Γιατί οι ηγέτες της ΕΕ φοβούνται μια ειρηνευτική διαδικασία στην Ουκρανία

Γιατί οι ηγέτες της ΕΕ φοβούνται μια ειρηνευτική διαδικασία στην Ουκρανία
Γιάνης Βαρουφάκης eurokinissi

Το παλιό χάσμα Βορρά-Νότου (ή Καλβινιστές-Καθολικοί), για τα πλεονεκτήματα της δημοσιονομικής ένωσης, θα επιστρέψει ορμητικά μετά την επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία.

Αυτό το κείμενο δεν είναι δριμύ κατηγορώ για το αν μπορεί κανείς να δείξει εμπιστοσύνη στη Ρωσία ότι θα σεβαστεί οποιαδήποτε μελλοντική ειρηνευτική συνθήκη με την Ουκρανία. Ούτε σχολιασμός για τα πλεονεκτήματα του τερματισμού του πολέμου με διπλωματικά μέσα. Είναι, μάλλον, ένας προβληματισμός για το τελευταίο ευρωπαϊκό παράδοξο: ενώ η ειρήνη στην Ουκρανία θα βοηθούσε στην αναχαίτιση της οικονομικής αιμορραγίας της Ευρώπης, τη στιγμή που θα ξεκινήσει οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διχαστεί από ένα εσωτερικό ρήγμα Ανατολής-Δύσης, το οποίο θα αναζωπυρώσει εκ νέου την πρότερη σύγκρουση Βορρά-Νότου της ΕΕ.

Μια αξιόπιστη ειρηνευτική διαδικασία απαιτεί δύσκολες διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου. Ποιος θα εκπροσωπήσει την Ευρώπη σε αυτή τη διαδικασία σε ανώτατο επίπεδο; Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς Πολωνούς, Σκανδιναβούς και Βαλτικούς ηγέτες να παραχωρούν αυτόν τον ρόλο στους Γάλλους ή Γερμανούς ομολόγους τους.

Στα ανατολικά και βορειοανατολικά της ΕΕ, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν θεωρείται κατευναστικός προς τον Πούτιν, έτοιμος να επιβάλει στους Ουκρανούς μια απαράδεκτη (για αυτούς) στρατηγική «εδάφη για ειρήνη». Ομοίως, ανεξάρτητα από τη μακροπρόθεσμη εξάρτηση της Γερμανίας από τη ρωσική ενέργεια, η θέση του Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς ως υποστηρικτή των συλλογικών συμφερόντων της Ευρώπης έχει υποστεί περαιτέρω ζημιά από τη δημοσιονομική στήριξη των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ (212,5 δισεκατομμύρια δολάρια) στη γερμανική βιομηχανία – το είδος της χρηματοδοτούμενης από φόρους προστατευτικής ασπίδας στην οποία η Γερμανία άσκησε βέτο σε επίπεδο ΕΕ.

Εν τω μεταξύ, η γαλλική και η γερμανική ελίτ περιφρονούν την ιδέα ότι η ΕΕ μπορεί να εκπροσωπείται σε οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία από άτομα όπως η Κάγια Κάλλας, η πρωθυπουργός της Εσθονίας, ή η ΣάναΜάριν, η Φινλανδή ομόλογός της. «Οι ηθικές σταυροφορίες των μαξιμαλιστών του πολέμου της Ουκρανίας είναι της μόδας τώρα, αλλά θα εμποδίσουν, δεν θα βοηθήσουν, οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία», ήταν όπως μου το έθεσε ένας Γερμανός αξιωματούχος.

Επομένως, το ερώτημα παραμένει: Ποιος θα εκπροσωπήσει την ΕΕ σε οποιαδήποτε μελλοντική ειρηνευτική διαδικασία;

Αν η ΕΕ είχε αξιοποιήσει την τεράστια κρίση τραπεζικού χρέους τής μετά το 2008 εποχής για να εκδημοκρατίσει τους θεσμούς της, η Ευρώπη θα μπορούσε τώρα να εκπροσωπείται αξιόπιστα από τον πρόεδρό της και τον υπουργό Εξωτερικών. Εντούτοις, όπως έχουν τα πράγματα, οι Ευρωπαίοι πολίτες και οι εθνικοί ηγέτες θα ανατρίχιαζαν στη σκέψη ότι θα εκπροσωπηθούν από τον Σαρλ Μισέλ, τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ, και τον Ζοζέπ Μπορέλ, τον ανώτατο αξιωματούχο της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Ο Μακρόν και ο Σολτς, μαζί με σχεδόν κάθε άλλο Ευρωπαίο πρόεδρο ή πρωθυπουργό, σίγουρα θα είχαν αντίρρηση.

Η αισιόδοξη άποψη στις Βρυξέλλες είναι ότι, παρά την έλλειψη αποδεκτών απεσταλμένων και τη στρατιωτική της αδυναμία, η ΕΕ θα έχει σημαντικό ρόλο σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις, επειδή είναι η οικονομική δύναμη που θα πληρώσει για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και θα είναι ο διαιτητής οποιασδήποτε διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας στην ενιαία αγορά της ΕΕ, στην τελωνειακή ένωση ή ακόμα και στην ίδια την ΕΕ. Είναι όμως δικαιολογημένη μια τέτοια αισιοδοξία;

Η ΕΕ αναμφίβολα θα πληρώσει τεράστια ποσά και θα συντονίσει οποιαδήποτε μεταπολεμική διαδικασία ένταξης της Ουκρανίας. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι αυτό εγγυάται επηρεαστικό ρόλο στην ΕΕ κατά την ειρηνευτική διαδικασία. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι ο ρόλος της ΕΕ ως ο κύριος χρηματοδότης της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας θα διχάσει και θα αποδυναμώσει την Ένωση περισσότερο από την προ δεκαετίας κρίση.

Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων της ίδιας της ΕΕ εκτιμά ότι το κόστος ανοικοδόμησης της Ουκρανίας είναι περίπου 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ – περισσότερο από το σύνολο του προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027 και 40% υψηλότερο από το ταμείο ανάκαμψης μετά την πανδημία, το NextGeneration EU. Ήδη αποδυναμωμένη από το εγχώριο σχέδιο των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη στήριξη του καταρρέοντος βιομηχανικού μοντέλου της Γερμανίας και τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ που έχει προϋπολογίσει ο Σολτς για αμυντικές δαπάνες, η Γερμανία δεν έχει τον δημοσιονομικό χώρο για να παράσχει έστω και ένα κλάσμα αυτού του ποσού.

Εάν η Γερμανία δεν μπορεί να πληρώσει, είναι σαφές ότι ούτε τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ μπορούν να πληρώσουν. Ο μόνος τρόπος να πληρώσει για την Ουκρανία θα ήταν να εκδώσει η ΕΕ κοινό χρέος, ανατρέχοντας στα επώδυνα βήματα που οδήγησαν στη δημιουργία του ταμείου ανάκαμψης το 2021.

Πιεσμένη να βρει τα χρήματα, η ΕΕ μπορεί κάλλιστα να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, αλλά θα διαπιστώσει ότι θα είναι πικρό ποτήρι. Είναι αλήθεια ότι οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν για κοινό χρέος κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όμως ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός εκείνη την εποχή και όλα τα μέλη της ΕΕ αντιμετώπιζαν οικονομική κατάρρευση, καθώς τα λόκνταουν έπληξαν τη ζήτηση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μόλις επικρατήσει ειρήνη στην Ουκρανία, θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ακόμη περισσότερο κοινό χρέος για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας σε μια εποχή που τα επιτόκια έχουν τετραπλασιαστεί, ο πληθωρισμός είναι αχαλίνωτος και τα οικονομικά οφέλη για τα μέλη της ΕΕ είναι βέβαιο ότι θα είναι κατάφωρα άνισα.

Η Ισπανία θα αμφισβητήσει τη λογική του κοινού χρέους όταν οι γερμανικές εταιρείες θα πάρουν τη μερίδα του λέοντος στην επιχείρηση ανασυγκρότησης της Ουκρανίας. Η Πολωνία θα διαμαρτυρηθεί έντονα όταν η Γερμανία και η Ιταλία ανακοινώσουν ότι, με την αποκατάσταση της ειρήνης, θα αγοράζουν ξανά ενέργεια από τη Ρωσία. Η Ουγγαρία θα πουλήσει ακριβά τη συγκατάθεσή της σε οποιοδήποτε χρηματοδότηση της Ουκρανίας, απαιτώντας ακόμη περισσότερες εξαιρέσεις από τους όρους του κράτους δικαίου και της διαφάνειας της ΕΕ. Σε όλο αυτό το χάος, το παλιό χάσμα Βορρά-Νότου (ή Καλβινιστές-Καθολικοί), για τα πλεονεκτήματα της δημοσιονομικής ένωσης, θα επιστρέψει ορμητικά.

Η Γερμανία ήδη φοβάται ότι η Γαλλία θα επιμείνει στη μόνιμη και τακτική έκδοση κοινού χρέους, στην οποία η γερμανική πολιτική τάξη θα αντισταθεί, και όχι μόνο επειδή το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί κατά της ιδέας. Ο βαθύτερος λόγος είναι ότι η δημοσιονομική ένωση που φαίνεται να προωθεί η Γαλλία θα απαιτούσε από τους γερμανικούς ομίλους διαφόρων δραστηριοτήτων να εγκαταλείψουν μια πρακτική που είναι στο DNA τους: τη συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων των ΗΠΑ που αγοράζουν λόγω των μεγάλων καθαρών εξαγωγών προς την Αμερική, το οποίο κατέστη δυνατό λόγω των στάσιμων γερμανικών μισθών και της υποτίμησης της τιμής του φυσικού αερίου.

Έτσι, εκτός εάν ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού του Προέδρου Τζο Μπάιντεν αλλάξει τη νοοτροπία της Γερμανίας, υψώνοντας ένα προστατευτικό φράγμα γύρω από τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα θέτει τέλος στις καθαρές γερμανικές εξαγωγές προς την Αμερική, οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία είναι βέβαιο ότι θα επιδεινώσουν το χάσμα της ΕΕ μεταξύ Ανατολής-Δύσης – και στη συνέχεια θα αναζωπυρώσει το παλιό χάσμα Βορρά-Νότου.

Τίποτα από αυτά δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Μετά το χρηματοοικονομικό κραχ του 2008, η ΕΕ μόνο επιδερμικά αντιμετώπισε το ρήγμα Βορρά-Νότου που εμφανίστηκε. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησε αναπόφευκτα ένα νέο ρήγμα Ανατολής-Δύσης. Μόλις υπάρξει ειρήνη, και τα δύο ρήγματα θα βαθύνουν τόσο πολύ και τόσο επώδυνα που θα είναι αδύνατο να αγνοηθούν.

Το πιο πάνω άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate με αρχικό τίτλο Why EU Leaders Dread a Ukraine Peace Process.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα