Κώστας Σημίτης: Οι τέσσερις σταθμοί στην οικονομική πολιτική και το εν αναμονή αφήγημα του εκσυγχρονισμού

Διαβάζεται σε 8'
Ο Κώστας Σημίτης
Ο Κώστας Σημίτης ( EUROKINISSI / ΧΑΣΙΑΛΗΣ ΒΑΪΟΣ )

Οι θητείες σε κομβικά υπουργεία, η υποτίμηση της δραχμής και η ΟΝΕ, η απόπειρα του ασφαλιστικού και τα γκρίζα σημεία.

Μια από τις φυσιογνωμίες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας ήταν αναμφισβήτητα ο θανών Κώστας Σημίτης.

Ερχόμενος μετά από τον χείμαρρο Ανδρέα Παπανδρέου στήριξε την πολιτική του ηγεμονία σε ένα καλοδουλεμένο αφήγημα, που ακόμα αποτελεί ζητούμενο για τη χώρα, ακόμη ακόμη και μετά την χρεοκοπία της και τα μνημόνια.

Έχοντας μια ισχυρή πολιτική «προίκα» από τις υπουργικές του θητείες, με εμφάνιση και λόγο που δεν παρέπεμπε σε χαρισματικό και μπαλκονάτο ηγέτη,  κατάφερε να συμπυκνώσει  σε μια λέξη ένα κεντρικό ζητούμενο για κοινωνία πολιτική και οικονομία.

Ζητούμενο που ακόμα και σήμερα πολλούς εμπνέει, σίγουρα περισσότερους μπολιάζει και άλλους κάνει να θυμούνται εποχές διαψεύσεων.

Σε ανύποπτο χρόνο ο πρώην υπουργός Γίωργος Σταθακης σε άρθρο του στο NEWS 24/7, με το οποίο ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τον ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει το πλέον εύγλωττο στίγμα για το αφήγημα με τον «Εκσυγχρονισμό» του Κώστα Σημίτη.

Είχε γράψει:

“Όμως το ΠΑΣΟΚ, όταν έκλεισε ο κύκλος του Αντρέα του 1981, ανανεώθηκε. «Άφησε τον Αντρέα στην άκρη». Άλλαξε ρότα. Το πέτυχε με τον «Εκσυγχρονισμό» του Σημίτη. Εν μια νυκτί, έδωσε ηγεμονία στο ΠΑΣΟΚ έναντι της ΝΔ στο θέμα της οικονομίας (έστω με μπόλικο νεοφιλελευθερισμό του Τρίτου Δρόμου), προέβαλλε τον έντονο φιλοευρωπαϊσμό του, σε αντίθεση με τα τριτοκοσμικά του Αντρέα και προσέλκυσε αριστερούς προβάλλοντας τις αλλαγές στους αναχρονιστικούς θεσμούς, φτιάχνοντας μια νέα εντυπωσιακή πλειοψηφία.  Με την παραπάνω στρατηγική το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ έδωσε άλλα 15 χρόνια ζωής στο γερασμένο κίνημα.

Συγκρούστηκε με την εκκλησία, έβαλε τη χώρα στο Ευρώ, την Κύπρο στην Ευρώπη και χειρίστηκε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε αντί-εθνικιστική βάση. Ταυτόχρονα κατέγραψε τρομερές αποτυχίες στα θέματα της διαπλοκής, της διαφθοράς και κυρίως της χρηματοπιστωτικής «φούσκας» που οδήγησε στην χρεοκοπία. Εντούτοις σε σχέση με τη σημερινή συζήτηση για πως «αναγεννάται ένα κόμμα» η κεντρική ιδέα μετράει, η στρατηγική σκέψη, το σχέδιο για την κατάκτηση της ηγεμονίας και η μεγάλη πολιτική σκακιέρα.»

Σε λίγες λέξεις ο Γιώργος Σταθάκης περιέγραψε ίσως με το πιο χαρακτηριστικό και εύστοχο τρόπο την πολιτική παρουσία του Κώστα Σημίτη στην σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Βιομηχανία, οικονομία και γεωργία  – Σημαντικές υπουργικές θητείες

Αναμφισβήτητα ο ίδιος είχε σημαντική κατάθεση να κάνει που ήδη από τα χρόνια της ακαδημαϊκής του παρουσίας ήταν γνωστή. Την κατάθεση αυτή ξεκίνησε να την κάνει ήδη από το ’81 από τις πρώτες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου

Τότε από το 1981 ως το 1985, συνεισέφερε στη διαδικασία προσαρμογής της ελληνικής γεωργίας στην ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική, με κύριο μοχλό τον πολλαπλασιασμό των ενισχύσεων που ήταν το αναγκαίο καύσιμο, για να μπορέσει η ελληνική γεωργία να ανταγωνιστεί την πολύ πιο προηγμένη εικόνα πρωτογενούς τομέα , που παρουσίαζαν  τα άλλα κράτη μέλη. Σαφώς οι ενισχύσεις, τα ΜΟΠ, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της εποχής για το οποία είχε παλέψει με μαεστρία ο Ανδρέας Παπανδρέου με υπουργό τον Κώστα Σημίτη, ήταν μια απαραίτητη αλλά όπως φάνηκε όχι ικανή συνθήκη, για να μεταλλάξει την ελληνική γεωργία κάτι που παραμένει ακόμα και σήμερα ζητούμενο.

Το 1985, επίσης, όπως αναφέρεται στον προσωπικό του ιστότοπο, αναλαμβάνει το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, όπου παραμένει μέχρι τον Νοέμβριο του 1987 εφαρμόζοντας το πρώτο πρόγραμμα σταθεροποίησης με αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Το Νοέμβριο του 1987 διαφωνεί με την χαλάρωση των μέτρων ανόρθωσης της οικονομίας και παραιτείται, λίγο πριν να ξεσπάσει δηλαδή η θύελλα του ‘89.

Επίσης ως στη δεύτερη θητεία του Ανδρέα ως υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και υπουργός Εμπορίου ταυτόχρονα, από το 1993 ως το 1995 πήρε σημαντικές αποφάσεις στην κατεύθυνση της προώθησης βιομηχανικών πολιτικών αλλά και δράσεων για τον περιορισμό του πληθωρισμού ως υπουργός Εμπορίου. Κάτι ήταν για την εποχή από τα βασικά ζητούμενα ενόψει της μεγάλης στρατηγικής επιλογής για ένταξη στην ΟΝΕ.

Παραιτήθηκε βέβαια στις 11 Σεπτεμβρίου του 1995 λόγω του χειρισμού θεμάτων της αρμοδιότητάς του από τον πρωθυπουργό χωρίς προηγούμενη συνεννόηση.

Υποτίμηση και ΟΝΕ

Σταθμός αναμφισβήτητα στην όλη του πολιτική πορεία είναι η κεντρική απόφαση για προώθηση της διαδικασίας ένταξης της χώρας στο ευρώ. Μια απόφαση που στηρίχθηκε από την οικονομική ελίτ της χώρας, κυρία σε ζητήματα τιθάσευσης του πληθωρισμού. Η ελίτ αυτή ταυτίστηκε με το αφήγημα του Κώστα Σημίτη και οδήγησε σε σύμπλευση.

Ωστόσο, με την εξέλιξη ζητημάτων που σχετίστηκαν με έργα ή μεγάλες κρατικές προμήθειες αλλά και τα θεσμικά κενά στη λειτουργία κράτους και κόμματος εντάθηκαν στη συνέχεια συζητήσεις και αναφορές για την λεγόμενη διαπλοκή.

Πάντως, με το στόχο της ΟΝΕ ο Κώστας Σημίτης συνεισέφερε μέχρι το 2000 στη δημοσιονομική εξυγίανση, βοηθούσης και της δημιουργικής λογιστικής που βέβαια όλοι στην ΕΕ αξιοποιούσαν. Είναι χαρακτηριστικό σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της Eurostat την περίοδο αυτή το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από το 9,1% του ΑΕΠ το 1995 στο 3,1% το 1999.

Το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 97% του ΑΕΠ το 1995 στο 94% το 1999. Η Ελλάδα αύξησε σημαντικά τα φορολογικά της έσοδα την περίοδο αυτή και συγκράτησε τις πρωτογενείς δαπάνες, καταφέρνοντας να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα αυξήθηκε από 2,2% του ΑΕΠ το 1995 σε 4,3% το 1999. Έτσι και σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, από 11,2% του ΑΕΠ το 1995 στο 7,4% το 1999, κατάφερε τη σημαντική μείωση ελλειμμάτων και χρέους.

Έτσι με αυτά τα δεδομένα η δραχμή εντάχθηκε στον Μηχανισµό Συναλλαγµατικών Ισοτιµιών (ΜΣΙ) στις 16 Μαρτίου 1998. Από την 1η Ιανουαρίου 1999 η δραχμή συμμετείχε στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ).

Κατά την είσοδο της δραχμής στον ΜΣΙ, η κεντρική της ισοτιμία έναντι του DEM καθορίστηκε σε επίπεδο 12,4% χαμηλότερο από τη μέση τιμή της αγοράς κατά τις δέκα προηγούμενες ημέρες.  Προς ώρας η υποτίμηση αυτή δεν ενέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις παρά μόνο προσωρινά.

Όπως αναφέρεται στα σχετικά δημοσιεύματα στις 14 Ιανουαρίου 2000, και ενώ η συναλλαγματική ισοτιμία στην αγορά εξακολουθούσε να είναι υψηλότερη κατά 6% από την κεντρική τιμή, οι ελληνικές αρχές ζήτησαν την ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας. Η νέα ισοτιμία GRD/EUR καθορίστηκε σε 340,75, η οποία σημαίνει ανατίμηση της κεντρικής τιμής κατά 3,6%.

Η συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής (έναντι του DEM μέχρι τις 31.12.1998 και έναντι του ευρώ στη συνέχεια) παρουσίασε γενικώς χαμηλή και μειούμενη μεταβλητότητα κατά την περίοδο αυτή, µε εξαίρεση το διάστημα της αναταραχής στις χρηματαγορές κατά τους τελευταίους μήνες του 1998 λόγω της κρίσης στη Ρωσία.

Βέβαια μετά την ένταξη στο ευρώ ο πληθωρισμός και οι δείκτες αγοραστικής δύναμης αλλά και ανταγωνιστικότητας επιδεινώθηκαν. Παράλληλα η ένταξη των ευρώ και η δυνατότητα για ανταγωνιστικό δανεισμό από νοικοκυριά και επιχειρήσεις σχεδόν ίδιο με τη Γερμανία, οδήγησε σε μια άλλη πορεία που σίγουρα δεν είχε ως ορίζοντα την ανταγωνιστικότητα και την βελτίωση της ελληνικής οικονομίας στην βάση των μεταρρυθμίσεων.

Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε

Μια απ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις που ήταν στην κεντρική ατζέντα του Κώστα Σημίτη αλλά τελικά δεν προχώρησε ήταν κι αυτή του ασφαλιστικού. Δεσμευμένος από εσωκομματικές ισορροπίες αλλά και μια μεγάλη αντίδραση των πολιτών, που είχαν εθιστεί σε μια επίπλαστη ευμάρεια κάνει πίσω στο σχέδιο του τότε υπουργού, Τάσου Γιαννίτση.

Σχέδιο που σίγουρα αν είχε προχωρήσει θα είχε αλλάξει τη ρότα της χώρας ενδεχομένως και θα είχε οδηγήσει και σε αποφυγή πολλών δυσάρεστων μετέπειτα καταστάσεων.

Ανάλογα και στο ζήτημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, την προετοιμασία των οποίων ουσιαστικά έτρεξαν οι κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη με το πρωτοποριακό για την εποχή μοντέλο των διυπουργικών επιτροπών υπήρξαν αφορμές  για έντονους διαξιφισμούς. Η επίσπευση έργων οδήγησε σε υπερβάλλοντα κόστη έστω βέβαια κι αν το μεγάλο βάρος προήλθε από το γεγονός ότι δεν αξιοποιήθηκαν σωστά μεγάλα και σημαντικά έργα.

Πάντως ο ίδιος αρχικώς δεν ήταν κι απ’ τους ένθερμος θιασώτης της ανάληψης των αγώνων αν και στη συνέχεια με συνέπεια έτρεξε το όλο εγχείρημα.

Χρηματιστήριο

Ίσως το πιο μελανό σημείο της θητείας του, βέβαια, έχει να κάνει με το χρηματιστήριο.

Είναι εκεί όπου αποταμιεύσεις δεκαετιών χάθηκαν για πολλούς μικρό – επενδυτές,  την ώρα βέβαια που πολλές εταιρίες επίσης έχασαν την μεγάλη ευκαιρία για έναν παραγωγικό μετασχηματισμό που σίγουρα θα έδινε πολλά στην ελληνική οικονομία που έψαχνε να βρει βηματισμό μέσα σε μια Ευρώπη που άλλαζε.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα