Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Συστάσεις για “φρένο” στην παροχολογία
Διαβάζεται σε 10'
Την ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους αξιολογεί ως πρώτη προτεραιότητα για την ελληνική οικονομία, μέσα στο ιδιαίτερα ρευστό γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται σε διεθνές επίπεδο, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
- 27 Μαρτίου 2025 17:20
Την εκτίμηση ότι το πλεόνασμα ενδέχεται να ξεπεράσει το 3,5% του ΑΕΠ, έκανε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς.
Παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ο κ. Τσουκαλάς ωστόσο τόνισε ότι μια πιθανή επαναφορά 13ου και 14ου μισθού δεν θα πρέπει να μπει στην ατζέντα .Ανέφερε πως «θα ήταν λάθος να γίνουν τέτοιες παρεμβάσεις, γιατί μας ξαναβάζουν στην διαδικασία που μας έβαλε στην κρίση». Και τόνισε ότι πρέπει «να μη χάσουμε τη σταθερότητα που έχουμε επιτύχει, γιατί τα προβλήματα (σσ: που συσσωρεύονται στην Ευρώπη) θα έρθουν και σε εμάς»
Ο ίδιος επεσήμανε ότι η ρήτρα διαφυγής αφορά μόνο δαπάνες για αμυντικά προγράμματα και εξοπλισμούς, διευκρινίζοντας ότι «δημοσιονομικός χώρος για παροχές ανοίγει μόνο με υπέρβαση φορολογικών εσόδων» όπως πέρυσι που έφτασε στα 2 δισ. ευρώ. Αντιθέτως, δημοσιονομικός χώρος δεν ανοίγει με εφαρμογή της ρήτρας διαφυγής, πλην «μόνο αν θέλουμε να αυξήσουμε τις αμυντικές δαπάνες πάνω από 3% του ΑΕΠ».
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών θα υπάρξει με μείωση της ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης όπως αυτή ήδη καταγράφεται, με την νέα φορολογική κλίμακα που θα ελαφρύνει τη μεσαία τάξη με εισοδήματα πάνω από 20.000 ευρώ, αλλά και με αυξήσεις μισθών όπως αυτές που ανακοινώθηκαν χθες. Ωστόσο επεσήμανε ότι «ο καταλληλότερος τρόπος για αυξήσεις στο δημόσιο είναι με κίνητρα αποδοτικότητας» και όχι με οριζόντιες αυξήσεις για όλους.
Ο ίδιος περιέγραψε μια σειρά κινδύνων στο διεθνές περιβάλλον και προβλήματα που διογκώνονται στην Ευρώπη (όπως γεωπολιτικές εντάσεις, επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα, χαμηλή ανάπτυξη, υπερχρέωση κρατών κ.ά.). Όπως είπε, αν η ΕΕ είχε μεγαλύτερη Ανάπτυξη, θα είχε και η Ελλάδα ακόμα μεγαλύτερη Ανάπτυξη.
Στους περισσότερους δείκτες η Ελλάδα ξεχωρίζει διεθνώς και βελτιώνεται συνεχώς. «Πρώτη προτεραιότητα», σύμφωνα με τον επικεφαλής του Γραφείου, θα πρέπει να είναι η συνεχής μείωση του δημοσίου χρέους.
Ωστόσο η χώρα υστερεί και βρίσκεται σε δυσμενέστερη σε σχέση με άλλες χώρες, σε τρεις βασικούς τομείς-δείκτες: στον πληθωρισμό (και ειδικά σε κόστος στέγασης), σε παραγωγικότητα αλλά σε κεφαλαιακό απόθεμα.
Με βάση τους υπολογισμούς του Γραφείου, αν η Ελλάδα συνεχίσει να καταγράφει αύξηση επενδύσεων 6,6% το χρόνο (όσο ο μέσος όρος μετά το 2020) το 2029 θα ανακτήσει το κεφαλαιακό απόθεμα που είχε το 2007 (προ κρίσης) και το 2030 θα φτάσει εκεί που ήταν το 2010 (ιστορικό ρεκόρ). Με χαμηλότερες επενδύσεις (αύξηση 4% αντί 6,6% ετησίως) αυτά θα συμβούν 6 χρόνια αργότερα, το 2035 και 2036 αντίστοιχα,
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση, «η ελληνική οικονομία έχει χτίσει ένα συμπαγές τείχος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, συνεχίζοντας και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024 την σταθερή πορεία βελτίωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών». Ωστόσο «κλειδί» παραμένουν οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας».
Η ελληνική οικονομία το 2024 κατέγραψε υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με την ευρωζώνη, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας συνολικά για το έτος αυξήθηκε κατά 2,3%, ενώ παρουσίασε αύξηση 2,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Σε αυτήν τη σημαντικά θετική επίδοση του ΑΕΠ συνετέλεσαν η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,6% συνολικά, 5,9% για υπηρεσίες και 1,6% για αγαθά) και η αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 9,0%. Η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε μικρή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης καταγράφοντας 0,8% ετησίως για το τέταρτο τρίμηνο του 2024, ενώ για το 2024 συνολικά εξακολουθεί να παρουσιάζει ανθεκτικότητα με τον ρυθμό αύξησης να καταγράφεται στο 2,1%. Αρνητική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης (-3,4%) και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (αύξηση 2,4% συνολικά).
Ο οίκος Moody’s, ο τελευταίος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ είχε προηγηθεί η αναβάθμιση εντός της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους Scope και DBRS. Οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της Ελλάδας δημιουργούν ευνοϊκότερες συνθήκες χρηματοδότησης για το σύνολο της εθνικής οικονομίας.
Οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας σε συνδυασμό με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας αποτελούν τον μοχλό για την βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο παρουσιάζει επιδείνωση για το 2024, και την ταχύτερη σύγκλιση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Διεθνής κρίση
Η παγκόσμια οικονομία κλυδωνίζεται εξαιτίας της εντεινόμενης γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας που πηγάζει από τον φόβο ενός απρόβλεπτου εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνας. Μία ενδεχόμενη ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία θα αφαιρούσε μία σημαντική πηγή παγκόσμιας γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας και συνακόλουθα θα αποτελούσε παράγοντα που θα συνεισφέρει θετικά στην μελλοντική ανάπτυξη στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση και στη χώρα μας.
Οι προστατευτικές πολιτικές και οι δασμοί απειλούν το παγκόσμιο εμπόριο, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις επιβαρύνουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ενισχύοντας τον πληθωρισμό. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της αμυντικής αυτονομίας της ΕΕ, σε ένα πακέτο αμυντικών δαπανών ύψους 800 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας που θα χρηματοδοτηθεί με 150 δισ. ευρώ από Ευρωπαϊκό δανεισμό μέσω του εργαλείου SAFE, και τους εθνικούς προϋπολογισμούς με την ευελιξία που θα δοθεί με την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής. Η ιστορική συμφωνία στην Γερμανική Βουλή για την χαλάρωση του φρένου χρέους, οδηγεί σε μία πρωτόγνωρη για την χώρα αυτή δημοσιονομική επέκταση ύψους 500 δισ. ευρώ, αφενός δημιουργώντας προσδοκίες ανάκαμψης από την στασιμότητα για την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και αφετέρου σηματοδοτώντας αλλαγή μοντέλου της οικονομικής πολιτικής της χώρας αυτής, με ευνοϊκές συνέπειες για την Ευρωπαϊκή και Ελληνική οικονομία.
Στο ιδιαίτερα ρευστό αυτό γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται σε διεθνές επίπεδο, το Γραφείο αξιολογεί ως πρώτη προτεραιότητα την συνέχιση της ταχείας μείωσης του δημοσίου χρέους η οποία ενισχύει την εκλαμβανόμενη αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής(επισημαίνουμε ότι ένας παράγοντας που οδήγησε στις πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης ήταν η πορεία του δημόσιου χρέους). Σε αυτό το πλαίσιο, ο δημοσιονομικός χώρος ο οποίος δύναται να προκύψει από την Ευρωπαϊκή συμφωνία για τις αμυντικές δαπάνες θα μπορούσε, ανάλογα με το εύρος που θα έχει, να αξιοποιηθεί επίσης για πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγική δυναμικότητα της Ελληνικής οικονομίας όπως η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών της μισθωτής εργασίας.
Κίνδυνος από τους δασμούς
Στην Έκθεση του ΓΠΚΒ περιλαμβάνεται ανάλυση για τις Άμεσες Επιπτώσεις της Αναμενόμενης Νέας Δασμολογικής Πολιτικής των ΗΠΑ στις Ελληνικές Εξαγωγές Χάλυβα και Αλουμινίου, εξεταζόμενες με βάση ένα ανάλογο “πείραμα επιβολής δασμών” που έγινε το 2018 και περιελάμβανε μια παρόμοια μεταβολή στη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, με επιβολή δασμού 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου (καταργήθηκαν το 2021).
Οι κλάδοι χάλυβα και σιδήρου, και αλουμινίου αποτελούν σημαντικούς πυλώνες της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας, με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους αυτούς να αποτελούν σημαντικούς εργοδότες στην Ελληνική οικονομία. Ο κλάδος του αλουμινίου, ειδικότερα, χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό εξωστρέφειας και περιλαμβάνει μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έντασης κεφαλαίου για την παραγωγή πρώτης ύλης καθώς και μικρές βιοτεχνίες έντασης εργασίας που δραστηριοποιούνται στην κατασκευή και τοποθέτηση οικοδομικών προϊόντων από αλουμίνιο.
Η επιβολή δασμού 25% στις εισαγωγές των ΗΠΑ το 2018 συνδέεται με μια σχετικά υψηλή ευαισθησία των Ελληνικών εξαγωγών σιδήρου και χάλυβα στις ΗΠΑ στην αύξηση των δασμών κατά 25% στη χώρα αυτή. Αυτή η ευαισθησία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο κλάδος δεν είχε την ευελιξία στην επέκταση σε νέες ή υπάρχουσες εξαγωγικές αγορές. Από την άλλη μεριά, η επιβολή δασμού 10% από τις ΗΠΑ στο αλουμίνιο το 2018 δεν είχε επιπτώσεις στις Ελληνικές εξαγωγές αλουμινίου στη χώρα αυτή.
Συμπερασματικά, με βάση το “πείραμα” του 2018 της επιβολής 25% δασμού στις εισαγωγές χάλυβα και σιδήρου και κατά 10% στις εισαγωγές αλουμινίου, οι Ελληνικές εξαγωγές χάλυβα και σιδήρου στις ΗΠΑ ήταν πιο ευαίσθητες σε σχέση με τις εξαγωγές αλουμινίου. Το διαφορετικό μέγεθος του δασμού θα μπορούσε να αποτελεί μία εξήγηση για τη διαφορετική αυτή επίπτωση. Η επίπτωση του δασμού 10% στο αλουμίνιο το 2018 δεν φαίνεται να επηρέασε τις Ελληνικές εξαγωγές αλουμινίου, υποδηλώνοντας ότι οι Ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις αλουμινίου ήταν το 2018 σε θέση να ανταπεξέλθουν με επιτυχία. Τέλος, Ελληνικές εξαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων προς την ΕΕ-27, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τελικών προϊόντων που εξάγονται από την ΕΕ-27 προς τις ΗΠΑ, ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά από τη νέα δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ.
Κενό είσπραξης οφειλών προς την εφορία
Στο παράρτημα της Έκθεσης περιλαμβάνεται και ειδική ανάλυση για το Κενό Είσπραξης Οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση. Αυτό μετράται ως η διαφορά ανάμεσα στη φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται στους φορολογούμενους και το βάρος που εκείνοι τελικά αναλαμβάνουν. Το 2024 διαμορφώθηκε στο 0,8%, αγγίζοντας το χαμηλότερο ποσοστό από το 2000 και αντανακλώντας την ενίσχυση της εισπρακτικής απόδοσης της Φορολογικής Διοίκησης. Το ποσοστό αυτό προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του “μέσου φορολογικού συντελεστή”, ο οποίος ορίζεται ως το σύνολο του απαιτητού ποσού από τη Φορολογική Διοίκηση εντός του έτους προς το ΑΕΠ, και του “αποτελεσματικού φορολογικού συντελεστή”, ο οποίος ορίζεται ως το σύνολο των εισπράξεων της Φορολογικής Διοίκησης εντός του έτους προς το ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την Έκθεση, η εξέλιξη του Κενού Είσπραξης είναι καθοριστικός παράγοντας για την πορεία του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, όπως αυτό συσσωρεύεται με την πάροδο των ετών μέχρι να αγγίξει τα 106,3 δισ. ευρώ το 2024. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά το 2015 το Κενό Είσπραξης παρουσιάζει μείωση (με εξαίρεση το 2020 που αυξήθηκε λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης του COVID-19), ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα ο ρυθμός αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου σταδιακά μειώνεται. Το 2024 μάλιστα, που το Κενό Είσπραξης αγγίζει το χαμηλότερό του σημείο (0,8%), παρατηρείται μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση κατά 7%.
Το μεγαλύτερο μέρος του Κενού Είσπραξης σε όλα τα έτη της περιόδου 2000-2024 πηγάζει από τις μη φορολογικές οφειλές και τα πρόστιμα (57,3% κατά μέσο όρο). Ακολουθούν οι έμμεσοι φόροι με μέσο ποσοστό συμμετοχής 24,3%, ενώ τη μικρότερη συμμετοχή στη διαμόρφωση του Κενού Είσπραξης έχουν οι άμεσοι φόροι (18,4%).