Κώστας Στρατής: Παραμένει επιτακτική η ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας υγείας

Κώστας Στρατής: Παραμένει επιτακτική η ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας υγείας
Ο Κώστας Στρατής Eurokinissi

Ο Κώστας Στρατής γράφει στο NEWS 24/7 για τα κοντόφθαλμα πολιτικά κριτήρια στη διαχείριση της πανδημίας και την ανάγκη ουσιαστικής ενίσχυσης του συστήματος υγείας.

Με την επικαιρότητα διεθνώς να κατακλύζεται από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και όσα, ιστορικών διαστάσεων, συνεπάγεται για την παγκόσμια και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή γεωπολιτική, οικονομία και σταθερότητα, η πανδημία του Covid-19 έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της νόσου, τα στοιχεία του τελευταίου διαστήματος από την Ασία αλλά και την Ευρώπη δείχνουν σαφή ανοδική διακύμανση, σε κάποιες περιπτώσεις ιδιαίτερα έντονη, που προκαλεί ανησυχία.

Στη χώρα μας στην εξαιρετικά αργή αποκλιμάκωση των δεικτών από τα υψηλά του τελευταίου κύματος ήρθε να προστεθεί η καταγραφή αξιοσημείωτης ανόδου κρουσμάτων και θανάτων στις 14 Μαρτίου. Προφανώς, μένει να αποδειχθεί αν ήταν πρόσκαιρη ή έχει μονιμότερο χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια σύγκριση με την ίδια ημερομηνία πέρσι είναι ενδεικτική της ανάγκης για μη εφησυχασμό. Παρά τους μικρότερους, αν και με αισθητή αυξητική τάση τις τελευταίες ημέρες, αριθμούς νέων εισαγωγών (242 έναντι 424) και διασωληνωμένων (364 έναντι 564), είχαμε 22.694 νέα κρούσματα έναντι 1.626 πέρσι και 70 θανάτους έναντι 53, με τον συνολικό αριθμό των θυμάτων της νόσου να έχει αυξηθεί κατά 20 χιλιάδες μέσα σε ένα χρόνο (26.635 έναντι 7.091).

Το κλίμα χαλάρωσης που έχει επικρατήσει σε συνδυασμό αφενός με την αυξημένη μεταδοτικότητα της κυρίαρχης πλέον υποπαραλλαγής Ο2 και αφετέρου με τη φθίνουσα ανοσία στην κοινότητα αποτελούν, δυστυχώς, πρόσφορο έδαφος πάνω στο οποίο δυνητικά μπορεί να εξελιχθεί μια σημαντική αναζωπύρωση. Και όμως, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά πριν δύο χρόνια.

Την άνοιξη του 2020, με την έγκαιρη συνειδητοποίηση του μεγέθους της επερχόμενης υγειονομικής κρίσης, στο εσωτερικό της χώρας διαμορφώθηκε κλίμα πρωτόγνωρης πολιτικής συναίνεσης για τη λήψη αποφασιστικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας. Επιπρόσθετα, η ανάγκη να δοθούν λύσεις μέσα στις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας οδήγησε σε άλματα ψηφιακής μετάβασης στο σύνολο της οικονομίας, της κοινωνίας και της δημόσιας διοίκησης.

Αντί, όμως, η κυβέρνηση να «οικοδομήσει» πάνω σε αυτά τα θετικά κεκτημένα, προχώρησε σε σειρά ζητημάτων με κοντόφθαλμα πολιτικά κριτήρια, τα οποία προϊόντος του χρόνου επιδείνωσαν την κατάσταση της χώρας και τελικά οδήγησαν στην υπονόμευση της αρχικής επιτυχίας.

Η επιτυχημένη αρχικά διαχείριση της πανδημίας έγινε αντικείμενο εξόφθαλμης και σε κάποιες περιπτώσεις προκλητικής επικοινωνιακής εκμετάλλευσης για λόγους αποκόμισης υπέρμετρου πολιτικού οφέλους. Παράλληλα, προτάσεις της αντιπολίτευσης είτε αγνοήθηκαν είτε απαξιώθηκαν. Έτσι, ακυρώθηκε η δυνατότητα συνέχισης και ενδυνάμωσης του αρχικού συναινετικού κλίματος.

Η έκτακτη ανάγκη χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι για τη χρηματοδότηση των ενημερωτικών Μέσων με άφθονο δημόσιο χρήμα μέσα από αδιαφανείς διαδικασίες. Διαμορφώθηκαν σχέσεις προνομιακής μεταχείρισης και συνθήκες απουσίας ελέγχου της κυβέρνησης από τον Τύπο που είναι σοβαρό ζήτημα Δημοκρατίας.

Παράλληλα, υπήρξε μια πλημμυρίδα απευθείας αναθέσεων σε όλο το εύρος του κρατικού μηχανισμού (υπουργεία, περιφέρειες, δήμοι), ακόμα και για έργα και δράσεις εντελώς άσχετες με την πανδημία (πχ «Μεγάλος Περίπατος»). Η μία όψη είναι οι υπαρκτές σκιές διασπάθισης δημόσιου χρήματος με αρνητικά έως τραγελαφικά αποτελέσματα (πχ «σκοιλ ελικικου», «μάσκες – αλεξίπτωτα» για τους μαθητές των σχολείων). Η άλλη είναι ότι χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία για διαμόρφωση μηχανισμών ελέγχου και διαφάνειας με διακομματική συνεννόηση, όπως μέσω ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, που θα μπορούσε να αποτελέσει τομή στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Μετά το πρώτο τρίμηνο της πανδημίας και την απόλυτη κυριαρχία της προστασίας του υπέρτατου αγαθού της ανθρώπινης ζωής, αλλεπάλληλες κρίσιμες αποφάσεις βασίστηκαν όχι σε επιστημονικά – υγειονομικά κριτήρια αλλά πρωτίστως σε οικονομικά, καθώς και σε υπολογισμό πρόσκαιρου πολιτικού κόστους. Έτσι, έγιναν ακατανόητες από επιδημιολογικής άποψης επιλογές (πχ άτακτο άνοιγμα του τουρισμού, Θεσσαλονίκη, εκκλησίες, καθυστερημένα και ανεπαρκή μέτρα). Το αποτέλεσμα ήταν η μεγιστοποίηση της μετάδοσης της νόσου στην κοινότητα και η ενοποίηση κυμάτων μεταλλάξεων.

Ενώ η ταχύτητα που επιτεύχθηκε στην ανάπτυξη των εμβολίων και η άρτια οργάνωση των εμβολιαστικών διαδικασιών υπήρξαν ελπιδοφόρες, αντιφατικά μηνύματα, παλινωδίες, απροθυμία δυσαρέστησης εκλογικών κοινών στο ζήτημα της υποχρεωτικότητας, απουσία καμπάνιας και γενικά αποτυχία στο πεδίο της πειθούς και της εμπιστοσύνης είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη υστέρηση του εμβολιαστικού προγράμματος σε σχέση με τους απαιτούμενους στόχους.

Ταυτόχρονα, δεν υπήρξε η απαραίτητη αναδιοργάνωση και ενίσχυση της δημόσιας υγείας, πρωτοβάθμιας φροντίδας, νοσοκομείων και μονάδων εντατικής θεραπείας, παρά τις μελέτες και προειδοποιήσεις των ειδικών, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η υγειονομική κρίση, μειώνοντας στο ελάχιστο δυνατό το ανθρώπινο κόστος και αναβαθμίζοντας την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες σε μόνιμη βάση.

Επίσης, δεν αξιοποιήθηκαν μέσα που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, όπως η τηλεϊατρική.

Ο ιδιωτικός τομέας υγείας δεν εντάχθηκε με ουσιαστικό τρόπο στην προσπάθεια αντιμετώπισης της νόσου.

Δεν υπήρξαν μέτρα για την αποσυμφόρηση χώρων υπερ-μετάδοσης, όπως αραίωση μαθητών και φοιτητών στην εκπαίδευση και πύκνωση δρομολογίων στα μέσα μεταφοράς.

Η επιδημιολογική επιτήρηση πήρε τη μορφή περισσότερο οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών και όχι οργανωμένης και συστηματικής ιχνηλάτησης για την αποτροπή της εξάπλωσης της νόσου.

Επιχειρήθηκε η απεύθυνση στα συντηρητικά αντανακλαστικά μερίδας της κοινωνίας, όπως με την επίδειξη πυγμής απέναντι στη νεολαία, προκαλώντας αχρείαστες και επικίνδυνες κοινωνικές εντάσεις (πχ Νέα Σμύρνη). Το σύνολο του μη εμβολιασμένου τμήματος του πληθυσμού αντιμετωπίστηκε όχι με προσπάθεια να πειστεί αλλά συλλήβδην με όρους απαξίωσης. Έτσι, ακόμα και σκεπτόμενοι πολίτες βρέθηκαν να αναζητούν απαντήσεις σε περιθωριακές και συνομωσιολογικές αντιλήψεις, κυρίως υπερπατριωτικών και παραθρησκευτικών κέντρων προς τα οποία επιδείχθηκε ανοχή. Αναζητήθηκε πολιτική οδός διαφυγής με την υπέρμετρη μεγέθυνση περιπτώσεων αμφιθυμιών και οξύτητας ύφους σε πλευρές της αντιπολίτευσης. Το αποτέλεσμα ήταν πόλωση και τοξικότητα, επιβαρύνοντας το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα.

Τους τελευταίους μήνες, οι καθημερινές εκατόμβες θυμάτων της νόσου και η συνεχιζόμενη πίεση στο σύστημα υγείας έφεραν τη χώρα σταθερά στις χειρότερες θέσεις διεθνώς ως προς τους σκληρούς δείκτες της πανδημίας. Ωστόσο, η κοινή γνώμη φάνηκε να έχει πλήρως συμβιβαστεί, αποτέλεσμα της κοινωνικής κόπωσης μετά από δύο χρόνια πανδημίας αλλά και ενός καλλιεργημένου εφησυχασμού από την πλευρά της κυβέρνησης. Έτσι, οδηγηθήκαμε στην περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων, πάλι με πολιτικά και όχι επιστημονικά κριτήρια, εκπέμποντας το λάθος μήνυμα για λήξη της πανδημίας.

Η οριακή κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί και λειτουργήσει επί μακρόν το σύστημα υγείας, η μετατροπή του σε «μονοθεματικό» σε μεγάλο βαθμό, ανοδικές διακυμάνσεις της νόσου, όπως αυτή που φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς και ενδεχόμενες νέες μεταλλάξεις και εξάρσεις, εξαιτίας της αποτυχίας της διεθνούς κοινότητας για την εμβολιαστική κάλυψη των πληθυσμών των φτωχότερων χωρών, αλλά και λόγω των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει στο υγειονομικό πεδίο ο πόλεμος στην Ουκρανία, αποτελούν πηγές μεγάλης αβεβαιότητας και σημαντικών κινδύνων για τη δημόσια υγεία το επόμενο διάστημα.

Απαιτείται να πρυτανεύσουν ο ορθός λόγος και η πολιτική ηθική που καθιστούν επιτακτική την ανάγκη ουσιαστικής ενίσχυσης της δημόσιας υγείας, έστω και τώρα. Είναι, πρωτίστως, ζήτημα υγειονομικής ασφάλειας και προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Αφορά, την ίδια στιγμή, ευρύτερα την κοινωνική συνοχή και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα και τη Δημοκρατία, που αποτελούν θεμελιώδεις στοχεύσεις για τις προοπτικές της χώρας, δηλαδή όλων μας, στην εποχή πολλαπλών αλλεπάλληλων κρίσεων που βιώνουμε.

*Ο Κώστας Στρατής είναι πρώην υφυπουργός Πολιτισμού.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα