Η έκθεση Αβέρωφ για την ελληνική οικονομία
Η «Μυστική και αυστηρώς απόρρητη Έκθεση» φέρει την υπογραφή του Ευάγγελου Αβέρωφ, είχε αποσταλεί προς τον Πρωθυπουργό κ. Γεώργιο Ράλλη και είχε διανεμηθεί σε πολύ στενό κύκλο έμπιστων στελεχών της Κυβέρνησης της Ν.Δ. (Ιούλιος 1981).
- 03 Σεπτεμβρίου 2017 20:35
Η «Μυστική και αυστηρώς απόρρητη Έκθεση» φέρει την υπογραφή του Ευάγγελου Αβέρωφ, είχε αποσταλεί προς τον Πρωθυπουργό κ. Γεώργιο Ράλλη και είχε διανεμηθεί σε πολύ στενό κύκλο έμπιστων στελεχών της Κυβέρνησης της Ν.Δ. (Ιούλιος 1981).
Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στις 14, 15 και 16 Σεπτεμβρίου 1981 στην Εφημερίδα «ΕΓΝΑΤΙΑ» με τίτλους «ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ» «Αποκαλυπτική Έκθεση προς τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη» και Ευάγγελος Αβέρωφ: «ΔΙΑΨΕΥΔΩ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ».
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΒΕΡΩΦ
Αντιπρόεδρος Κυβερνήσεως με ευθύνη την Οικονομία
Μυστική Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία
“Αυστηρώς Απόρρητον”
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Επί της Οικονομικής Καταστάσεως
1. Από την μελέτη των κυριοτέρων οικονομικών στοιχείων «την ασφαλώς ατελή ακόμα» καταλήγω σε πάρα πολύ ανησυχητικά συμπεράσματα για την προσεχή πορεία της οικονομίας μας.
Καταλήγω στο ότι αν από τώρα –παρά την προεκλογική εποχή- δεν ληφθούν ορισμένα μέτρα, στο τέλος του έτους η κατάσταση θα είναι πολύ χειρότερηκαι μετά θα είναι σχεδόν ασυμμάζευτη.
Είναι γι’ αυτό ανάγκη να γράψω την παρούσα έκθεση, την περιορισμένη μόνο για ελάχιστο κύκλο υπευθύνων προσώπων, και κατά τ’ άλλα να μείνει αυστηρότατα απόρρητη.
(Για να επιτευχθή το τελευταίο τούτο, η ανά χείρας έκθεση δακτυλογραφείται εντός του γραφείου μου από πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης μου).
Έπειτα από μερικές διαπιστώσεις, θα εκθέσω σε πού γενικές γραμμές τί επιβάλλεται ή τί μπορεί να γίνει σήμερα.
2. Το αναμφισβήτητα δυσμενέστερο από τα υπάρχοντα στοιχεία, το οποίο και ως τώρα δεν εγνώριζα, αφορά το δημοσιονομικό τομέα.
Το έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού, από όσα ακούγαμε, θεωρούσαμε ότι θα είναι γύρω εις τα 10 ή το πολύ 15 δισεκατομμύρια, και ότι με κάποια ανάκαμψη που λεγόταν ότι αρχίζει, θα μειωνόταν χάρη σε αύξηση εσόδων. Ήδη όμως φαίνεται βέβαιον ότι τα έσοδα θα μειωθούν κατά 20-30 δισεκατομμύρια δραχμών και ότι τα έξοδα (λόγω ιδίως αυξήσεως της τιμής του δολλαρίου και συνεπώς αυξήσεως της τιμής των πετρελαιοειδών), θα αυξηθούν κατά 20 δισεκατομμύρια. Συνεπώς έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού του 1981, σχεδόν βέβαιον, 40 έως 50 δισεκατομμύρια.
Αλλά τούτο δεν είναι το χειρότερο. Διότι εις τούτο πρέπει να προστεθούν τα επίσης βέβαια ανοίγματα των «Δημοσίων Επενδύσεων» και των οργανισμών ή επιχειρήσεων τα οποία καλύπτονται από το Δημόσιον. Φθάνουμε τότε στον πολύ μεγάλο για τις ελληνικές συνθήκες αριθμό των 240 δισεκατομμυρίων δραχμών. (Σ’ αυτά δεν προστίθενται 25 δισεκατομμύρια για αποθεματοποίηση πετρελαίου. Θα έπρεπε όμως να προστεθούν περίπου άλλα τόσα που αντιπροσωπεύουν οφειλή του Δημόσιου προς το ΙΚΑ).
Από οποιαδήποτε ελληνική σκοπιά και να κοιτάξουμε τους αριθμούς αυτούς, θα καταληφθούμε από δέος. Τα 240 δισεκατομμύρια δρχ. δεν αντιπροσωπεύουν το 52,5 % των προβλεφθέντων συνολικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του 1981. Η αναλογία δεν χρειάζεται σχολιασμό.
Δεδομένου ότι το έλλειμμα αυτό (όπως και εκείνα των προηγούμενων ετών το σχεδόν εξ’ ίσου υψηλό) καλύπτονται με δανεισμούς, έχουμε τις εξής πολύ δυσμενείς επιπτώσεις:
α. Αυξάνουμε κάθε χρόνο το έλλειμμα κατά το μέγεθος των τόκων που καταβάλλουμε για τα δάνεια τα οποία συνάπτουμε για να καλύπτουμε το έλλειμμα. Το ποσόν δε τούτο αυξάνει πάλι κάθε χρόνο λόγω καταβολής τόκων επί των κεφαλαιοποιηθέντων τόκων. Δύσκολο πρόχειρα να βρω ποιο είναι αυτό το ποσό και με τι ρυθμό πορεύεται προς τα άνω. Πάντως κάθε χρόνο ξοδεύουμε αρκετά δισεκατομμύρια και συνεχώς περισσότερα μόνο και μόνο για τους τόκους των ελλειμμάτων του δημοσίου τομέως (για το 1981 γύρω στα 15 δις ê;)
β. Ο προαναφερθείς δανεισμός γίνεται κατά 70-75 % περίπου σε δραχμές, και κατά 25-30 % (οργανισμών του δημοσίου) σε συνάλλαγμα στο εξωτερικό. Το μεγαλύτερο δηλ. μέρος (γύρω στα 170 δις) τα παίρνουμε από τις καταθέσεις. Που σημαίνει ότι εκτρέπουμε σημαντικώτατο μέρος των καταθέσεων από τον υγιή και παραγωγικό τους σκοπό, που είναι η χρηματοδότηση της ιδιωτικής επιχειρησιακής δραστηριότητας. Και τούτο όταν η δραστηριότητα αυτή είναι η βάση για την εν γένει ανάπτυξη της οικονομίας, και σήμερα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και την ενίσχυση της ανακάμψεως.
3. Σε χωριστή παράγραφο αξίζει να δείξω, με τους λίγους αριθμούς που πρόφθασα να μελετήσω, πόσο τούτο είναι αληθινό και επιζήμιο.
α. Η συνολική χρηματοδότηση όλων των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (περίπου 350.000 όλες μαζί) ήταν 42.1 δισεκατομ. δραχμές τον Απρίλιο του 1980 και 52.7 δισεκατομ. τον Απρίλιο του 1981. Αυξήθηκε κατά 25%, δηλ. λίγο άνω του φετεινού τιμαρίθμου. Αν οι χρηματοδοτηθείσες 350.000 βιοτεχνίες είναι κατά το πλείστο υγιείς και χρηματοδοτήθηκαν με σωστά τραπεζικά κριτήρια, αυτή η μικρή αύξηση της χρηματοδοτήσεώς τους, σε ώρα που θέλουμε ανάκαμψη, είναι ανεπαρκής.
β. Άλλο περιστατικό είναι πιο χαρακτηριστικό:
Μολονότι το Κεντρικό της ΑΤΕ (αντίθετα προς διευθυντάς Υποκαταστημάτων της) με είχε άλλοτε πληροφορήσει ότι παρέχονται στην Τράπεζα επαρκείς πιστώσεις (ίσως από αίσθημα ευθύνης) βλέπω τα εξής από στοιχεία του Υπουργείου Συντονισμού δια τα «καλλιεργητικά» και τα «μεσομακροπρόθεσμα» δάνεια, που είναι η πιο δραστική μορφή των πιστώσεων της γεωργίας:
–
Ιαν. – Ιούν. 1980 Ιαν. – Ιούν. 1981
Χορηγήθηκαν καλλιεργητικά 14,2 δις 14,6 δις
«» μεσομακροπρόθεσμα 5,7 δις 6,1 δις
Τα πρώτα αύξησαν κατά 3,2%
Τα δεύτερα αύξησαν κατά 7,2%
Δηλαδή και τα δύο, σε σταθερές δραχμές μειώθηκαν πολύ. Και τούτο τώρα που λόγω πληθωρισμού έχουμε ειδικώς ανάγκη από αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής (κυρίως καλλιεργητικά) και της παραγωγικότητας (κυρίως μεσομακροπρόθεσμα).
4. Πριν προχωρήσω σε μερικές γενικής φύσεως προτάσεις, καλό είναι να σημειώσω σχετικώς τα εξής:
Ο ογκώδης δανεισμός του Δημοσίου για τον οποίο έγινε λόγος στην παρ. 3 κατά ένα μόνο μέρος διατίθεται κατά τρόπο που άμεσα ή έμμεσα τονώνει την παραγωγή. (Ορισμένα έργα που γίνονται δια του κρατικού προϋπολογισμού ή του Προγράμματος Επενδύσεων, επιδοτήσεως προϊόντων, λιπασμάτων, εξαγωγών κ.α). Κατά ένα άλλο μέρος είναι πολύ βραδείας παραγωγικότητας, και κατά ένα άλλο εξυπηρετεί (και τονώνει) την, κατά πολύ, στείρα κατανάλωση (επιδότηση της βενζίνης κατά 6 δραχμές το λίτρο, των τηλεφωνικών τελών και άλλα).
5. Ευοίωνο σημείο, σ’ αυτή την περίοδο, είναι η κάποια κάμψη του τιμαρίθμου, και η ελπίδα μερικών ειδικών πως για ολόκληρο το 1981 θα διατηρηθεί κάτω των περυσινών επιπέδων. Αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι:
Ο επίσημος τιμάριθμος, όσο ειλικρινής και όσο συγκρίσιμος με το παρελθόν και αν είναι, δεν είναι, ο μόνος που επηρεάζει τον καταναλωτή. Όλοι καταναλίσκουν πολλά είδη που δεν περιλαμβάνονται στη διαμόρφωση του τιμαρίθμου και οι τιμές των οποίων αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από αυτόν. Τούτο μαζί με την πολλή πιθανή συνέχιση της αυξήσεως του επισήμου τιμαρίθμου, θα προκαλέσει εντόνους πιέσεις για σοβαρές νέες αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων, με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει για την αποσταθεροποίηση της οικονομίας.
6. Στη γρήγορη και ατελή αυτή έκθεση της σημερινής καταστάσεως προσθέτω δύο μόνο λόγια για την συναλλαγματική μας θέση γιατί πρόκειται για καίρια πλευρά της οικονομίας. Από την έκθεση που έλαβα (μεταξύ των οποίων περιληπτική αλλά πληρέστατη και του Συμβούλου του Πρωθυπουργού κ. Οικονόμου) προκύπτει ότι η συναλλαγματική μας θέση δεν είναι καλή. Θα χρειασθούν και πάλι νέα δάνεια εις το εξωτερικό για να καλυφθεί το έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών. Ένα σοβαρό μέρος αυτού οφείλεται σε υγιή πολιτική αποθεματοποιήσεως πετρελαίου, που σημαίνει προκαταβολική κάλυψη μελλοντικών ελλειμμάτων. Αλλά παραμένει το γεγονός ότι το συναλλαγματικό έλλειμμα (μαζί με τοκοχρεωλύσια των παλαιοτέρων δανείων) θα κυμανθή γύρω εις τα τρία δισεκατομμύρια δολλάρια. Παραμένει επίσης το γεγονός ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 1981 το απόθεμά μας εις χρυσό και συνάλλαγμα μειώθηκε περίπου κατά ένα δισεκ. δολλάρια. Δηλαδή έχει δημιουργηθεί μια αρκετή κρίσιμη συναλλαγματική κατάσταση. Πόσο αντέχουμε να δανειζόμαστε; Πού θα φθάση το εις συνάλλαγμα τοκοχρεωλύσιο, που τώρα πάντως υπερβαίνει τα 1.000 εκατομμύρια δολλάρια; Και ως πότε το εξωτερικό θα μας δανείζει;
7. Είναι βέβαιο ότι ανάλογες καταστάσεις υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις χώρες, συνήθως λιγότερο έντονα, ενίοτε πιο έντονα. Είναι επίσης βέβαιο ότι τα αίτια είναι ως επί το πλείστο τα ίδια. Και ίδια είναι προπάντων τρία:
Πρώτον, η πίεση, οργανωμένη και μη, και της δικής μας καταναλωτικής κοινωνίας που εννοεί να ζει σε πιο υψηλό επίπεδο από ό,τι το επιτρέπει το δυναμικό του τόπου -κοινωνικό φαινόμενο δύσκολα καταπολεμούμενο»- ενώ συγχρόνως δεν αυξάνει η παραγωγικότητά της.
Δεύτερον, οι ποικίλες συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσεως.
Τρίτον, η αστάθεια των νομισμάτων, με πολυσήμαντο τελευταία γεγονός την αύξηση της τιμής του δολλαρίου έναντι όλων των νομισμάτων.
Και αυτά τα δύο δυσχερέστατης αντιμετωπίσεως.
8. Οι παρατηρήσεις της προηγουμένης παραγράφου δείχνουν ότι τη δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι δυνατόν να την θεραπεύσουμε αντιμετωπίζοντας μόνον εσωτερικά αίτια. Δείχνουν όμως συγχρόνως, εν συνδυασμώ με όσα ανέφερα στις προηγούμενες σελίδες, ότι αν δεν βελτιώσουμε την επίδραση των εσωτερικών αιτίων, η κατάσταση μπορεί να γίνη προσεχώς πολύ πιο δύσκολη, και η θεραπεία της να είναι άκρως οδυνηρή. Τέτοια θα ήταν ασφαλώς και σήμερα η θεραπεία που θα μας συμβούλευαν εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αν τους καλούσαμε τώρα, πράγμα που καθόλου δεν αποκλείεται να υποχρεωθούμε να κάνουμε αύριο.
Πρέπει λοιπόν επειγόντως ν’ αποφασίσουμε τα μέτρα τα οποία μπορούμε να λάβουμε. Τα περιορίζει βεβαίως, δια πολλούς λόγους, το ότι σε 3-6 μήνες θα έχουμε εκλογές. Παρά ταύτα υπάρχουν μέτρα και στρατηγική, που μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, να συγκρατήσουν την κατάσταση, και ακόμη, και να την βελτιώσουν κάπως.
9. Επ’ αυτών πρέπει επειγόντως ν’ αποφανθούν άλλοι ειδικώτεροι από εμένα. Μία πολύ μικρή ομάς ειδικευμένων και πρακτικώντεχνοκρατών πρέπει να ερευνήσει το θέμα αμέσως. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο.
Προσωπικά διατυπώνω τα εξής:
Ι. Τίποτε δεν μπορεί να γίνει αν οι κάθε λογής φορείς της οικονομικής δραστηριότητος δεν αποκτήσουν εμπιστοσύνη στο μέλλον της οικονομίας και στην κυβερνητική οικονομική πολιτική. Όρος απαράβατος «χωρίς εμπιστοσύνη ουδέν εστί γενέσθαι». Ουδέν μέτρον δύναται να αποδώσει. Για να επιτευχθή αυτό νομίζω ότι χρειάζεται:
α. να ενημερώσουμε απ’ ευθείας το κοινό περί των δυνατοτήτων και των ευνοϊκών προοπτικών της οικονομίας. Κάπως υποτονικά και με προσοχή, να το ενημερώσουμε και περί των σημερινών δυσχερειών, περί της ανάγκης όλοι να εντείνουμε την παραγωγική δραστηριότητά μας, και να αποφύγουμε σπατάλες, ιδίως σε συνάλλαγμα, και μη παραγωγικές δαπάνες.
β. να δημιουργήσουμε το κατάλληλο κλίμα δίνοντας εμείς πρώτοι, δηλαδή η Κυβέρνηση, το παράδειγμα με μία γενναία αντιπληθωριστική πολιτική να αναγγείλουμε, (μαζί με άλλα μέτρα περί των οποίων κατωτέρω) ότι, εξαιρουμένων των αφορώντων Νοσοκομεία, Υδρεύσεις και Αποχετεύσεις, και των έργων υπό τελική αποπεράτωση, περικόπτουμε όλα τα έργα του Προγράμματος Επενδύσεων κατά 20% και ότι τα έργα των Αθηνών περικόπτονται κατά 30%. (Σημειώνω αυτό για τα τελευταία γιατί προκαλούν μεγάλη όσο και γενική ψυχολογική αντίδραση). Θα δηλώσουμε ότι όλα αυτά δεν εγκαταλείπονται, αλλά λόγω του πληθωρισμού θ’ αποπερατωθούν λίγο αργότερα.
γ. να δηλώσουμε ότι θα ζητηθή από όλες τις Υπηρεσίες του Δημοσίου και από όλους τους ελλειμματικούς Κρατικούς Οργανισμούς και Επιχειρήσεις να μειώσουν μέχρι τέλος του έτους τα διοικητικά τους έξοδα κατά ένα μικρό ποσοστό, π.χ. οι μεν πρώτες κατά 1%, οι δε δεύτερες κατά 5%.
ΙΙ. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο σκέψεων εκείνο που πρέπει να συζητηθή στην Κυβερνητική Επιτροπή είναι η αναπροσαρμογή στο κόστος τους, (ή έστω μερικώς) των τιμών των πετρελαιοειδών. Θα αντιταχθεί ότι ο χρόνος δεν είναι κατάλληλος λόγω επικειμένων εκλογών. Πιθανόν όμως να μην είναι έτσι. Η αναπροσαρμογή είναι πολύ σοβαρά αιτιολογημένη: λόγω ανατιμήσεως του δολλαρίου, το τελικό κόστος της βενζίνης (μιλώ γι’ αυτό λόγω της ευρυτέρας χρήσεώς της) είναι κατά 6 δραχμές το λίτρον ανωτέρα της τιμής πωλήσεώς της. Θα εξηγηθή δι’ όλων των μέσων, και τηλεοπτικώς, ότι η επιδότηση αυτή γίνεται αφ’ ενός με βλάβη της οικονομικής καταστάσεως της χώρας, και αφ’ ετέρου με χρήματα που τελικά βαραίνουν και τους έχοντας και τους μη έχοντας αυτοκίνητο.
Με αυτές τις δικαιολογίες και με το παράδειγμα της κυβερνητικής αντιπληθωριστικής πολιτικής, πιστεύω ότι ο κόσμος θα δεχθή αυτή την αύξηση.
Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργού Βιομηχανίας, αν πραγματοποιηθεί αυτή η αύξηση, θα έχουμε πρόσθετα έσοδα 6 δισεκατομ. δρχ., και επιβάρυνση του γενικού τιμαρίθμου κατά 0,678. Αν εξαιρεθεί της αυξήσεως το ντήζελ λόγω του ρόλου του εις την οικονομία, αλλά προστεθή και το μαζούτ, τα πρόσθετα έσοδα συνολικά γίνονται 10,5 δισ. και η ολική επιβάρυνση του τιμαρίθμου 1,066.
Θεωρώ απείρως προτιμώτερο να έχουμε την εξοικονόμηση των 10 δισ. δρχ., να έχουμε μία κάπως ολιγότερο ψεύτικη οικονομία, και να δώσουμε ένα δείγμα σθεναράς εξυγιαντικής πολιτικής παρά να έχουμε τον τιμάριθμο του 1981 στα 20 ή 21, αντί να τον έχουμε στα 21,066 ή στα 22,066.
ΙΙΙ. Μια ελαφρά ανάκαμψη φαίνεται να σημειώνεται στον οικοδομικό τομέα ο οποίος είχε πολύ πληγεί, ο οποίος επηρεάζει αμεσότατα πολλές βιοτεχνικές δραστηριότητες (και δευτερευόντως βιομηχανικές) και ο οποίος είναι συνήθως το πεδίο που βοηθεί γρηγορότερα την αναθέρμανση. Η ελαφρά αυτή ανάκαμψη αρμόδιοι λέγουν ότι οφείλεται στην προ ολίγου καιρού αποφασισθείσα νέα πολιτική στεγαστικών δανείων. Για πολλούς λόγους πιστεύω ότι η πολιτική αυτή πρέπει να συμπληρωθή. Τα ανώτατα όρια των στεγαστικών δανείων (900.000 δραχμές) είναι, με τα σημερινά επίπεδα των τιμών, ανεπαρκή. Επιτρέπουν την ανοικοδόμηση ενός ή δυο δωματίων. Προτείνω να συμπληρωθούν ως εξής όταν πρόκειται για αγορά ακινήτου ή για ανέγερση προς ιδιοκατοίκηση:
α. για τους οικισμούς που έχουν μέχρι 10.000 κατοίκους να αυξηθούν εις το τριπλάσιο. Για τις πόλεις που έχουν 10.000 έως 30.000 κατοίκους εις το διπλάσιον, για όλες τις άλλες πόλεις πλην Αθηνών, Πειραιώς, Θεσ/νίκης κατά 70%. Για τις τρεις μεγάλες πόλεις, κατά 35%.
β. τα νέα αυτά ανώτατα όρια θα προσαυξάνονται κατά ένα μικρό αλλά λογικό ποσοστό (π.χ. 10% ή 15%) δια κάθε τέκνο του δανειζόμενου.
γ. οι δόσεις εξωφλήσεως θα κλιμακωθούν έτσι ώστε να είναι μικρότερες κατά τα 2-3 πρώτα έτη.
δ. πρέπει να ερευνηθή τι περίπου αποδίδει η φορολογία των ιδιοκατοικουμένων, τα οποία είναι αξίας μικροτέρας των Χ εκατομμυρίων δρχ. (π.χ. των 5 ή 7 εκατομμυρίων). Αν η απόδοσις είναι μικρή πρέπει να καταργηθεί. Πρέπει να μειωθεί για μια άλλην κλίμακα, και να διατηρηθή ή και να αυξηθή για τα ιδιοκατοικούμενα μεγάλης αξίας. Διότι δια λόγους προφανείς, τέτοια φορολογία στερείται ηθικής βάσεως, και διότι η κατάργηση-μείωση θα ενθαρρύνει την απόκτηση ιδιοκτήτου στέγης.
Τα ανωτέρω μέτρα θα εξυπηρετήσουν κυρίως τις οικογένειες των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων για ν’ αποκτήσουν (ιδίως στις επαρχίες) δική τους στέγη. Δηλαδή παράλληλα προς οικονομικούς, εξυπηρετούν και ευρείς κοινωνικούς σκοπούς.
1. IV. Άλλο μέτρο κοινωνικά και οικονομικά χρήσιμο είναι το εξής: Να δημιουργηθή στην Τράπεζα της Ελλάδος η κατανεμημένη σ’ αυτήν, στην ΑΤΕ και στην Εθνική, ειδική υπηρεσία που θα προικοδοτηθεί αρχικώς με δισ. δραχμές. Η αρμοδιότης της (λεπτομέρειες προς καθορισμόν) να χορηγεί δάνεια μέχρι Χ εκατομμυρίων (π.χ. 50) μακράς διαρκείας εξωφλήσεως (π.χ. 15 ετών) και εξαιρετικά χαμηλότοκα σε αποφοίτους Ανωτάτων ή Μέσων Τεχνικών Σχολών (Σιβιτανίδειος, ΚΑΤΕΕ) που θα τα ζητούν βάσει μελετών οι οποίες θα αποδεικνύουν ότι η επιχείρηση που θα δημιουργήσουν θα έχει ασφαλή παραγωγικότητα. Εκτός των άλλων ωφελημάτων, τούτο θ’ αποτελέσει και ουσιαστικό κίνητρο υπέρ της στροφής προς την τεχνική εκπαίδευση. Ο τυχόν ισχυρισμός ότι τα ανωτέρω μέτρα θα δημιουργήσουν πληθωριστικές πιέσεις, δεν είναι ισχυρός. Διότι θα καταργήσουμε παράλληλα άλλες πιέσεις σαφέστερα πληθωριστικές, και διότι με τα ανωτέρω μέτρα θα επιτύχουμε εκτός των ψυχικών ικανοποιήσεων και κοινωνικών εξυγιάνσεων, αναθέρμανση πολλών δραστηριοτήτων (τεχνιτών, οικοδόμων, αδρανών υλικών, Ξυλουργείων, εκμεταλλεύσεως δασών, σιδηρουργείων, τσιμεντοβιομηχανίας και πολλών άλλων). Εν όψει της υφέσεως που διερχόμεθα και της απειλούσης ανεργίας, ο τυχόν ισχυρισμός περί πληθωριστικών πιέσεων ανατρέπεται πλήρως.
2. V. Μέτρο γενικής φύσεως που επιβάλλεται να ληφθή για την αναθέρμανση της οικονομίας είναι η μείωση των επιτοκίων. Πιθανόν κατά 3%. Με τα σημερινά επιτόκια ούτε μικρές ούτε μεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να σταθούν, ούτε κανείς σοβαρός άνθρωπος τολμά να κάνει επενδύσεις που μας είναι απολύτως απαραίτητοι. Με αυτά τα επιτόκια ο αριθμός των λεγομένων «προβληματικών επιχειρήσεων» ή των επιχειρήσεων που πρέπει να βγουν σε πλειστηριασμό, θα βαίνει αυξανόμενος. Είναι και η πλευρά αυτή (ανεργία, ψυχολογικοί αντίκτυποι) πάρα πολύ σοβαρά, λόγω του αριθμού αυτών των επιχειρήσεων.
Φόβος μήπως αυτό το μέτρο προκαλέσει μείωση των καταθέσεων, πιστεύω ότι δεν υπάρχει. Οι καταθέσεις με τα σημερινά επιτόκια – μείον τρεις μονάδες, αποτελούν αρίστην αν μη μοναδική τοποθέτηση. Ποια μετοχή, εισηγμένη ή όχι στο Χρηματιστήριο, δίνει τέτοιο εισόδημα; Ποιο ακίνητο όταν όλα τα ακίνητα φορολογούνται βαρύτατα; Ποιο άλλο εισόδημα είναι εντελώς αφορολόγητο; Που καλλίτερα θα τοποθετήση την αποταμίευσή του ο καταθέτης, ή ο τυχερός (και πιθανόν φοροφυγάς) επιχειρηματίας ή επαγγελματίας.
Κίνδυνος ν’ αποσυρθούν καταθέσεις δια να σταλούν εις το εξωτερικό όπου οι τόκοι είναι τώρα υψηλοί, επίσης νομίζω ότι δεν υπάρχει. Ειδικός, προσφυώς μου παρετήρησε τα εξής: «Η εξαγωγή κεφαλαίων ήταν πολύ εύκολη και έγιναν πολλές. Όποιος ήταν να βγάλει χρήματα στο εξωτερικό τα έβγαλε. Και θα υπάρξουν ακόμα μερικοί, με αδήλωτα αξιόλογα κέρδη, που θα εξακολουθήσουν να τα βγάζουν οποιοδήποτε και αν είναι το τραπεζικό επιτόκιο. Οι υπόλοιποι, σχεδόν όλοι, με τα σημερινά επιτόκια μειωμένα κατά 2-4 μονάδες, θα καταθέτουν στις τράπεζες τα χρήματά τους και δεν θα τα στέλνουν στο εξωτερικό. Τους συγκρατεί ο φόβος των κυρώσεων, ο φόβος της απωλείας κατά την αποστολή, ο φόβος ότι δύσκολα θα ελέγχουν περιουσία που θα βρίσκεται μακριά, και το αφορολόγητο της εδώ καταθέσεώς τους. Άλλωστε τα άτομα που καταθέτουν σε τράπεζες έχουν άλλη νοοτροπία από εκείνους που στέλνουν χρήματα έξω».
Αποδέχομαι αυτές τις απόψεις, και σκέπτομαι επί πλέον και τούτο: ότι πολύ μεγάλο μέρος των καταθέσεων είναι υποχρεωτικές και δεν προέρχονται από ιδιώτες.
Για όλους τους λόγους που αναφέρονται σε τούτη την παράγραφο θεωρώ ότι η μείωση των επιτοκίων κατά τρεις μονάδες, είναι επιβεβλημένη και επείγουσα.
10. Για τόνωση της εμπιστοσύνης προς το Κράτος και για ενίσχυση της επιχειρησιακής δραστηριότητας, επιβάλλεται όπως το ταχύτερο το Δημόσιο εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι πολιτών. Είναι αδιανόητο με, προγραμματισμένη ή μη, άρνηση υπογραφής κάποιας αποφάσεως ή ενός εντάλματος, ν’ αναστέλλεται η προς πολίτες καταβολή υπεσχημένων. Αυτή είναι η περίπτωση διαφόρων επιδοτήσεων γεωργικών προϊόντων και των επιδοτήσεων εις την εξαγωγή. Και το πράγμα φθάνει εις περιπτώσεις θεάτρου του παραλόγου όταν ο πολίτης διώκεται δι’ οφειλάς προς το Δημόσιο ή το ΙΚΑ, ενώ έχει λαμβάνειν από το Δημόσιο.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να συνεχιστούν εξαγωγές (απαραίτητες εν τούτοις) που ξεκίνησαν με συγκεκριμένους υπολογισμούς. Το χειρότερο, κλονίζεται η εμπιστοσύνη. Το θέμα αυτό πρέπει να ρυθμισθή αμέσως. Συμψηφισμός απαιτήσεων με υποχρεώσεις προς ΙΚΑ, όπως ζητούν ενδιαφερόμενοι λύει το θέμα για τους ενδιαφερομένους, όχι όμως για το Δημόσιο. Για το Δημόσιο απλώς αλλάζει τον δικαιούχο γιατί το Δημόσιο θ’ αναγκασθή να καλύψει τα ελλείμματα του ΙΚΑ. Πάντως, άμεση λύση επιβάλλεται σε όλο αυτό το θέμα της μη εκπληρώσεως υποχρεώσεων του Κράτους. Διότι έτσι, για την εθνική παραγωγή στερούνται αξίας οι νόμοι και οι Κυβερνητικές αποφάσεις. Είναι περίπτωση που πολύπλευρα και πλήρως δικαιολογεί τους δανεισμούς του Δημοσίου από Τράπεζες, εφ’ όσον προς το παρόν δεν υπάρχουν υγιέστερες λύσεις.
11. Άλλα μέτρα ελαφρώς εξυγιαντικά, και εξ’ άλλου ενισχυτικά της εμπιστοσύνης, θα μπορούσαν να θιγούν. Πλην ενός όμως –περί του οποίου αμέσως κατωτέρω- νομίζω ότι γι’ αυτά καλό θα ήταν ν’ αναμείνουμε τις εισηγήσεις ειδικών οι οποίοι θα πρέπει να εισηγηθούν συντομώτατα.
Μεγάλο θέμα το οποίο δεν θίγω στην παρούσα έκθεση είναι εκείνο των μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν σήμερα για την τόνωση της γεωργικής παραγωγής και παραγωγικότητας.
Το θέμα αφορά μια από τις κυριώτερες βάσεις της υγιούς οικονομίας. Σπάνιες είναι οι χώρες στον κόσμο που χωρίς καλή –ισχυρή γεωργία, έχουν δυνατή- ισορροπημένη δομή οικονομίας. Σε μας αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο γιατί η δομή τής δικής μας οικονομίας, όσο και αν βελτιώθηκε εξακολουθεί να είναι ευπαθής.
Για τα μέτρα υπέρ της Γεωργίας έστειλα από τις πρώτες ημέρες της αναλήψεως των νέων καθηκόντων μου το συνημμένο σημείωμα σε αρμοδίους παράγοντες.
Αναμένω να μου υποδειχθούν και άλλα.
12. Συμπερασματικά η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. Αλλά συμμαζεύεται ακόμα. Οι δυνατότητες του Τόπου είναι μεγάλες, η επιχειρηματικότης των Ελλήνων επίσης, οι προοπτικές της ΕΟΚ τώρα αρχίζουν ν’ ανοίγουν. Η εμπιστοσύνη και κάποιος ενθουσιασμός των πολιτών χρειάζεται.
Υπάρχει ίσως και σ’ αυτόν τον τομέα μια ελαφρότατη ανάκαμψη. Αλλά ο καιρός κάθε άλλο παρά περιμένει. Η αναμονή –λόγω εκλογών ή άλλων αιτίων δουλεύει εις βάρος της εμπιστοσύνης, εις βάρος μας. Η εμπιστοσύνη για να ζήση χρειάζεται τροφή.
Θεωρώ πολύ χρήσιμη, ίσως απαραίτητη την εντός περίπου μιας εβδομάδος εξαγγελία και άμεσο εφαρμογή μιας δέσμης μέτρων, και ειδικώτερα των ακολούθων:
1. Την περικοπή του Προγράμματος Επενδύσεων
2. Τη μείωση δαπανών κατά 1% και 5%.
3. Την ανάπτυξη των ορίων των στεγαστικών δανείων.
4. Τη μείωση των επιτοκίων των καταθέσεων.
5. Τη δημιουργία Ταμείου Αναπτύξεως εις όφελος τεχνικών.
6. Το συμψηφισμό οφειλών του Δημοσίου προς πολίτας, με οφειλάς αυτών προς το Δημόσιο και το ΙΚΑ.
7. Τα μέτρα υπέρ της Γεωργίας (συνημμένον).
8. Την εξισορρόπηση (μερική έστω) κόστους και τιμής πωλήσεως βενζίνης και μαζούτ.
Είμαι απολύτως βέβαιος ότι αυτά τα μέτρα θα έφερναν ασφαλώς και ταχύτατα μια ριζική αλλαγή στη φοβισμένη σήμερα οικονομία μας.
Όλα όσα πρότεινα ανωτέρω –τα οποία φυσικά είναι δεκτικά και τροποποιήσεων- αποτελούν μερικές, μικρές λύσεις, ειδικών παραμέτρων ενός πολυπλόκου, μεγάλου και δυσχερεστάτου προβλήματος. Θεαματικές όμως, συνολικές λύσεις, δεν υπάρχουν. Το ζήτημα είναι να βρούμε πολλές μερικές λύσεις που να συμβάλλουν λίγο, έστω ελάχιστα σε βελτιώσεις. Το άθροισμά τους θα είναι υπολογίσιμο. Και προ πάντων θ’ αποκαταστήση την εμπιστοσύνη των πολλών που αν δραστηριοποιηθούν μόνον αυτοί μπορούν να διορθώσουν την κατάσταση.
Εφθάσαμε όμως πολύ χαμηλά. Είναι ανάγκη να ενεργήσουμε αμέσως. Άλλα μέτρα, εφ’ όσον μας προταθούν κατάλληλα (και ξέρω ότι υπάρχουν) θα μπορούσαν να εξαγγελθούν προς το τέλος του μηνός.
Κι αν όλα αυτά αλλάξουν πράγματι την ατμόσφαιρα, τότε μπορούμε, απευθυνόμενοι στις παραγωγικές τάξεις, να κάνουμε το εξής: Να προτείνουμε όπως συμφωνηθή, μέχρι τέλος του έτους, ένα πάγωμα τιμών και μισθών ημερομισθίων, που θ’ αλλάζουν μόνο κατά την αναλογία που θ’ αλλάζουν οι τιμές των πετρελαιοειδών και εκείνες του δείκτου χονδρικής πωλήσεως εισαγομένων ειδών.
Κατά την προσωπική μου γνώμη αν τα περισσότερα των ανωτέρω δεν γίνουν αμέσως τώρα, μετά έξι μήνες θα ζήσουμε με πολλές οδύνες. Αντιθέτως αν γίνουν, η κατάσταση θα βελτιωθή σαφώς.
Υπογραφή
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΒΕΡΩΦ – ΤΟΣΙΤΣΑΣ
Β΄ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ
[1] Η «Μυστική και αυστηρώς απόρρητη Έκθεση» φέρει την υπογραφή του Ευάγγελου Αβέρωφ, είχε αποσταλεί προς τον Πρωθυπουργό κ. Γεώργιο Ράλλη και είχε διανεμηθεί σε πολύ στενό κύκλο έμπιστων στελεχών της Κυβέρνησης της Ν.Δ. (Ιούλιος 1981).
Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στις 14, 15 και 16 Σεπτεμβρίου 1981 στην Εφημερίδα «ΕΓΝΑΤΙΑ» με τίτλους «ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ» «Αποκαλυπτική Έκθεση προς τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη» και Ευάγγελος Αβέρωφ: «ΔΙΑΨΕΥΔΩ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ».
Η Έκθεση αυτή αναδημοσιεύτηκε από όλες τις Εφημερίδες τον Σεπτέμβριο του 1981. Αποτέλεσε πεδίο έντονης αντιπαράθεσης και οξύτατης σύγκρουσης ανάμεσα στην Κυβέρνηση της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ (όπως και στα άλλα Κόμματα) μέχρι την ημέρα των Εκλογών (αλλά και κατά τη μετεκλογική περίοδο μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις 18 Οκτωβρίου του 1981.