Γ. Κατρούγκαλος: Ο συμβιβασμός για την υπογραφή της Συμφωνίας με την Ιταλία είναι αποδεκτός
Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών και νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος μιλά για τη Συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία, τα ελληνοτουρκικά και τη στάση της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική.
- 14 Ιουνίου 2020 08:31
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος ήταν ο τελευταίος Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και βουλευτής του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στη συνέντευξη που παραχώρησε στο News24/7 αξιολόγησε τη Συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Ιταλία, σχολίασε τις ζωηρές επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γι’ αυτήν, άσκησε κριτική στην εξωτερική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και εξέφρασε την άποψή του για την πορεία που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές.
Αναγνωρίσατε ως θετική εξέλιξη την υπογραφή της Συμφωνίας με την Ιταλία. Ποια άλλα βήματα θα πρέπει να γίνουν για να διασφαλιστούν πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και να αποκρουστεί η τουρκική επιθετικότητα;
Πράγματι η Συμφωνία αποτελεί ένα κατ’αρχήν θετικό βήμα, στο βαθμό όμως που θα ενταχθεί σε μία συνολική στρατηγική. Έχουμε καλέσει την κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στα 12 μίλια στο Ιόνιο, ώστε να ξέρουν όλοι ότι η Κρήτη έχει σειρά. Και στη συνέχεια, να εντατικοποιήσει τις συνομιλίες για ΑΟΖ με Αίγυπτο ώστε αδρανοποιηθούν οι συνέπειες από το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο.
Γενικότερα, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι η Τουρκία έχει μια σταθερή, αναθεωρητική στρατηγική απέναντι στη χώρα μας. Απέναντι σε αυτή τη συνεκτική πολιτική, η κυβέρνηση αντιδρά με αμηχανία, παλινωδίες και αντιφάσεις. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, για παράδειγμα, λίγο καιρό πριν έβρισκε ότι μόνο λεκτικές είναι οι τουρκικές απειλές και ότι δεν διανύουμε περίοδο ιδιαίτερης έντασης. Η πολιτική μας απέναντι στη γείτονα πρέπει να βασίζεται στην ορθή ανάγνωση της πραγματικότητας και να είναι διττή: αφενός να ασκεί με κάθε μέσο πίεση για την ανατροπή των παράνομων μεθοδεύσεων, ιδανικά πριν εκδηλωθούν, αλλά και να αποκαταστήσει τη δυνατότητα διαλόγου μαζί της, με πρώτο βήμα την εφαρμογή συγκροτημένων ΜΟΕ.
Για τη Συμφωνία υπήρξαν κάποιες ζωηρές επιφυλάξεις, κάποιες εξ αυτών από τον πρώην ΥΠΕΞ Νίκο Κοτζιά. Θεωρείτε ότι πράγματι υπάρχει πρόβλημα με την Αιγιαλίτιδα ζώνη και την επήρεια των ελληνικών νησιών;
Θεωρούμε αποδεκτό συμβιβασμό την υπογραφή της Συμφωνίας σήμερα, λόγω των ειδικών συνθηκών που προέκυψαν από την εφαρμογή του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου και με την προϋπόθεση ότι θα ενταχθεί σε ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο, το οποίο σας περιέγραψα.
Οι εξελίξεις στη Λιβύη δείχνουν να μην είναι ευνοϊκές για την Ελλάδα. Μήπως στηρίξαμε υπερβολικά τον Χάφταρ;
Θα σας απαντήσω γενικότερα: Είναι σφάλμα να μην έχουμε ένα συνολικό σχέδιο εξωτερικής πολιτικής, να βάζουμε «όλα τα αυγά σε ένα καλάθι», να επενδύουμε σε στρατιωτικές λύσεις περίπλοκων γεωπολιτικών θεμάτων που μόνο διπλωματική και πολιτική λύση επιδέχονται. Και ακόμη μεγαλύτερο σφάλμα είναι να λείπουμε από τα ευρωπαϊκά τραπέζια που συζητούνται τα μεγάλα αυτά θέματα.
Ο Αλ. Τσίπρας ήταν παρών, ως Πρωθυπουργός, στο Παλέρμο, στην διάσκεψη της ΕΕ για τη Λιβύη, ο Κ. Μητσοτάκης ήταν απών από την αντίστοιχη διαδικασία του Βερολίνου. Αυτό είναι ακόμη ένα δείγμα της έλλειψης στρατηγικής που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας.
Εχετε εκφράσει πολλές φορές το αίτημα για τη Σύγκληση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών. Γιατί επιμένετε στο αίτημα αυτό;
Ακριβώς γιατί διαπιστώνουμε σημαντικό κενό και αντιφάσεις στην εξωτερική μας πολιτική και ως πατριωτική δύναμη θέλουμε να συμβάλλουμε στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Επιδιώκουμε τη διαμόρφωση συναινέσεων, όχι αφηρημένα, αλλά στη βάση μιας συνεκτικής στρατηγικής, συνέχεια της πολυδιάστατης πολιτικής της διακυβέρνησης μας, ώστε να ξαναβρεί πυξίδα η διπλωματία μας, να μην τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα, αντιδρώντας κατόπιν εορτής. Οι προτάσεις μας είναι σαφείς και συγκεκριμένες.
Η κυβέρνηση πρέπει να επιδιώξει άμεση συμμετοχή της χώρας μας στον ευρωτουρκικό διάλογο. Να γίνουν οι κόκκινες γραμμές μας κόκκινες γραμμές της Ευρώπης. Να ζητήσει να αποφασιστούν συμπληρωματικές κυρώσεις απέναντι σε νέα εργαλειοποίηση του προσφυγικού/μεταναστευτικού, ή σε έμπρακτη αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας μας. Η Γερμανική Προεδρία μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για ενίσχυση του ευρωτουρκικού διαλόγου και η Ελλάδα πρέπει να πρωτοστατήσει σε αυτό.
Η Συμφωνία των Πρεσπών αρχίζει να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Θα ανοίξει τελικά ο ευρωπαϊκός δρόμος για τη Βόρεια Μακεδονία; Φοβάστε πισωγύρισμα σε περίπτωση που επικρατήσει το VMRO στις προσεχείς εκλογές;
Οι Πρέσπες δεν έστειλαν απλώς μήνυμα σε όλη την περιοχή ότι μέσω του διαλόγου και της διπλωματίας μπορεί να επιλύονται μακροχρόνιες διαφορές με ειρηνικό τρόπο. Απέτρεψαν, παράλληλα, και την προσπάθεια εναγκαλισμού της γειτονικής μας χώρας από την τουρκική στρατηγική. Δυστυχώς η κυβέρνηση, αν και εγκατέλειψε τη δημαγωγική ρητορική εναντίον της Συμφωνίας, δεν αξιοποιεί όπως θα έπρεπε την προωθητική δύναμη της.
Η αδράνεια της επεκτείνεται σε σημαντικούς τομείς εφαρμογής της, όπως στα σχολικά βιβλία. Ενώ εμείς είχαμε εξασφαλίσει, με ανταλλαγή ρηματικών διακοινώσεων, την εφαρμογή των προβλέψεων της για εξάλειψη κάθε στοιχείου ιστορικού αναθεωρητισμού από το Σεπτέμβρη του 2019, η Κυβέρνηση δεν συγκάλεσε ούτε μία φορά τη σχετική Επιτροπή. Ως προς τις προσεχείς εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία, δεν θέλω να δώσω την εντύπωση οποιασδήποτε προσπάθειας επηρεασμού του εκλογικού σώματος εκεί. Από ό,τι φαίνεται πάντως, το VMRO ακολουθεί επί του προκειμένου τη στάση της Νέας Δημοκρατίας, ομοϊδεατών του, άλλωστε, και ομοτράπεζων στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν καθηλωμένα ένα χρόνο μετά τις εκλογές. Σας προβληματίζει αυτό;
Σε ανάλογες συγκυρίες κρίσης, όπως αυτή του κορονοϊού, παρατηρείται το φαινόμενο συσπείρωσης του εκλογικού σώματος γύρω από την εκάστοτε κυβέρνηση, όποια και να είναι αυτή. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων δείχνουν ότι αυτή η στάση δεν συνιστά αποδοχή της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας. Σαφείς πλειοψηφίες, για παράδειγμα, θεωρούν ανεπαρκή τα μέτρα της για την οικονομία και τους εργαζομένους.
Σε κάθε περίπτωση, καθήκον μας δεν είναι να παρακολουθούμε τις δημοσκοπήσεις, που δεν είναι παρά μία φωτογραφία της πολιτικής στιγμής. Είναι να προσπαθήσουμε να φτάσουν οι συγκροτημένες και κοστολογημένες προτάσεις μας στον ελληνικό λαό. Να δείξουμε την ποιοτική διαφορά και την βαθιά αντίθεση τους με το πρόγραμμα της κυβέρνησής, που επιδιώκει μια αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας σε βάρος των εργαζόμενων και των μικρομεσαίων, πέρα και από τα πιο τρελά όνειρα του ΔΝΤ.