδικήσεις της, που έχουν αναπτυχθεί εδώ και δεκαετίες”, σημειώνει και τονίζει πως η Διακήρυξη των Αθηνών, που υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2023, ρητώς αναφέρει ότι τα μέρη δεν παραιτούνται από τις βασικές νομικές τους θέσεις.
“Η διαφορά είναι ότι οι ελληνικές θέσεις ερείδονται απολύτως στο διεθνές δίκαιο, ιδίως δε στο δίκαιο της θάλασσας, και για τον λόγο αυτό εμμένουμε στην πιστή εφαρμογή του. Η Ελλάδα ουδέποτε αναγνώρισε ούτε πρόκειται να αναγνωρίσει τις τουρκικές αξιώσεις, όπως αυτές που εκπηγάζουν από το παράνομο και ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο”.
Για τη Σχολή της Χάλκης
Αναφορικά με την επανέναρξη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αναφέρει πως “δεν είναι διμερές ζήτημα, αλλά ζήτημα οικουμενικής απαίτησης, σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας”.
“Εφόσον πραγματοποιηθεί, θα είναι μια κίνηση ουσίας και υψηλού συμβολισμού, την οποία και θα καλωσορίσουμε”, σημειώνει και προσθέτει πως η Ελλάδα δεν ασκεί συναλλακτική εξωτερική πολιτική, αλλά πολιτική αρχών και αξιών
Ερωτηθείς για το αν υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα πολιτική ατμόσφαιρα που να επιτρέπει συζήτηση για συμβιβασμούς στα ελληνοτουρκικά, σημειώνει πως “στην υποστήριξη των θέσεών μας δεν χρειάζεται συμβιβασμός, διότι ερείδονται στο διεθνές δίκαιο”.