Η Ευρώπη πάει (ακόμα) πιο δεξιά: Έξι σημεία για το αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου

Διαβάζεται σε 11'
Ευρωεκλογές 2024
Ευρωεκλογές 2024 (AP Photo/Vadim Ghirda)

Το “Σημείο για την μελέτη και την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς” σχολιάζει το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών στις 27 χώρες της ΕΕ και την Ελλάδα

Τι μάθαμε από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών; Πώς σχετίζονται αποχή και άνοδος της Ακροδεξιάς; Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αυτής της ανόδου και γιατί δεν συμφωνούν όλοι ως προς αυτές; Τελικά πρέπει να ανησυχούμε – και για τι; Το Παρατηρητήριο του Σημείου για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς συνοψίζει σε εφτά ερωτήσεις-απαντήσεις το αποτέλεσμα στις 27 χώρες της ΕΕ και την Ελλάδα.

  1. Βλέποντας τη μεγάλη αποχή σε πολλές από τις 27 χώρες της ΕΕ, μπορούμε να πούμε ότι, όσο μεγαλύτερη η αποχή, τόσο ψηλότερα βρίσκεται η Ακροδεξιά; 

Όχι, για διάφορους λόγους. Καταρχάς, η Ακροδεξιά ενισχύθηκε σε έδρες και ποσοστά, ενώ η συμμετοχή σε ολόκληρη την ΕΕ ανέβηκε επίσης, κάνοντας ρεκόρ 20ετίας (51,08%). Η υψηλότερη συμμετοχή καταγράφηκε στο Βέλγιο (89,82%): στην πρώτη και τη δεύτερη θέση βρίσκουμε, εκεί, κόμματα των δύο ευρω-ομάδων της Ακροδεξιάς. Στην Κροατία, που είχε τη μικρότερη συμμετοχή (21,3%), κέρδισε κόμμα της παραδοσιακής, όχι της άκρας, Δεξιάς. Στη Γερμανία, όπου η «Εναλλακτική» βγήκε δεύτερη, η συμμετοχή ήταν κοντά στο 65%. Τέλος, τόσο στη Γαλλία –τη χώρα που δίνει και τις περισσότερες έδρες στην Ακροδεξιά (βλ. Πίνακα)–, όσο και σε Αυστρία και Ουγγαρία, όπου επίσης επικράτησαν ακροδεξιά κόμματα, η συμμετοχή ξεπέρασε τον μέσο όρο στην ΕΕ. Εξαίρεση, στις τάσεις αυτές, υπήρξε η Ιταλία (νίκη Μελόνι, με συμμετοχή μόλις 48,3%). Αυτό που μπορεί, λοιπόν, να υποστηριχθεί, με βάση τη γενική εικόνα, είναι κάτι διαφορετικό: μπροστά στην αποξένωση των πολιτών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δείκτης της οποίας είναι η αποχή, η μεν παραδοσιακή Δεξιά διατηρεί την πρωτιά, η δε Ακροδεξιά ενισχύεται περισσότερο από όλες τις πολιτικές οικογένειες – άρα «επικοινωνεί» προνομιακά με τους δυσαρεστημένους, ώστε να πλησιάζει ακόμα περισσότερο το (με διαφορά πρώτο) Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. 

 

  1. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα δεν έπεσε όσο αναμενόταν και οι δύο ευρω-ομάδες της Ακροδεξιάς πήραν, τελικά, μόλις 131 από τις 720 έδρες – το 18% του συνόλου των εδρών. Μήπως τα πράγματα δεν είναι, εντέλει, τόσο άσχημα;

Στο προηγούμενο Ευρωκοινοβούλιο, οι δύο ευρω-ομάδες είχαν 118 έδρες (16,73%). Από τον Ιανουάριο ως τις αρχές Ιουνίου, οι έρευνες κοινής γνώμης έδειχναν ότι: α) αθροιστικά, οι δύο ομάδες θα εξασφαλίσουν από 166 ως 183 έδρες (ποσοστό 23-25,4%)· β) εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα θα κέρδιζαν σε 9 από τις 27 χώρες της ΕΕ· και γ) μέχρι τον Φεβρουάριο, η δεξιότερη «Ταυτότητα και Δημοκρατία» μπορούσε να επικρατήσει στον ενδο-ακροδεξιό ανταγωνισμό. Οι εκτιμήσεις διαψεύστηκαν, αλλά η εικόνα είναι παραπλανητικά αισιόδοξη, για τρεις λόγους:

  • Στις 131 έδρες των δύο ευρω-ομάδων δεν μετριούνται οι «Μη Εγγεγραμμένοι», πολλοί από τους οποίους ανήκουν σαφώς στην Ακροδεξιά. Εδώ βρίσκονται, για παράδειγμα, οι 15 ευρωβουλευτές της γερμανικής «Εναλλακτικής» (που τον Μάιο εκδιώχθηκε από την «Ταυτότητα και Δημοκρατία», λόγω φιλοναζισμού), και οι 10 του ουγγρικού Fidesz, του Β. Ορμπάν (που δεν εντάχθηκαν ακόμα στους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές). 
  • Εκτός 131 εδρών βρίσκονται επίσης οι ευρωβουλευτές που ανήκουν στα «Άλλα Κόμματα», τα οποία κερδίζουν έδρες για πρώτη φορά. Από τους 44 ευρωβουλευτές των κομμάτων αυτών, πολλοί ανήκουν στην Ακροδεξιά (βλ. Πίνακα). Εδώ βρίσκονται οι 6 ευρωβουλευτές της Συνομοσπονδίας του Πολωνικού Στέμματος, οι 2 του «SOS Ρουμανία», ο εκπρόσωπος του ουγγρικού «Η Πατρίδα Μας», αλλά και 2 Έλληνες ευρωβουλευτές: οι Αφρ. Λατινοπούλου («Φωνή Λογικής») και Ν. Αναδιώτης («Νίκη»).
  • Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν ακροδεξιά κόμματα εντός Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως το Σλοβένικο Δημοκρατικό Κόμμα, που κέρδισε 4 έδρες, ή ευρωβουλευτές με σαφώς ακροδεξιό προφίλ (η περίπτωση Μπελέρη είναι από τις πιο ενδεικτικές).

Σε ό,τι αφορά, τέλος, τον συσχετισμό εντός Ακροδεξιάς, ενώ οι «μετριοπαθείς» έχουν σαφές προβάδισμα (76 έδρες, έναντι 58), το μεν κριτήριο της «μετριοπάθειας» προφανώς δεν αφορά κόμματα όπως της Μελόνι (που κέρδισε τις 24 από τις 76 έδρες των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, ECR), η δε δεξιότερη  «Ταυτότητα και Δημοκρατία» βγαίνει πιο ενισχυμένη από τους ECR σε σχέση με το 2019 (+9 έδρες, έναντι +7 των ECR).

  1. Ποια είναι τα «προπύργια» της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη;

Η Ακροδεξιά βγαίνει πρώτη σε 5 από τις 27 χώρες της ΕΕ (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Αυστρία και Ουγγαρία). Η ενίσχυσή της σε έδρες στο νέο Ευρωκοινοβούλιο συνδέεται, καταρχάς, με τις υψηλές επιδόσεις των κομμάτων της στις χώρες που, λόγω μεγάλου πληθυσμού, κερδίζουν μεγαλύτερο μερίδιο σε έδρες (βλ. Πίνακα). 

Ειδικότερα, σε αντίθεση με το Ευρωκοινοβούλιο του 2019-2024, όπου ισχυρότερη ήταν η ιταλική Ακροδεξιά (33 έδρες, κυρίως χάρη στην πρωτιά της Λίγκας του Σαλβίνι), «σημαιοφόρος» της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς από φέτος είναι η Γαλλία (βλ. Πίνακα), με 35 έδρες – έναντι 22, το 2019-2024. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι, και εδώ, η πραγματική εικόνα είναι πιο σύνθετη. Η Ελλάδα, λόγου χάρη, εμφανίζεται «λιγότερο» προσβεβλημένη από την Ακροδεξιά, αν μείνει κανείς στις έδρες – όμως, το άθροισμα των φετινών ποσοστών των 12 ακροδεξιών κομμάτων πλησιάζει το 20% (βλ. παρακάτω).

  1. Στην Ελλάδα, τρία κόμματα της Ακροδεξιάς εκπροσωπούνταν από πέρσι στη Βουλή, και τρία εξέλεξαν βουλευτές και φέτος στις Ευρωεκλογές. Μήπως, λοιπόν, είναι υπερβολική τόση συζήτηση για τα αποτελέσματα των ακροδεξιών κομμάτων; 

Ενώ η σύγκριση βουλευτικών εκλογών και Ευρωεκλογών έχει μεθοδολογικά προβλήματα (εκλογές άλλης τάξης, με άλλο επίδικο), η σύγκριση των φετινών αποτελεσμάτων της Ακροδεξιάς με τις περσινές καταγραφές του χώρου αναδεικνύει ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που δεν μπορούν να αγνοηθούν, γιατί δείχνουν τη «διαθεσιμότητα» του εκλογικού σώματος στο ακροδεξιό μήνυμα:

* Σε μια περίοδο που δεσπόζουν ο θυμός και η απογοήτευση για την ακρίβεια και γενικά την οικονομική προοπτική, η ΝΔ διατήρησε την πρώτη θέση, ενώ κόμματα της Ακροδεξιάς (που γενικά υποβάθμισαν την οικονομική ατζέντα) ψήφισαν 840.881 πολίτες – 114.766 περισσότεροι απ’ ό,τι στις περσινές βουλευτικές εκλογές. Τα κόμματα της Ακροδεξιάς κέρδισαν αθροιστικά ποσοστό άνω του 19,6%, βελτιώνοντας εντυπωσιακά τη θέση τους έναντι της ΝΔ και της Αριστεράς/Κεντροαριστεράς. Υπό το πρίσμα αυτό, το πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι πρόβλημα εμπεδωμένης συντηρητικής ηγεμονίας που ριζοσπαστικοποιείται («πρόβλημα Δεξιάς-Ακροδεξιάς»).

* Η Ελληνική Λύση έμεινε κάτω από το «ψυχολογικό» 10%, αποτυγχάνοντας να αναιρέσει την κυριαρχία της Κεντροαριστεράς στο χώρο της αντιπολίτευσης. Η ίδια, όμως, υπερδιπλασίασε το περσινό ποσοστό της, και σε 6 από τις 60 εκλογικές περιφέρειες (Ημαθίας, Πέλλας, Κιλκίς, Β’ Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας) βγήκε δεύτερη, με ποσοστά μεταξύ 15,52%-18.42%. Τέλος, μετά τους «Πατριώτες», το κόμμα Βελόπουλου απορρόφησε το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο (σχεδόν 25%) των ψηφοφόρων των αποκλεισμένων Σπαρτιατών, πιθανότατα ως η ισχυρότερη δύναμη στο χώρο.

* Η «Φωνή Λογικής», της Αφροδίτης Λατινοπούλου, σχεδόν εξαπλασίασε τις ψήφους της μέσα σε έναν μόλις χρόνο – χάρη στη στήριξη εφημερίδων και καναλιών (ανθυποψήφιοί της αναφέρονται σε επώνυμα ισχυρά ερείσματα στο χώρο των επιχειρήσεων).  

* Ο νομικο-δικαστικός ακτιβισμός της κυβέρνησης πέτυχε τον στόχο του όσον αφορά τον Κασιδιάρη: ο αποκλεισμός των Σπαρτιατών και το γενικότερο νομοθετικό πλαίσιο ανάγκασαν τον  Κασιδιάρη να συμμετάσχει δι’ αντιπροσώπου (Χ. Γιώτη) στον συνδυασμό «Πατριώτες» του Εμφιετζόγλου, που  περιορίστηκε στο 1,41%. Ο περιορισμός σχετίζεται με την ακύρωση διαφόρων συνεργασιών: πέρσι με τον ΕΑΝ του Κανελλόπουλου, από το φθινόπωρο με τον Στίγκα των Σπαρτιατών, μήνες τώρα με τον Χατζηιερεμία που κατέβηκε επικεφαλής των «Συντηρητικών». Επιπλέον, ο ανταγωνισμός λειτούργησε σε βάρος των Πατριωτών, που έχασαν μέρος ψηφοφόρων των Σπαρτιατών προς τη Λατινοπούλου. Έστω συρρικνωμένοι, όμως, οι «Πατριώτες» υπερδιπλασίασαν τις ψήφους που πήρε πέρσι ο Εμφιετζόγλου, χάρη ακριβώς στη στήριξη Κασιδιάρη, οι δε ανταγωνιστές τους στην Ακροδεξιά κατέγραψαν σημαντικά κέρδη. Συμπέρασμα: αποκλείοντας τους «συνοδοιπόρους» του έγκλειστου νεοναζιστή, η κυβέρνηση δημιούργησε μια Ακροδεξιά-«Λερναία Ύδρα» (Πατριώτες, Φωνή Λογικής, Συντηρητικοί).

  1. Ποια είναι τελικά η μεγάλη επιτυχία της Ακροδεξιάς;

Ενώ, μέχρι πρότινος, η δυσφορία για την οικονομική διαχείριση μετακινούσε ψηφοφόρους από το δεξιό στον αριστερό πυλώνα του Κέντρου και αντίστροφα, η τωρινή ενίσχυση της Ακροδεξιάς δείχνει μια σημαντική μετατόπιση του πολιτικού και εκλογικού ανταγωνισμού: η πρωτιά της Δεξιάς δεν αναιρείται, αλλά με την οικονομικο-κοινωνική δυσφορία «επικοινωνεί» όλο και πιο προνομιακά το δεξιό άκρο – και μάλιστα παρά τον κατακερματισμό των δυνάμεών του. Η αντίφαση είναι εκκωφαντική: η Ακροδεξιά ενισχύεται από τους δυσαρεστημένους, μολονότι η αντιπαράθεσή της με τη ΝΔ αφορά, σε μεγάλο βαθμό, τη μη οικονομική/«μεταϋλιστική» ατζέντα – όχι τη φορολογία, την ενέργεια, την ακρίβεια ή την υγεία. 

  1. Ποια είναι τα «προπύργια» της ελληνικής Ακροδεξιάς;

Είναι διαφορετικά για κάθε κόμμα, αλλά έχουν χαρακτηριστικά αντίθεσης πόλης-υπαίθρου. Για την Ελληνική Λύση, από τις 15 καλύτερες καταγραφές σε νομούς, οι 14 είναι σε νομούς της Βόρειας Ελλάδας – περιοχές με μεγάλη ανεργία, ισχυρό αγροτικό στοιχείο, και ιδεολογική επίδραση της Εκκλησίας χωρίς ισχυρό αντίβαρο. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, από τους 12 νομούς με τη μεγαλύτερη αποχή, οι 5 είναι επίσης της Β. Ελλάδας (Φλώρινα, Δράμα, Ξάνθη, Ροδόπη, Σέρρες). «Βορειοελλαδική» είναι και η εκλογική γεωγραφία της Νίκης (11 στις 15 καλύτερες επιδόσεις στη Β. Ελλάδα). 

Στον αντίποδα, η «Φωνή Λογικής» είχε καλύτερες καταγραφές σε Έβρο, Καστοριά, Λακωνία και Δυτική Αττική, ενώ οι «Πατριώτες» επαναλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό τη γεωγραφία των Σπαρτιατών (και νωρίτερα της Χρυσής Αυγής) σε Λακωνία, Μεσσηνία και Δυτική Αττική.

  1. Όπως παντού στην Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, τα κόμματα της Ακροδεξιάς που ενισχύονται, δεν είναι νεοναζιστικά, δεν επιδιώκουν να ανατρέψουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία, και συνήθως δεν είναι βίαια. Αν είναι έτσι, πόσο ανησυχητικές επιπτώσεις μπορεί να έχει η άνοδό τους;

Τα κόμματα της Ακροδεξιάς είναι, ως επί το πλείστον, «μετα-φασιστικά»: κόμματα διατεθειμένα να παίξουν το κοινοβουλευτικό παιχνίδι και, όλο και περισσότερο τελευταία, να αξιοποιήσουν το «μομέντουμ» των γυναικών ηγέτιδών τους (Λεπέν, Μελόνι), να σπάσουν την απομόνωση από τους ανταγωνιστές τους και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και να μπουν ή να σχηματίσουν κυβερνήσεις. Φαίνεται να τα καταφέρνουν: ας συγκρίνει κανείς τι συνέβη στην Ευρώπη το 2000 επί Χάιντερ ή το 2002 επί Ζαν-Μαρί Λεπέν – και τι τώρα, που η Μελόνι αναβαπτίζεται σε «σκληρή δεξιά» (όχι ακροδεξιά). 

Από τη βίαιη εκτροπή κοινωνικών αντιστάσεων κατά του νεοφιλελευθερισμού, την περίοδο της οικονομικής κρίσης, η Ακροδεξιά επιδιώκει σήμερα να εκτρέψει την ατζέντα και να κυβερνήσει: η βία αρκεί να ασκείται διαμέσου του κράτους. Εξαρτώντας την επιρροή της, σε κάθε χώρα ξεχωριστά, από μια θεματολογία αντιμεταναστευτική, αντι-ΛΟΑΤΙΚΙ και γενικά αντι-woke, η Ακροδεξιά αναδεικνύει ένα πολιτικό προσωπικό διατεθειμένο να αναλάβει «αντιδημοφιλείς» επιλογές στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική.

Το αποτύπωμα της ανόδου της είναι ήδη εμφανές:

  • Καταρχάς, σπάει η «υγειονομική ζώνη» του αποκλεισμού: τα κόμματα της παραδοσιακής Δεξιάς και μερίδα των ΜΜΕ επιλέγουν πολιτικές συμπερίληψης της Ακροδεξιάς, της αφαιρούν το «στίγμα», ανακαλύπτουν μια «καλή» εκδοχή (φιλονατοϊκή, φιλελεύθερη), και την εργαλειοποιούν εναντίον μιας «κακής» Ακροδεξιάς (φιλορωσικής, θετικής στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία). 
  • Πριν καν κυβερνήσουν, τα κόμματα της Ακροδεξιά αφήνουν ισχυρό αυταρχικό αποτύπωμα στην κυβερνητική πολιτική (βλ. Γερμανία, Γαλλία).
  • Ο χρόνος επιταχύνεται: Προκήρυξη πρόωρων εκλογών σε Γαλλία και Βέλγιο, συνεργασία Αριστεράς-Κεντροαριστεράς στη Γαλλία, αίτημα Σολτς για ψήφο εμπιστοσύνης στη Γερμανία
  • Τα κόμματα της Ακροδεξιάς σε χώρες όπου έχουν προγραμματιστεί εκλογές μέσα στο 2024 (Βουλγαρία, Τσεχία, Αυστρία, Ρουμανία, Λιθουανία) κερδίζουν μια ισχυρή ώθηση από την «κανονικοποίηση» της Μελόνι ή της Λεπέν, που θεωρούνται θεμιτές δεξιές επιλογές.
  • Διαμορφώνεται μια «Συντηρητική Αριστερά», οικονομικά προοδευτική, αλλά πολιτικά-πολιτισμικά συντηρητική και αντιμεταναστευτική (βλ. Βάγκεκνεχτ στη Γερμανία, Κίνημα «Πέντε Αστέρων», τμήματα της ελληνικής Αριστεράς)

Στις αναλύσεις του κυρίαρχου ρεύματος στην Ευρώπη, το αποτύπωμα αυτό φαίνεται εν πολλοίς αδιάφορο: ως «Ακροδεξιά» φαίνεται να αναγνωρίζονται αποκλειστικά τα κόμματα του Ορμπάν, της Λεπέν ή η γερμανική  «Εναλλακτική», γιατί αυτά εικάζεται ότι μπορεί να μπλοκάρουν τα πολεμικά σχέδια στην Ουκρανία ή την επόμενη διεύρυνση της ΕΕ. Οι συνέπειες για τη δημοκρατία ή την ειρήνη θεωρούνται αδιάφορες. Αξίζει να προσεχτεί η αντίφαση: Η Ακροδεξιά οικοδομεί την επιρροή της στο εσωτερικό κάθε χώρας στην αντιμεταναστευτική/αντι-woke ατζέντα· όμως, τα κόμματά της αναβαπτίζονται με την προσδοκία μιας πιο «αποτελεσματικής» διαχείρισης προγραμμάτων λιτότητας ή/και προκλήσεων «ασφάλειας» – σε μια εποχή στρατιωτικοποίησης των διεθνών ανταγωνισμών. Αυτό είναι και το ισχυρότερο τεκμήριο της δεξιάς στροφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα