Ισπανικές εκλογές: Συμμαχίες, άνοδος της ακροδεξιάς και καταλανικό ζήτημα
Μια από τις λίγες βεβαιότητες των επικείμενων εκλογών είναι η εδραίωση του κομματικού κατακερματισμού, ενώ το Vox αναμένεται να αποσπάσει διψήφιο ποσοστό. Γράφει ο Θωμάς Γούμενος, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
- 14 Μαρτίου 2019 07:50
Στα μέσα Φεβρουαρίου ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ προκήρυξε εθνικές εκλογές για τις 28 Απριλίου. Αιτία ήταν η μη υπερψήφιση του κρατικού Προϋπολογισμού· είχε προηγηθεί η κατάρρευση της απόπειρας έναρξης διαλόγου με τα καταλανικά αποσχιστικά κόμματα, κυβερνητική πρωτοβουλία που εξόργισε τα κόμματα της ισπανικής Δεξιάς. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τη σημασία που συνεχίζει να έχει το καταλανικό -αλλά και ευρύτερα το περιφερειακό/εθνικό- ζήτημα στην Ισπανία, καθώς επιπλέον αποτελεί αιτία της πολιτικής ενίσχυσης του ακροδεξιού κόμματος Vox και βασικό παράγοντα διαμόρφωσης δυνητικών συμμαχιών.
Το ισπανικό κοινοβούλιο (κάτω βουλή) έχει 350 έδρες. Οι εκλογές διεξάγονται με το σύστημα της απλής αναλογικής. Η κατανομή των εδρών δεν συναρτάται με το εθνικό ποσοστό, αλλά γίνεται με βάση τα αποτελέσματα στις 52 εκλογικές περιφέρειες για εκείνους τους σχηματισμούς που ξεπερνούν το όριο του 3%. Στην απελθούσα βουλή τα περιφερειακά κόμματα κατέχουν 34 έδρες, οι μισές εκ των οποίων ανήκουν στα δύο κύρια αποσχιστικά καταλανικά κόμματα.
Το ισπανικό κομματικό σύστημα έως τις εκλογές του 2015 ήταν δικομματικό, μια ελαφρώς ηπιότερη εκδοχή του ελληνικού δικομματισμού προ κρίσης. Οι «δίδυμες» εκλογές το Δεκέμβριο του 2015 και τον Ιούνιο του 2016 -έπειτα από μια περίοδο πολιτικών λιτότητας, αντιτιθέμενων λαϊκών κινητοποιήσεων, υποθέσεων διαφθοράς και την ανάδυση της κρίσης στην Καταλονία- σηματοδότησαν την κατάρρευση του δικομματισμού και την εγκαθίδρυση ενός «ασύμμετρου» τετρακομματισμού. Το Λαϊκό Κόμμα (PP) υπό τον Μαριάνο Ραχόι από το 44,5% κατακρημνίστηκε σε ποσοστά κοντά στο 30%. Οι Σοσιαλιστές (PSOE), έχοντας υποστεί παρόμοια καθίζηση το 2011, απώλεσαν ακόμη επτά μονάδες, πέφτοντας στο ιστορικά χαμηλό 22%. Τα κόμματα-έκπληξη των εκλογών ήταν πρωτίστως το «κινηματικό» Podemos (21%) και κατά δεύτερο λόγο το φιλελεύθερο/κεντροδεξιό κόμμα των Ciudadanos (13%).
Μια από τις λίγες βεβαιότητες των επικείμενων εκλογών είναι η εδραίωση αυτού του κομματικού κατακερματισμού, καθώς και το Vox αναμένεται να αποσπάσει διψήφιο ποσοστό. Συγκεκριμένα, οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την εξής εικόνα:
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα αναμένεται να επανέλθει έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία στην πρώτη θέση, με το ποσοστό του όμως (27-28%) όχι αποφασιστικά υψηλό. Το Λαϊκό Κόμμα, μετά και το μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς που το έπληξε και τη δεξιά στροφή που επαγγέλλεται ο νέος ηγέτης του Πάμπλο Κασάδο, αναμένεται να περισώσει ποσοστό ελαφρώς άνω του 20%. Την τρίτη θέση (με ποσοστό 15-18%) στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να καταλαμβάνουν οι Ciudadanos, οι οποίοι επιχειρούν μια προς το δεξιότερο μετατόπιση από το έως πρόσφατα «μακρονικό» προφίλ τους.
Η αριστερή εκλογική συμμαχία των Unidos Podemos αντιμετωπίζει τελευταία σταθερή δημοσκοπική συρρίκνωση, με την εκλογική τους απόδοση να εντοπίζεται στο 12-15%. Αυτή η πτώση σχετίζεται με: τη ρήξη του Πάμπλο Ιγκλέσιας με τον «ν. 2» Ίνιγο Ερεχόν, η οποία αντανακλά εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ μιας ξεκάθαρα «αριστερής» ή πλατύτερα «φιλολαϊκής» φυσιογνωμίας, την άνοδο των Σοσιαλιστών, ακόμα και το πλήγμα στη δημόσια εικόνα του Ιγκλέσιας από την υπόθεση της «βίλας».
Η είδηση των φετινών εκλογών φαίνεται ήδη ότι θα είναι η εκλογική επίδοση του Vox, η οποία προβλέπεται να φθάσει έως και το 12%, σε μια χώρα η οποία μέχρι πρόσφατα φαινόταν μια από τις εξαιρέσεις στην πανευρωπαϊκή άνοδο της ακροδεξιάς και της ξενοφοβίας. Φορώντας τον ακροδεξιό μανδύα του αντισυστημικού και του τιμωρού της διαφθοράς, το Vox προτάσσει σχεδόν αποκλειστικά την ευρύτερη θεματική της προστασίας της εθνικής κοινότητας και κυριαρχίας από αυτούς που την επιβουλεύονται: Μετανάστες, μουσουλμάνους, αποσχιστές, προοδευτικούς. Το γεγονός ότι στην Ισπανία αυξήθηκε σημαντικά τα δύο τελευταία χρόνια η δια θαλάσσης παράτυπη μετανάστευση, αποτέλεσε «καύσιμο» στη ρητορική του Vox. Κυρίως, όμως, ήταν η κρίση στην Καταλονία που απετέλεσε το κύριο στήριγμα της ανόδου του.
Σε αυτό το σύνθετο και διασπασμένο κομματικό και πολιτικό τοπίο, δύο είναι τα πιθανότερα σενάρια μετεκλογικής συνεργασίας:
1. Σοσιαλιστές + Unidos Podemos + ;
Η κοινή καταψήφιση του Ραχόι, η συμφωνία για το σχέδιο Προϋπολογισμού του 2019 (με αύξηση δαπανών για συντάξεις, παιδεία, επιδόματα ανεργίας) και κυρίως η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 22% αποτελεί το πρόπλασμα αυτής της πιθανής κυβερνητικής συμμαχίας. Αυτά και κάποια δείγματα της κυβέρνησης Σάντσεθ -διάταγμα για εκταφή της σωρού του Φράνκο, απόπειρα συνεννόησης με τα καταλανικά αποσχιστικά κόμματα- οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μικρές ή μεγαλύτερες διαφορές των δύο κομμάτων σε τρία κομβικά πεδία (αντιστροφή λιτότητας, δικαιώματα-μεταρρυθμίσεις, Καταλονία) θα μπορέσουν να γεφυρωθούν. Η βασική πρόκληση έγκειται στο ότι πιθανότατα θα χρειαστούν ακόμα 10 τουλάχιστον έδρες για το σχηματισμό κυβέρνησης. Τα περιφερειακά κόμματα αποτελούν θεωρητικά μια δεξαμενή ψήφων εμπιστοσύνης. Όμως, με δεδομένο ότι περίπου οι μισές έδρες εξ αυτών θα ανήκουν σε καταλανικά κόμματα -τα οποία καταψήφισαν τον Προϋπολογισμό του 2019 και των οποίων στελέχη δικάζονται για το αποσχιστικό δημοψήφισμα του 2017- αυτή η δυνατότητα περιορίζεται. Είναι μάλιστα εξαιρετικά πιθανό, δεδομένου ότι ούτε οι Σοσιαλιστές είναι διατεθειμένοι να ικανοποιήσουν το βασικό αίτημα της πλειοψηφίας των Καταλανών (και όχι μόνο των «αποσχιστών») για νόμιμη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ούτε η σκληρή καταστολή από την κυβέρνηση Ραχόι επέφερε τη ριζοσπαστικοποίηση του αιτήματος για απόσχιση, με αποτέλεσμα τα καταλανικά εθνικιστικά κόμματα να επιθυμούν μια δεξιά κυβέρνηση που θα εντείνει την πόλωση.
2. Λαϊκό Κόμμα + Ciudadanos + Vox
Η πιθανότητα αυτού του μετεκλογικού συνασπισμού ενισχύεται μετά την κυβερνητική συνεργασία των τριών κομμάτων στην Ανδαλουσία (σημειωτέον ότι τα ποσοστά των πέντε κομμάτων στις ανδαλουσιανές εκλογές είναι εξαιρετικά κοντά στην τρέχουσα δημοσκοπική εικόνα των εθνικών εκλογών). Επίσης, τα τρία κόμματα συνδιοργάνωσαν πρόσφατα συγκέντρωση στη Μαδρίτη, παρουσία των ηγετών τους, εκφράζοντας την αγανάκτησή τους για τον «κατευναστικό» έως «προδοτικό» χειρισμό του καταλανικού ζητήματος από τον Σάντσεθ. Το κοινό αίτημα (στις διάφορες εκδοχές του) για μια ανυποχώρητη στάση στο ζήτημα αυτό θα αποτελέσει βασικό εργαλείο νομιμοποίησης του -οικονομικά νεοφιλελεύθερου- συνασπισμού. Είναι προφανές πως η δεξιά στροφή των Ciudadanos καθιστά δυνατή αυτήν τη συμμαχία, στροφή που μάλλον εξαϋλώνει και τις όποιες πιθανότητες ενός «κεντρώου» μετεκλογικού συνασπισμού με τους Σοσιαλιστές. Το άθροισμα των εδρών που φαίνεται να καταλαμβάνουν τα τρία κόμματα είναι υψηλότερο εκείνου του κεντροαριστερού συνασπισμού, θα δυσκολευτούν όμως περισσότερο να αποσπάσουν αν χρειαστεί τη στήριξη και κάποιων περιφερειακών κομμάτων.
Θα ανέμενε κανείς ότι σε μια χώρα που έχει πρόσφατα βιώσει μια ισχυρή οικονομική κρίση και, παρά την ανάκαμψη, έχει τις υψηλότερες εισοδηματικές ανισότητες και το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ευρωζώνη, τα οικονομικά ζητήματα θα καταλάμβαναν την κεντρική θέση στον προεκλογικό αγώνα. Αντ’ αυτού η σύγκρουση του περιφερειακού (καταλανικού) με τον κεντρικό εθνικισμό φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά την ατζέντα, κάτι που είναι εις βάρος της Αριστεράς και των Σοσιαλιστών, καθώς αμβλύνει το ταξικό φορτίο της σύγκρουσης μεταξύ ενός προοδευτικού και ενός δεξιού πόλου. Εκτός των άλλων, η πιθανή άνοδος στην κυβέρνηση της δεξιάς συμμαχίας δεν θα οξύνει μόνο τη σύγκρουση στην Καταλονία (με απρόβλεπτο τρόπο), ούτε θα συνιστά απλώς κακό νέο για τις προοδευτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις· μια κυβέρνηση που θα ξεκινά από τις παρυφές του Κέντρου και θα περιέχει την άκρα Δεξιά θα συνιστά ιδιαίτερα επικίνδυνη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας σε μια χώρα με ειδικό βάρος στην Ευρώπη.
Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 18ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που δημοσιεύεται στο enainstitute.org