Γιώργος Σταθάκης: Η Αριστερά στις μέρες μας
Διαβάζεται σε 13'Ο πρώην υπουργός, Γιώργος Σταθάκης, γράφει στο NEWS 24/7 για τον “αιφνίδιο θάνατο” της Αριστεράς των προηγούμενων χρόνων και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα.
- 21 Οκτωβρίου 2024 06:51
Η Αριστερά του 20ου αιώνα είχε δύο διακριτά ιστορικά ρεύματα, το κομμουνιστικό κίνημα και τη σοσιαλδημοκρατία. Και τα δύο διαμόρφωσαν την ιστορία του 20ου αιώνα. Το κομμουνιστικό κίνημα επικράτησε σε περίπου το ένα τρίτο του κόσμου και συνδέθηκε με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στον Τρίτο Κόσμο. Η σοσιαλδημοκρατία κυριάρχησε, στον καπιταλιστικό κόσμο, καθολικά στην Ευρώπη, εν μέρει στις ΗΠΑ, ενώ άσκησε την επιρροή της σε πληθώρα άλλων χωρών.
Αυτή η Αριστερά και στις δύο εκδοχές της υπέστη “αιφνίδιο θάνατο” το 1989. Ο κομμουνιστικός κόσμος κατέρρευσε «εν μία νυκτί». Και συμπαρέσυρε όχι μόνο το φιλοσοβιετικό κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και τον Ευρωκομμουνισμό και το σύνολο του αριστερισμού.
Η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας είχε ήδη ξεκινήσει λίγο πιο πριν. Η σοσιαλδημοκρατία εδραζόταν στην αναπτυσσόμενη οικονομία της αγοράς με διακριτή κρατική παρέμβαση και ισχυρούς μηχανισμούς αναδιανομής υπέρ ενός σοσιαλιστικού συστήματος υγείας, εκπαίδευσης και συντάξεων. Από το 1980 όμως ο καπιταλισμός άλλαζε, καθώς η Δεξιά, στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, αναμόρφωνε τον μεταπολεμικό πρότυπο οργάνωσης της παραγωγής. Οι δύο λέξεις κλειδιά ήταν «Νεοφιλελευθερισμός» και «Παγκοσμιοποίηση» και η σοσιαλδημοκρατία προκειμένου να παραμείνει κυβερνητική δύναμη ενσωμάτωσε και έγινε υπέρμαχος των νέων ιδεών, υποσχόμενη με τον «Τρίτο Δρόμο» μια κάποια διάσωση της κοινωνικής συνοχής (Κλίντον, Σρέντερ, Μπλερ, Σημίτης, κλπ). Μόνο που η στρατηγική αυτή δεν μακροημέρευσε. Οι συντηρητικές δυνάμεις επιβλήθηκαν και σύντομα κατέστησαν ηγεμονικές (Μέρκελ, Συντηρητικοί, Ρεπουμπλικάνοι, κλπ).
Ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση άλλαξαν τον κόσμο. Ο πρώτος απελευθέρωνε την αγορά χρήματος και την αγορά εργασίας, ιδιωτικοποιούσε κάθε κρατική εταιρεία, συρρίκνωνε το κοινωνικό κράτος και αποφορολογούσε το κεφάλαιο και τον πλούτο. Η παγκοσμιοποίηση έφερνε την πλήρη απελευθέρωση των αγορών χρήματος, κίνησης κεφαλαίου και εμπορευμάτων διεθνώς. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση φάνηκε να πραγματώνει τον απόλυτο προορισμό του καπιταλισμού που είναι ο ενιαίος «παγκόσμιος καπιταλισμός», όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ένας παγκόσμιος βιομηχανικός καπιταλισμός, ως ισοπέδωση, κάθε αρχαϊκού τρόπου παραγωγής και κάθε μορφής εθνικής οικονομίας.
Μέσα σε τριάντα μόλις χρόνια, ο καπιταλισμός κυριάρχησε παντού, προκαλώντας τεράστιες οικονομικές αναδιατάξεις. Η Κίνα έγινε οικονομική υπερδύναμη, απόλυτα ισοδύναμη με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Οι οικονομίες του αναπτυσσόμενου κόσμου μεγεθύνθηκαν γρηγορότερα από τον αναπτυγμένο. Η ακραία φτώχεια, συρρικνώθηκε από 4 σε οριακά λιγότερο από 1 δισ. πολιτών. Ο ρυθμός αστικοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν εκρηκτικός. Η εκβιομηχάνιση αγροτικών οικονομιών ήταν εντυπωσιακή. Η τεχνολογική πρόοδος επίσης. Ο κόσμος έγινε εμφανώς πολύκεντρικός και κυρίως η ανάπτυξη είχε διάχυση σε πολλές περιοχές του κόσμου. Μόνο στη γειτονιά μας η Τουρκία, πενταπλασίασε το ΑΕΠ της σε μόλις 20 χρόνια. Μπορεί αυτός ο καπιταλισμός να διεύρυνε ανισότητες εντός των χωρών, ή και ανάμεσα σε χώρες, και να άφησε αρκετές στάσιμες, αλλά η «οικονομική παγκοσμιοποίηση» αποτέλεσε μία εκρηκτική περίοδο οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών.
Αυτός ο κόσμος «τρόμαξε» τους ίδιους τους δημιουργούς τους. Τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, καθώς τα δύο χρηματοπιστωτικά κέντρα του Κόσμου, το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, διαχειρίζονται το μεγαλύτερο μέρος των παγκόσμιων κεφαλαίων. Έτσι, οι δεξιές και συντηρητικές δυνάμεις μεταλλάχθηκαν υπό το βάρος των παραπάνω μετασχηματισμών. Ο Τραμπ, μακρινός διάδοχος του Ρήγκαν, θέλει να κάνει την «Αμερική Μεγάλη Ξανά», χαρακτηρίζοντας την παγκοσμιοποίηση ως κομμουνιστικό εγχείρημα της οικονομικής ελίτ και του Δημοκρατικού κόμματος. Θέλει να αναδιπλωθεί βάζοντας δασμούς παντού -στην Κίνα, στο Μεξικό, στην Ευρώπη. Οι συντηρητικοί διάδοχοι της Θάτσερ, και οι ακροδεξιοί στη Βρετανία βάλθηκαν να «πάρουν τη χώρα τους πίσω» από του Γραφειοκράτες των Βρυξελλών, βγαίνοντας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χώρα στην οποία επί δύο αιώνες «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ» αίφνης μετατράπηκε σε μία κλειστή και περιχαρακωμένη εθνική χώρα. Και στις δύο περιπτώσεις η είσοδος μεταναστών φάνηκε να αποτελεί το άλλοθι για την εθνική αναδίπλωση, αλλά η πολιτική στροφή μοιάζει όντως να έχει ιστορική σημασία.
Η Αριστερά
Εν τω μεταξύ, σε αυτό το σκηνικό, η Αριστερά πρακτικά αφανίστηκε διεθνώς για πάνω από μια δεκαετία. Ήταν πραγματικά «πέτρινα χρόνια». Στα δικά μας ο Συνασπισμός προσέθετε τίτλους στο όνομα του (οικολογία, φεμινισμός, κλπ) και αναζητούσε εναγώνια κάποιας μορφής πολιτικής που θα τον γλίτωνε από τον αφανισμό.. Το ΚΚΕ, έγινε «κόμμα της ανάμνησης», ανακαλώντας ένα παρελθόν, που με κάποιο τρόπο θα αναβιώσει, ως ¨υπαρκτός σοσιαλισμός¨. Μερικά εξωκοινοβουλευτικά σχήματα επέμειναν στον επαναστατικό συνδυασμό εργατισμού και σοσιαλισμού.
Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 2000 κάτι άρχισε να κινείται. Τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, τα Ευρωπαϊκά και Παγκόσμια Κοινωνικά Φόρουμ, σημαντικές αναλαμπές κινημάτων και αντιστάσεων. Οι ανισότητες λάμβαναν εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς ειδικά στις ανεπτυγμένες χώρες και παρά την όποια ανάπτυξη, οι μισθοί έμεναν στάσιμοι, οι μεσαίες τάξεις συμπιέζονταν, διαδοχικές γενιές βίωναν την έλλειψη προοπτικής, ενώ μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, ορατές και αόρατες, έχαναν τα στοιχειώδη.
Η αναβίωση μιας δυναμικής Αριστεράς εκκίνησε πρώτα στη Λατινική Αμερική. Προηγήθηκε η ιστορική εκλογή του Λούλα στη Βραζιλία για να ακολουθήσουν διαδοχικές εκλογές Αριστερών Πρόεδρων σε πολλές χώρες. Μελετώντας την άνοδο της Αριστεράς στη Λατινική Αμερική ήταν εντυπωσιακή η ομοιότητα του μοντέλου που ακολουθούσαν από τις πρώτες επιτυχίες μέχρι την πιο πρόσφατη (την εκλογή του επικεφαλής του φοιτητικού κινήματος στην Προεδρία στη Χιλή). Αυτή η στρατηγική/ μοντέλο είχε εξ αρχής τέσσερα στοιχεία.
Πρώτον εδραζόταν στη συγκρότηση ενός «πολιτικού μπλοκ», από τα θραύσματα της Αριστεράς του 20ου αιώνα (πρώην κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες, εργατικά κόμματα, τροτσκιστές, μαοϊκοί, αντάρτες πόλεων, κλπ) και στη σύνδεση του με τα κοινωνικά δίκτυα και κινήματα που είχαν αναπτυχθεί στη Λατινική Αμερική λόγω των πολύχρονων δικτατοριών.
Δεύτερον η ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση περιστρεφόταν γύρω από το δίπολο νεοφιλελευθερισμός/ αντινεοφιλελευθερισμός. Το διακύβευμα ήταν η διαμόρφωση μιας οικονομικής πολιτικής στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού σε εθνικό επίπεδο. Μιας δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, μιας πολιτικής απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις, με ρεαλιστικές προτάσεις απέναντι στις ανισότητες, αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, κοκ.
Τρίτον η πολιτική και κοινωνική ατζέντα ήταν ριζοσπαστική και περιελάμβανε μία ευρεία θεματική από την οικολογία, το φεμινισμό, την ισότητα, τα δικαιώματα, τον πολιτισμό, τις σχέσεις με την εκκλησία, τους θεσμούς, τη ίδια τη δημοκρατία, υιοθετώντας δηλαδή το σύνολο της ριζοσπαστικής κριτικής που είχαν αναπτύξει τα κινήματα της «μακράς» δεκαετίας του ‘60.
Και το τέταρτο και πιο σημαντικό η Ριζοσπαστική αυτή Αριστερά διεκδικούσε την Κυβέρνηση, τη νίκη της δηλαδή έναντι των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων (συνήθως του παραδοσιακού δικομματισμού) στις εκλογές, προκειμένου να εφαρμόσει τα προλεχθέντα.
Και τα τέσσερα σημεία, -πολιτικό μπλοκ/πληθυντική αριστερά, αντινεοφιλελευθερισμός, ριζοσπαστισμός και κυβέρνηση, διαμόρφωναν έναν πολιτικό καμβά αλληλένδετο, και με σαφώς προσδιορισμένη τη νέα πολιτική στρατηγική της Νέας αυτής Αριστεράς. Και οι επιτυχίες ήταν σαρωτικές.
Το ίδιο μοτίβο εμφανιζόταν λίγα χρόνια μετά, και στην Ευρώπη, επιταχυνόμενη με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Οι Ποδέμος, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Μελανσόν, το Μπλόκο, οι Εργατικοί του Κορμπιν και πληθώρα άλλων πολιτικών σχηματισμών υποδήλωνε μία νέα τέτοια κίνηση, Ένα νέο δυναμισμό για αυτήν την Αριστερά. Και σε πολλές περιπτώσεις και τα ίδια τα σοσιαλιστικά κόμματα, μετά την αποτυχία του Τρίτου Δρόμου, άρχισαν να κοιτούν προς την ιδέα μιας ευρύτερης «αριστερής συμμαχίας» ικανής να κερδίσει την διακυβέρνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το πιο λαμπερό παράδειγμα της νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς. ´´Ολα τα σημάδια της παραπάνω στρατηγικής ήταν ορατά στο κόμμα αυτό. Συγκρότηση «πολιτικού μπλοκ», με το Συνασπισμό φυσικά, αλλά και καμία 15αριά πολιτικές ομάδες, (πρώην, κατά κανόνα αριστερίστικων ομάδων, αλλά και σοσιαλιστών και ευρύτερων ομάδων από ένα πλατύ φάσμα) και σύνδεση του φυσικά με τα πολύμορφα κινήματα της εποχής. Δεύτερον αντινεοφιλελελεύθερη οικονομική πολιτική, κάτι που ήταν προφανές με το δίπολο μνημόνιο/ αντιμνημόνιο. Τρίτο ριζοσπαστικό κοινωνικό πρόγραμμα σε θέματα αιχμής, – το οικολογικό, δικαιωματικό, φεμινιστικό, μεταναστευτικό ζήτημα. Και πριν από τις εκλογές του 2012, τον Απρίλη συγκεκριμένα του 2012, ο τότε Πρόεδρος, Αλέξης Τσίπρας, είπε «ότι στο βαθμό που θα μας εμπιστευτούν οι πολίτες είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε».
Αυτό είναι πλέον το κοινό μοτίβο όλης της Νέας αυτής Αριστεράς. Οι Ποδέμος είναι στην κυβέρνηση με τους σοσιαλιστές, η εμπειρία της Πορτογαλίας είναι ανάλογη, και φυσικά σήμερα το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, απαιτεί επιτακτικά την Πρωθυπουργία, παρά το γεγονός ότι αυτό σημαίνει «συγκατοίκηση» με τον Πρόεδρο Μακρόν. Η στρατηγική είναι χαρακτηριστικά πανομοιότυπη, με σαφή δομικά στοιχεία.
Αυτή η Αριστερά κέρδισε σε πολλές χώρες και έγινε κυβέρνηση. Παντού η πολιτική σύγκρουση απέκτησε πρωτόγνωρα, πολωτικά, ακραία χαρακτηριστικά που όμοια τους δεν είχαμε βιώσει για δεκαετίες. Στη Βραζιλία έβαλαν το Λούλα φυλακή, δήθεν για «διαφθορά», και η νέα Δεξιά- Ακροδεξιά κυριάρχησε απόλυτα έναντι των παραδοσιακών κεντροδεξιών δυνάμεων. Στην Ελλάδα βιώσαμε τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την ταξική αντιπαράθεση στην πιο οξυμένη τους μορφή. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, πρωτεργάτες του αντί-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου έβαλαν πυρ κατά δικαίων και αδίκων αναφορικά με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης (με διαφοροποιήσεις του ΠΑΣΟΚ ακόμα και σε θέματα που ουσιαστικά θα συμφωνούσε όπως το μακεδονικό ή πληθώρα κοινωνικών θεμάτων). Το αντί ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο παραμένει παροιμιώδες για τις μεθόδους που μηχανεύτηκε στη διαχείριση των μίντια, στον πολιτικό λόγο που επέλεγε να χρησιμοποιήσει, στα εργαλεία, όπως οι «ομάδες αλήθειας» που έστηνε, στην ενεργοποίηση του προϋπάρχοντος συστήματος διαπλοκής για το «τέλος της αριστερής παρένθεσης», κ.ο.κ.. . Οι δομές των ολιγαρχικών συμφερόντων ταυτόχρονα, αναζητούσαν πιθανούς δίαυλους επικοινωνίας με την κυβέρνηση και ταυτόχρονα πρόκριναν την καθολική ρήξη (το περίφημο «χούντα είναι θα περάσει»). Η «οργανωμένη κοινωνία», -συνδικάτα, επιμελητήρια, κλπ, ελεγχόμενα πλήρως από τον παραδοσιακό δικομματισμό, με ηγεσίες που παρέμεναν ίδιες για δεκαετίες, έκλειναν σε όλες τις κλήσεις την “υπερφορολόγηση των μικρομεσαίων” και τη «διάλυση της οικονομίας». Διαδοχικές δικαστικές αποφάσεις καιροφυλακτούσαν να ακυρώσουν νόμους με σαφές κοινωνικό πρόσημο.
Η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ όμως ήταν προφανής. Οι λαϊκές τάξεις και η νεολαία. Και αυτές έμειναν σταθερά δίπλα του, και δίπλα στην κυβέρνηση του 2015-2019, χωρίς οργανωμένες διασυνδέσεις και χωρίς μηχανισμούς μικροεξυπηρετήσεων. Το 35% σε δυο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, πριν και μετά το δημοψήφισμα του 2015, και 32% του 2019 μαρτυρούν την ανθεκτικότητα αυτής της κοινωνικής συμμαχίας.
Η «επιστροφή στην κανονικότητα» ήταν το κεντρικό σύνθημα τη ΝΔ και εκ του αποτελέσματος, μοιάζει να είναι εξαιρετικά επιτυχημένο. Υπονοούσε ότι η αριστερή διακυβέρνηση έπρεπε να κλείσει ως «μη κανονικότητα» και ή δυνατόν να ενταφιαστεί, οριστικά και αμετάκλητα. «Στον ελληνικό λαό δεν άρεσε η διακυβέρνηση της Αριστεράς» έγινε έκτοτε το επαναλαμβανόμενο μότο.
Το «τέλος της αριστερής παρένθεσης» τελικά στέφθηκε με επιτυχία όχι όμως εξαιτίας της στρατηγικής της Νέας Αριστεράς που διεθνώς κατέγραφε επιτυχίες (και παλινδρομήσεις φυσικά). Το 2019-2023 ο ΣΥΡΙΖΑ ξέφυγε εντελώς από τις βασικές αρχές της πολιτικής που τον είχαν φέρει στην κυβέρνηση. Το αρχικό πολιτικό μπλοκ είχε διαρραγεί, αλλά αντί να διαμορφωθεί ένα νέο μπλοκ με ζωντανές δυνάμεις ταγμένες στον αντινεοφιλελευθερισμό, τις μεταρρυθμίσεις που πραγματικά χρειάζεται η ελληνική κοινωνία προκειμένου να γίνει ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος και την ριζοσπαστική κοινωνική ατζέντα, επέλεξε την διεύρυνση με ανυπόληπτα πολιτικά πρόσωπα, κάθε δυνατής προσέλευσης, την εγκατάλειψη του ριζοσπαστισμού και ένα ψευδεπίγραφο πατριωτισμό στα ελληνοτουρκικά, παλαιάς πασοκικής κοπής. Τέλος, το τότε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υιοθετούσε και μία ακατανόητη κλιμακούμενη παροχολογία, στρεφόμενο στα νεφελώδη μεσαία στρώματα που είχαν υποτίθεται «ταλαιπωρηθεί από την διακυβέρνηση». Για την ακρίβεια ο ΣΥΡΙΖΑ στον πολιτικό του λόγο έθαψε την εμπειρία της ίδιας της διακυβέρνησης. Και ταυτόχρονα εντός του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε ο πόλεμος κατά της Αριστεράς, ως εάν η Αριστερά του 3%, που αναμφίβολα έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στο 35% και την κυβέρνηση, να ήταν η αιτία κάθε κακοδαιμονίας.
Η απομάκρυνση από το πρωτόκολλο της στρατηγικής της Νέας Αριστεράς ήταν καθολική. Πρυτάνευσε η ιδέα του ενιαίου κόμματος, δαιμονοποιήθηκαν οι τάσεις, υποτιμήθηκε το πολιτικό μπλοκ διακυβέρνησης, εισήχθη η εκλογή του αρχηγού από τη βάση και πληθώρα άλλων αλλαγών που ακύρωναν τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε πάση θυσία να γίνει ΠΑΣΟΚ, συμβατικό, χωρίς αιχμές, ενσωματωμένο στο ίδιο το πολιτικό-οικονομικό σύστημα, και να καταλάβει και τον παραδοσιακό ρόλο του στην δικομματική σκηνή.
Η Αριστερά κινούταν όμως άλλου. Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, δεν το απασχολούσαν αυτές οι ιδέες. Η πληθυντική αριστερά είναι η δύναμη, όχι η αδυναμία του νέου ριζοσπαστισμού που διαμορφώθηκε σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική. Η συλλογική ηγεσία είναι η δύναμη όλων αυτών των εγχειρημάτων, ενώ, αντίθετα αδυναμία συνιστά το «αρχηγικό κόμμα». Οι ιδεολόγοι πολιτικοί είναι η δύναμη, δεν είναι οι παραδοσιακοί διαχειριστές τοπικών δικτύων και συμφερόντων. Ο ριζοσπαστισμός είναι η δύναμη και οι ρήξεις με το κατεστημένο, ενώ το στρογγύλεμα, το μέτρημα του δήθεν πολιτικού κόστους είναι η αδυναμία. Η σύγκρουση με την ολιγαρχία όπου επιβάλλεται είναι η δύναμη, όχι ο δήθεν κατευνασμός των ελίτ. Η στρατηγική των μεγάλων τομών και αλλαγών είναι η δύναμη, όχι οι διακοσμητικές βελτιώσεις της καθημερινότητας. Και κυρίως ο πολιτισμός της Αριστεράς είναι η δύναμη και όχι ο κατήφορος του «αυριανισμού».
Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2019-2023 έπαψε να είναι ο «ΣΥΡΙΖΑ της νιότης του», γινόταν όλο και περισσότερο, ένα βαρετό, πολιτικό κόμμα, χωρίς ελπίδα, χωρίς τομές, χωρίς ρήξεις, χωρίς υποσχέσεις, έστω και υπερβολικές. Ένα κόμμα όλο και λιγότερο ριζοσπαστικό, χωρίς αντινεοφιλελεύθερες αιχμές και μεταρρυθμιστικές τομές. Και οι λαϊκές τάξεις και οι νέοι τον εγκατέλειψαν.
Πολλοί θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάστηκε εξαιτίας των συμβιβασμών της περιόδου 2015-2018. Οι κυβερνήσεις της Αριστεράς, ανά την οικουμένη, διαχειρίζονται την πολιτική τους, προφανώς, εν μέσω ενός νεοφιλελεύθερου κόσμου, σε κρίση μετά το 2008, και σε λυσσαλέες συγκρούσεις εντός των χωρών τους. Στη δομή αυτής της στρατηγικής της Αριστεράς ενυπάρχει ο συμβιβασμός, οι νίκες, οι ήττες, οι ιστορικές επιτυχίες, και οι στρατηγικές ήττες. Ο Λούλα εφάρμοσε τον πρώτο χρόνο πλήρως το πρόγραμμα του Δ.Ν.Τ που είχε η χώρα όταν εξελέγη και μετά έκανε τις δικές του επιλογές. Εφόσον το μοντέλο πολιτικής εμπεριέχει την ανάληψη ευθυνών διακυβέρνησης στο σημερινό κόσμο, είναι εκτός τόπου και χρόνου η ιδέα της δήθεν καθαρής και ασυμβίβαστης Αριστεράς. Για το λόγο αυτό και αυτού του τύπου οι σχηματισμοί που αποστασιοποιούνται από τη σύγχρονη κυβερνητική και αντινεοφιλελευθερη αριστερά, οι «σχηματισμοί της δραχμής» του 2015 την Ελλάδα ή οι ανάλογοι σχηματισμοί εκτός Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, η στη Λατινική Αμερική δεν μακροημερεύουν..
Κοινώς η δυναμική αυτή Αριστερά κρίνεται από τις επιλογές και τα πεπραγμένα της, τις τακτικές κάθε φορά, και πληθώρα άλλων παραγόντων. Αλλά η στρατηγική είναι ο κοινός καμβάς, το σύστημα ιδεών και αντιλήψεων είναι η παλέτα των χρωμάτων με τις κεντρικές και επιμέρους ρήξεις και τις ρεαλιστικές αλλαγές να αποτελούν το πεδίο δοκιμασίας της.
*Ο Γιώργος Σταθάκης είναι πρώην Υπουργός