Γιατί χάσαμε, γιατί ήταν λάθος οι τριπλές εκλογές, πώς έγινε η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, τι έγινε με τη διαπραγμάτευση
Τι αναφέρει το Σχέδιο που κατέθεσαν στην Πολιτική Γραμματεία οι Γιάννης Δραγασάκης, Αριστείδης Μπαλτάς και Θοδωρής Δρίτσας
- 11 Φεβρουαρίου 2020 19:16
«Μαθήματα για το μέλλον» χαρακτηρίζει την αυτοκριτική που εμπεριέχει για το κρίσιμο διάστημα 2012 έως την εκλογική ήττα της 7ης Ιουλίου το Σχέδιο Απολογισμού που παρουσίασαν στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ οι Γιάννης Δραγασάκης, Αριστείδης Μπαλτάς και Θοδωρής Δρίτσας.
Το σχέδιο αναφέρεται με πολύ τολμηρό και εμπεριστατωμένο τρόπο σε πολύ δύσκολες συνθήκες από το ξεκίνημα της πορείας προς την εξουσία, αλλά και στην περίοδο της διακυβέρνησής του, αποφεύγοντας το «κουτσομπολιό» και επιχειρώντας με πολιτικούς όρους να αντλήσει διδάγματα για το μέλλον.
Μεταξύ άλλων τονίζει:
Για την διαπραγμάτευση
«Πρώτον, ιδιαίτερα κατά την πορεία της διαπραγμάτευσης, δεν αποτιμήθηκαν σωστά ούτε έτυχαν επαρκούς επεξεργασίας οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Για παράδειγμα, κάποιες χώρες της αποτελούσαν δανειστές της Ελλάδας ενόσω και οι ίδιες διατηρούσαν υψηλό χρέος. Κατά συνέπεια, η ριζική λύση του προβλήματος του ελληνικού χρέους θα απέβαινε εφικτή μόνον αν συμπεριλάμβανε και το πρόβλημα χρέους των χωρών αυτών. Η ρητή αναγνώριση αυτού του δεδομένου ίσως επέτρεπε την οικοδόμηση ενεργών συμμαχιών, τουλάχιστον εν όψει μιας πανευρωπαϊκής διάσκεψης για το χρέος, τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσαν ενδεχομένως να βοηθήσουν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Δεύτερον, δεν εκτιμήθηκε επακριβώς ότι, κυρίως μετά το 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη είχαν προετοιμαστεί αποτελεσματικά για την περίπτωση «πιστωτικού επεισοδίου» σε βάρος της χώρας μας, δηλαδή και τυπικής χρεωκοπίας της. Κατά συνέπεια, ένας «εκβιασμός» που θα επικαλούνταν το κόστος της Ευρώπης από μια άτακτη χρεωκοπία της Ελλάδας και τη συνακόλουθη έξοδό της απο την ευρωζώνη δεν μπορούσε, πέρα από όλα τα άλλα, να αποβεί αποτελεσματικός. Μολονότι η πολιτική μας δεν καθορίστηκε από μια «λογική εκβιασμού», οι συνάφεις απόψεις κυκλοφόρησαν, κατά καιρούς έντονα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του.
Τρίτον, από κάποιες πλευρές του ΣΥΡΙΖΑ είχε καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι η Ρωσία ίσως και η Κίνα θα συνέβαλαν και πολιτικά και οικονομικά στην προσπάθεια της κυβέρνησης να απεμπλέξει τη χώρα από τα δεσμά των μνημονίων και κατ’ επέκτασιν από το ευρώ. Γιατί τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα όντως έβλεπαν με συμπάθεια τον αγώνα μας για μια αξιοπρεπή λύση στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Όμως ούτε η μία ούτε η άλλη ήταν διατεθειμένες να διακινδυνεύσουν στρατηγικά συμφέροντα προχωρώντας σε αποφασιστικές πράξεις συμπαράστασης.
Έτσι ή αλλιώς πάντως, αυτές οι προσδοκίες διαψεύστηκαν σχετικά γρήγορα, έχοντας μολαταύτα συμβάλει στην εκπομπή ενός διφορούμενου στίγματος από την πλευρά της χώρας.
Τέταρτον, είχαν επίσης καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι θα μπορούσαν να υιοθετηθούν μοντέλα και πρακτικές απεμπλοκής από οικονομικούς καταναγκασμούς που φαίνονταν να είχαν λειτουργήσει αποτελεσματικά σε άλλες χώρες, κυρίως της Λατινικής Αμερικής. Όμως οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν αυτές οι χώρες είναι ριζικά διαφορετικές σε πολλά επίπεδα. Μεταφορά λοιπόν, έστω και δημιουργική, δεν μπορούσε να συντελεστεί ενώ η ενασχόληση με τέτοιες ιδέες έτεινε κάποιες φορές να αποπροσανατολίζει από το κύριο: τι κάνουμε στην Ευρώπη και με την Ευρώπη.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι μοντέλα και πρακτικές διακυβέρνησης σε άλλες χώρες και άλλες συνθήκες δεν πρέπει να μελετώνται επισταμένως και να αποτιμώνται από τη δική μας σκοπιά.
Πέμπτον, η εμπλοκή με τους ΑΝΕΛ μετά τη συμφωνία των Πρεσπών απέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του από το να εκλαϊκεύσει πλατιά, να εξηγήσει και να υπερασπίσει τη συμφωνία σε σχέση με την αναγκαία βαλκανική και ευρύτερα ευρωπαϊκή πολιτική κυβέρνησης και κόμματος και κυρίως απέναντι στις εθνικιστικές επιθέσεις εναντίον της. Ο χρόνος που χάθηκε ήταν πολύτιμος και πληρώθηκε με τον τρόπο του στις τελευταίες εκλογές. Ο συντονισμός κυβέρνησης και κόμματος σε συνάρτηση με τους διακριτούς ρόλους των δύο υπήρξε εδώ σχεδόν ανύπαρκτος.
Αυτά, ωστόσο, δεν πρέπει κατά κανένα τρόπο να αποσπάσουν την προσοχή από το κύριο. Σε ένα διεθνές περιβάλλον εξαιρετικά δυσμενές, αν όχι ανοιχτά εχθρικό, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν στάθηκε απλώς επάξια, αλλά κατόρθωσε να αναβαθμίσει σημαντικά τη διεθνή θέση της χώρας. Πράγμα που είχε να συμβεί επί αρκετές δεκαετίες. Τόσο η θέση της όσο και η εικόνα της ενισχύθηκαν επιπλέον από την ανθρωπιστική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την ενεργό, έμπρακτη και πρωτοβουλιακή έκφραση αλληλεγγύης από το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού– απέναντι στο μείζον διεθνές πρόβλημα των καιρών, το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Χωρίς να καταστεί δυνατό να αποφευχθούν και εδώ ολιγωρίες και σφάλματα».
Για τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ
«Στη βάση της αντίθεσης μνημόνιο/αντιμνημόνιο που είχε, όπως είπαμε, κυριαρχήσει, μόνη πολιτικά εφικτή συμμαχία τότε ήταν αυτή με τους ΑΝΕΛ. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, μιαςσαφούς κοινής προγραμματικής βάσης. Η παραμονή στην Ευρώπη και στο ευρώ με ταυτόχρονη έξοδο από το μνημόνιο, η διαγραφή ή, τουλάχιστον, η ευνοϊκή για τη χώρα ρύθμιση του χρέους, η συστηματική προσπάθεια να καταπολεμηθεί η λιτότητα, να προστατευθεί η εργασία, να ενισχυθεί το κοινωνικό κράτος και να παταχθεί η πολυεπίπεδη διαπλοκή και διαφθορά, όπως και η φοροδιαφυγή ή η εισφοροδιαφυγή, αποτέλεσαν για τις τότε περιστάσεις επαρκή τέτοια βάση. Όπως γνωρίζουμε, η συμφωνία των Πρεσπών τρία χρόνια μετά υπήρξε η θρυαλλίδα που σήμανε το τέλος της συμμαχίας, οδηγώντας ταυτόχρονα στην αλλαγή της πολιτικής σκηνής.
Η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Το μεν ΚΚΕ για δικούς του λόγους, οι δε ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ μέσω της συγκρότησης, με την καθοριστική και πάλι συνδρομή των ΜΜΕ, ενός άτυπου αλλά εξαιρετικά σκληρού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Αυτό ομονοούσε στο να αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη καταχθόνια και υποκριτική που υποθάλπει την ένοπλη βία και την τρομοκρατία γενικώς ενόσω απεργάζεται την επιστροφή στη δραχμή, την έξοδο από την Ευρώπη, τη χρεωκοπία της χώρας και την επιβολή ενός καθεστώτος σοβιετικού τύπου. Όπου, όπως θυμόμαστε πολύ καλά, τίποτε από αυτά δεν είναι υπερβολή: είχαν όλα λεχθεί από τα επισημότερα χείλη και προπαγανδιστεί κατά κόρον τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Σε αυτές τις συνθήκες, μόνος δυνάμει σύμμαχος παρέμεναν οι ΑΝΕΛ παρά τις κάποιες φορές αβυσσαλέες διαφορές σε ζητήματα «εθνικά» και ζητήματα δικαιωμάτων».
Για το Δημοψήφισμα
«Το δημοψήφισμα, παρά τα όσα ιδιοτελή και ανεύθυνα λέγονταν και εξακολουθούν να λέγονται, δεν έθετε το ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ». Αλλά ζητούσε τη λαϊκή αποδοκιμασία του απαράδεκτου σχεδίου που οι δανειστές είχαν θέσει στην κυβέρνηση. Άρα δημοψήφισμα για να ενισχυθεί η διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης.
Η νίκη του «Όχι» με ποσοστό μεγαλύτερο του 61% υπήρξε αποτέλεσμα κυριολεκτικά συγκλονιστικό. Παρά το απίστευτο μπαράζ υπέρ του «Ναι» στη Ελλάδα και διεθνώς, παρά την αδίστακτη προπαγάνδα σύσσωμων σχεδόν των ΜΜΕ παγκοσμίως, παρά την ένταση και το πάθος των υποστηρικτών του «Ναι» που κάποιες φορές έφτανε σε επίπεδα εμφυλιοπολεμικού παροξυσμού, ο ελληνικός λάος αψήφησε πολύ μεγάλους και πολύ ορατούς κινδύνους και τίμησε τη δική του αξιοπρέπεια και την αξιοπρέπεια της κυβέρνησής του ψηφίζοντας μαζικά «Όχι». Πρόκειται για μια κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όντως λειτούργησε ως διαπραγματευτικό όπλο. Παρά την σχεδόν ανεξέλεγκτη οργή που δημιούργησε σε πολλούς τόσο η διεξαγωγή όσο και το αποτέλεσμά του, παρά την εκδικητικότητα που κάποιοι από τους δανειστές ήθελαν να αποτυπώσουν με νέα τελεσίγραφα, η τελική διαπραγμάτευση του Ιουλίου 2015 κατέληξε μεν σε επώδυνο συμβιβασμό –αφού όχι μόνο το μνημόνιο δεν καταργήθηκε αλλά υπογράφηκε νέο, με πρόσθετους δυσβάσταχτους όρους για τον ελληνικό λαό– αλλά η τελική συμφωνία ήταν πράγματι μετρήσιμα ευνοϊκότερη από εκείνη που είχε τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση πριν το δημοψήφισμα.
Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ μολαταύτα διασπάστηκε. Αυτό το γεγονός και κυρίως η ηθική όσο και πολιτική υποχρέωση να θέσει ο ίδιος στην κρίση του ελληνικού λαού τον συμβιβασμό που αναγκάστηκε να προσυπογράψει, οδήγησε την κυβέρνηση στην απόφαση να παραιτηθεί προκειμένου να διεξαχθούν νέες εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 με το ίδιο σχεδόν ποσοστό. Οι ψήφοι ήταν λιγότεροι, η αποχή μεγαλύτερη και ίσως η σύνθεση των ψηφοφόρων ελαφρά διαφορετική, αλλά ωστόσο νίκησε. Οι διαφορές αυτές πρέπει να μελετηθούν επισταμένως γιατί ίσως προείκαζαν εν μέρει την ήττα στις εκλογές του 2019. Έτσι ή αλλιώς πάντως, η νίκη του Σεπτεμβρίου, ως συνέχεια της νίκης στο δημοψηφίσμα, πιστοποιούσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρούσε την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού. Οι λόγοι είναι υπαρκτοί. Αυτός είχε αποδείξει ότι πραγματικά νοιαζόταν για την προστασία των θυμάτων τις κρίσης. Ότι είχε αγωνιστεί ανιδιοτελώς με όλες του τις δυνάμεις ενάντια στην πολιτική των Βρυξελλών σε συσχετισμούς εξαιρετικά δυσμενείς, τιμώντας έτσι όχι μόνον τη δική του αξιοπρέπεια, αλλά και εκείνη του λαού που εκπροσωπούσε. Είχε παρουσιάσει με ειλικρινεία το πώς είχε υποχρεωθεί να υπογράψει και, ίσως με λιγότερη σαφήνεια, το τι είχε υπογράψει και τι θα εφάρμοζε, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα με παρρησία ότι δεν θα σταματούσαν εδώ τα δεινά του κόσμου: ο συμβιβασμός ήταν επώδυνος και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την κοινωνία που εκπροσωπούσε με τα δύο κακά να συμβαδίζουν. Ο ίδιος είχε προσπαθήσει να πείσει ότι θα έκανε όσα περνούσαν από το χέρι του ώστε οι αντίστοιχες συνέπειες να αμβλυνθούν στο μέτρο του δυνατού. Τέλος, είχε τεκμηριώσει με απτά στοιχεία ότι το νέο μνημόνιο ήταν γενικά ηπιότερο ως προς τις επιπτώσεις του από όσα είχε ήδη αποδεχθεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση Σαμαρά. Με προσιτό δημόσιο τεκμήριο το περιβόητο μέιλ Χαρδούβελη.
Στο υποκεφάλαιο περί διαπραγμάτευσης θα αναφερθούν περισσότερα.
Το γενικότερο μετεκλογικό κλίμα ήταν διαφορετικό από το αντίστοιχο των εκλογών του Ιανουαρίου. Πολύς κόσμος είχε σχετικά παγώσει, συναισθανόμενος βαθιά την ήττα κατά τη διαπράγματευση, πράγμα που σήμαινε ότι την ψήφο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενέπνεε τόσο η προσδοκία ή ο ενθουσιασμός, άλλα περισσότερο η λογική του μικρότερου κακού. Οι επιπτώσεις των νέων μέτρων δεν είχαν ακόμη φανεί, κίνημα ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αναπτύχθηκε ποτέ, αλλά η λαϊκή παθητικότητα έτεινε ήδη να αντικαταστήσει την προηγούμενη διαθεσιμότητα: ας κάνει η νέα κυβέρνηση ό,τι έχει να κάνει και βλέπουμε».
Λάθος οι τριπλές εκλογές
«Τον Μάιο του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε τόσο στις δημοτικές και στις περιφερειακές εκλογές όσο και στις ευρωεκλογές. Οπότε οφείλουμε να κατανοήσουμε το γιατί. Όχι μεμψιμοιρώντας, όπως μόλις είπαμε, για την τακτική ή τα όπλα του αντιπάλου, αλλά μόνο σε σχέση με τις δικές μας ολιγωρίες και τα δικά μας σφάλματα. Γιατί, αν δουλειά του αντιπάλου είναι να μας νικήσει, επιστρατεύοντας τα όπλα που του ταιριάζουν, είναι αποκλειστικά δική μας δουλειά να αποκρούσαμε τα δικά του όπλα και να ξεδιπλώσουμε τα ιδιαίτερα δικά μας. Δηλαδή δεν μας φταίει ο αντίπαλος που νίκησε, αλλά φταίμε εμείς που χάσαμε.
Έτσι, οφείλουμε κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε ως πολιτικά άστοχη την επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων. Κυρίως γιατί οι εκλογείς τείνουν να ψηφίζουν με διαφορετικά κριτήρια στις τρεις περιπτώσεις. Στις δημοτικές εκλογές τείνουν να πρυτανεύσουν τοπικά κριτήρια, στις περιφερειακές αυτά τείνουν να ατονήσουν έναντι περισσότερο πολιτικών κριτηρίων ενώ οι ευρωεκλογές λειτουργούν κατά κανόνα δημοψηφισματικά: τείνουν είτε να επιβραβεύσουν είτε να αποδοκιμάσουν την όλη κυβερνητική πολιτική, με προεξάρχουσα την αποδοκιμασία ή, ηπιότερα, την κριτική προειδοποίηση. Κατά συνέπεια, η επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών αναμετρήσεων έτεινε, όχι απλώς να δημιουργήσει σύγχυση κριτηρίων, αλλά κυρίως να συνενώσει στις τρεις κάλπες την έκφραση γενικότερης αποδοκιμασίας της κυβέρνησης και της πολιτικής της στη βάση όσων είπαμε περί στρατηγικής παραπάνω. Δηλαδή είναι λάθος να ερμηνεύσουμε αυτήν την αποδοκιμασία απλώς ως προϊόν χειραγώγησης και παραπλάνησης της κοινωνίας μέσω της επικοινωνιακής υπεροπλίας των αντιπάλων μας. Χωρίς ταυτόχρονα να υποτιμούμε καθόλου τη σημασία και τη λειτουργικότητα αυτής της υπεροπλίας.
Στην επιλογή να ταυτιστούν οι τρεις κάλπες φαίνεται να συνέτεινε σημαντικά το γεγονός – φανερό εκ των υστέρων– ότι είχαμε συλλογικά υποτιμήσει τη συγκρότηση από «τα κάτω», εν πολλοίς σιωπηλά, του πλατιού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου που αναφέραμε. Υποτιμήσαμε αυτή τη συγκρότηση γιατί πραγματικό κίνημα ενάντια στη κυβέρνηση δεν είχε αναπτυχθεί ενώ οι δημοσκοπήσεις που φαίνονταν να υποδεικνύουν την ύπαρξή του είχαν απαξιωθεί στη συνείδησή μας λόγω της μεγάλης αστοχίας τους κατά τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Μορφή αυτάρκειας που αγγίζει την αλαζονεία. Η κυβέρνηση και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ γνώριζαν ότι είχαν επιτευχθεί πολλά τόσο σε κεντρικό όσο και περιφερειακό επίπεδο και ότι αυτά μια εκλογική εκστρατεία θα τα καθιστούσε πλατύτερα συνειδητοποιημένα.
Έντονες διαμαρτυρίες εμφανίζονταν μόνον σποραδικά και για μεμονωμένα θέματα (όπως για τη συμφωνία των Πρεσπών) ενώ τείναμε να αγνοήσουμε παράπονα απέναντι σε μορφές ή στυλ διακυβέρνησης. Ακόμη κι αν κάποια από αυτά φαίνονταν να προσλαμβάνουν σιγά-σιγά πιο συστηματικές μορφές. Επιπλέον, το ότι η κυβέρνηση είχε περάσει σχεδόν αλώβητη από την κρίση με τους ΑΝΕΛ ενώ είχε να επιδείξει σημαντικές κοινοβουλευτικές νίκες μετά από επανειλημμένες προτάσεις δυσπιστίας ή μομφής, ενίσχυε την αυτοπεποίθηση ότι ο άνεμος εξακολουθεί να πνέει ούριος και οι εκλογικές αναμετρήσεις μάλλον θα απέβαιναν νικηφόρες. Τελικά υποτίμηση του αντιπάλου, αλλά και υποτίμηση της υφέρπουσας δυσφορίας, όσο παρέμεναν οι δυσκολίες στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και μετά την έξοδο από το μνημόνιο. Ιδού η συνόψιση της αίσθησης αυτάρκειας.
Η ήττα στις δημοτικές εκλογές ανέδειξε ανεπάρκειες κυρίως του κόμματος. Σε συνδυαμό με μια γενικότερη τάση υποτίμησης της σημασίας των δημοτικών εκλογών και με μορφές προχειρότητας ως προς τους τρόπους επιλογής –και την καθαυτό επιλογή– των υποψηφίων. Η σχετική απόφαση της ΚΠΕ ήταν κατά βάσιν σωστή, αλλά τα κριτήρια εφαρμογής της παρέμειναν ασαφή, αφημένα στην καλή θέληση ή την ωριμότητα των αντίστοιχων αυτοδιοικητικών κινήσεων –όπου υπήρχαν– ή των αντίστοιχων ΟΜ.
Αλλά τα αίτια της αποτυχίας είναι μάλλον βαθύτερα: μικρή διείσδυση στις τοπικές κοινωνίες, έλλειψη συνεχούς και συστηματικής παρουσίας στα δημοτικά δρώμενα, αδυναμία ανάδειξης τοπικών στελεχών με ευρεία απήχηση, απεύθυνση σε τοπικούς παράγοντες του παλαιού κομματικού συστήματος με αμφιβολο ήθος, συμπεριφορά και ύφος, έλλειμμα εσωτερικής συγκρότησης και τακτικής λειτουργίας των οργανώσεων του κόμματος, ασθενής σχέση μεταξύ κεντρικής αναφοράς στον ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεσματικής δημοτικής πολιτικής, ανεπάρκεια ενεργού κριτηρίου ως προς την επιλογή ανάμεσα σε αυτόνομη κάθοδο (όπως μπορούσε να αιτιολογηθεί με βάση το σύστημα απλής αναλογικής) και σε συμμετοχή σε συμμαχικά σχήματα. Έτσι, το συνολικό αποτέλεσμα υπήρξε πολύπλευρα αρνητικό: σχετικά λίγα ψηφοδέλτια (είτε αυτόνομης καθόδου είτε συμμαχικά) αποδείχθηκαν ψηφοδέλτια νίκης ενώ μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εκτέθηκαν ως υποψήφιοι με αντίπαλα ψηφοδέλτια σε αρκετές περιπτώσεις. Τελικά, η αγκύρωση του ΣΥΡΙΖΑ σε τοπικό επίπεδο υπονομεύθηκε αντί να ενισχυθεί, πράγμα που πιστοποίησε κατηγορηματικά η απόσταση μεταξύ των εκλογικών επιδόσεων σε τοπικό επίπεδο και εκείνων σε εθνικό.
Συνάγεται ότι οφείλουμε να σκύψουμε πολύ πιο βαθιά στο θεμελιώδες ερώτημα: τί μπορεί να σημαίνει και σε τί οφείλει να συνίσταται η πολιτική της Αριστεράς στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης; Εκεί όπου τα κομματικά κριτήρια ατονούν γιατί οι άνθρωποι ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο για πολύ συγκεκριμένα τοπικά ζητήματα; Και αυτά σε μια χώρα όπου η «κομματοκρατία» επικάθεται μολαταύτα περίπου παντού, με πολλαπλές μάλιστα εκδοχές και εκφράσεις, προσλαμβάνοντας τη μορφή μιας κατακόρυφης διαίρεσης των πολιτών που σπάνια αμφισβητείται; Ο γρίφος είναι δύσκολο να επιλυθεί. Απαιτείται, εκτός των άλλων, η εμπεριστατωμένη μελέτη περιπτώσεων επιτυχίας τόσο από το παρόν όσο και από το παρελθόν.
Τα εκλογικά αποτελέσματα στο περιφερειακό επίπεδο αποδείχθηκαν εξίσου αρνητικά.
Εκλέχθηκε μόνον ένας περιφερειάρχης με στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ ενώ, λόγω και των έντονων εσωκομματικών τριβών που είχαν προηγηθεί, η επιτυχία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στο σχετικό συμμαχικό ψηφοδέλτιο υπήρξε πενιχρή. Είναι σαν, στις τότε συνθήκες, ο χαρακτήρας των περιφερειακών εκλογών να βοήθησε στη σύγκλιση και των δύο αρνητικών ρευμάτων: την πολιτική καχεξία του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ στο τοπικό επίπεδο, από τη μια μεριά, και την περιφερειακή έκφραση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, από την άλλη. Συνάγεται, εκτός των άλλων, ότι οφείλουμε να ξαναδούμε από την αρχή τις διαδικασίες και τα κριτήρια επιλογής υποψηφίων περιφερειαρχών, τους τρόπους συγκρότησης των αντίστοιχων ψηφοδελτίων, όπως και –κυρίως– τους πολιτικούς όρους που οφείλουν να διέπουν τις αντίστοιχες συνεργασίες ή συμμαχίες.
Η ισχύς του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου αναδείχθηκε πληρέστερα στις ευρωεκλογές. Το ότι δεν είχαμε διαπιστώσει ξεκάθαρα την ύπαρξη του μετώπου αυτού και άρα δεν αναλύσαμε τους όρους συγκρότησής του επαρκώς, δηλαδή με τρόπους που θα επέτρεπαν να διαμορφώσουμε αναλόγως την προεκλογική εκστρατεία μας, κατέστησε την αντίστοιχη τακτική ουσιωδώς άστοχη. Είναι σα να παρασυρθήκαμε από τις κοινοβουλευτικές νίκες που αναφέραμε και να σηκώσαμε το γάντι στην πρόκληση Μητσοτάκη να αντιμετωπίσουμε τις εκλογές ως οιονεί δημοψήφισμα. Κατά τα ειοθώτα. Αλλά έτσι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των ευρωεκλογών που οφείλαμε να είχαμε κυρίως αναδείξει και ενάντια, ακριβώς, στα ειοθώτα, χάθηκε από τον ορίζοντα. Η σημασία των όσων συμβαίνουν και μέλλει να συμβούν στην Ευρώπη και η ευθεία σχέση τους με τη χώρα μας δεν τέθηκε στο προσκήνιο, αν καν συζητήθηκε, η μεγάλη σημασία συμμαχιών σε ευρωπαϊκή κλίμακα δεν απασχόλησε ουσιαστικά κανέναν ενώ η έντονα θετική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ και του Προέδρου του στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, ιδίως μετά τη συμφωνία των Πρεσπών, στην πράξη υποβαθμίστηκε ή αγνοήθηκε σχεδόν πλήρως. Επιπλέον, υπό όρους δημοψηφίσματος, μια πιθανή ήττα στις ευρωεκλογές δεν θα άφηνε πολλά περιθώρια ελιγμών ως προς τον χρόνο διεξαγωγής των εθνικών εκλογών. Η ήττα σε ένα δημοψήφισμα έχει κάτι το τελειωτικό: από μια ήττα τέτοιου χαρακτήρα είναι πολύ δύσκολο να ανακάμψεις. Όταν μάλιστα η ήττα αποβεί πολύ μεγαλύτερη της πιθανολογούμενης. Όπως και συνέβη. Η ήττα στις ευρωεκλογές υπήρξε απροσδόκητα μεγάλη. Από τη στιγμή δε που η εκλογική μάχη είχε προσλάβει χαρακτήρα δημοψηφίσματος με τη δική μας ουσιαστικά συναίνεση, αποτελούσε υποχρεωτικά θέμα πολιτικής αξιοπρέπειας το να επισπευσθούν οι εθνικές εκλογές. Εκεί θα ξεκαθάριζε οριστικά η απάντηση στο μείζον ερώτημα: πώς και από ποιόν επιλέγουν να κυβερνηθούν οι πολίτες της χώρας.
Η προεκλογική εκστρατεία στις εθνικής εκλογές ανέδειξε δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον, την απόλυτη συστράτευση όλων των στελεχών, των μελών και των φίλων του ΣΥΡΙΖΑ, από τις 22 εξαντλητικές περιοδείες, ομιλίες και συνεντεύξεις του Προέδρου του ανά την επικράτεια μέχρι την πόρτα με πόρτα εκστρατεία σε κάθε γειτονιά και χωριό. Έτσι έγινε δυνατό να αναστραφεί σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Πράγμα εξαιρετικά σημαντικό και για το παρόν και για το μέλλον. Αλλά, δεύτερον, η καθαυτό εκλογική τακτική δεν διέφερε πολύ από εκείνη των ευρωεκλογών. Ουσιαστικά και στις δύο περιπτώσεις, η προεκλογική εκστρατεία επικεντρώθηκε κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε συγκεκριμένες πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής μας –πιο συγκεκριμένα στην προστασία της εργασίας και την αναδιανομή– και στα συναφή επιτεύγματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: τι αυτή πέτυχε, τι προστάτευσε, σε τι κατάσταση έφερε τα δημοσιονομκά, πώς αρχίζει η ανάκαμψη και ακολουθεί η ανάπτυξη, γιατί και πώς μερολήπτησε υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων. Έλειπε, με άλλα λόγια, η εικόνα της προοπτικής και του μέλλοντος».
Για το είδος της ήττας
«Ενώ αυτά συνιστούν αρνητικά δείγματα γραφής προς αποφυγήν στο μέλλον,
εντούτοις δεν συνιστούν κανένα λόγο να απελπιστούμε: μεγάλο μέρος της κοινωνίας φαίνεται να αναγνωρίζει, να εκτιμά και να στηρίζει τη συνολική θετική προσφορά μας. Μια τέτοια στάση καθιστά πασιφανές ότι το ποσοστό που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές δεν υπήρξε καθόλου ευκαταφρόνητο: η ήττα του δεν είναι κατά κανένα τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα.
Αν μάθουμε από τα σφάλματα, καλύψουμε τις ολιγωρίες και διορθωθούμε, οι επόμενες εκλογές μπορούν να αποβούν νικηφόρες και εμείς σοφότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί.
Προϋποτίθεται, βέβαια, να έχουμε κατανοήσει σε βάθος το πόσο αναντικατάστατη είναι η ενεργός στήριξη της κυβέρνησης της Αριστεράς από τους πολίτες και πόσο επιτακτική η ανάγκη να υπερβούμε σχέσεις «ανάθεσης». Τούτοι είναι όροι απολύτως απαραίτητοι για να πραγματοποιηθούν οι κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί που επιδιώκουμε. Σε μια τέτοια κατεύθυνση, όσα έπονται θα προσπαθήσουν να καταστήσουν τα μαθήματα που αποκομίσαμε σαφέστερα και τις αντίστοιχες δυνατότητες ανοιχτές στην πραγμάτωσή τους».