Κριτική στις Πρέσπες, αλλά στήριξη στην ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας από την Αθήνα
Το γεγονός ότι η τήρηση του erga omnes εξαρτάται από τη βούληση άλλων επιβεβαιώνει ότι η συμφωνία των Πρεσπών ήταν επιζήμια, υποστήριξε ο Πέτσας, τονίζοντας όμως ότι η Ελλάδα είναι σταθερά υπέρ της ενταξιακής πορείας των Δυτικών Βαλκανίων
- 22 Οκτωβρίου 2019 13:53
Μεταξύ της κριτικής στη συμφωνία των Πρεσπών και της προσήλωσης στην ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας ισορροπεί η κυβέρνηση μετά το βέτο Μακρόν στη Σύνοδο Κορυφής, καθώς παρά ορισμένες φωνές “σκληρών” στη ΝΔ, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι επιστροφή στο σκέτο “Μακεδονία” δε θα αποτελούσε θετική εξέλιξη.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας εξέφρασε τη σταθερή στήριξη της Αθήνας στην ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας, τόνισε όμως ότι αποδεικνύεται πως η συμφωνία των Πρεσπών ήταν επιζήμια, καθώς η τήρηση του erga omnes βρίσκεται στον αέρα.
“Τασσόμαστε πάντα υπέρ της ευρωπαϊκής πολιτικής όλων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Είναι προς το συμφέρον και εκείνων και το δικό μας να έχουν μία ευρωπαϊκή προοπτική και σταδιακά να οδηγούνται στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση” δήλωσε ειδικότερα ο κ.Πέτσας στο briefing. Σημείωσε όμως πως το ζήτημα είναι ότι η Ελλάδα έβαλε την υπογραφή της σε μία συμφωνία η οποία σε ένα τόσο κομβικό θέμα όπως η τήρηση του έργα omnes εξαρτάται από τη βούληση άλλων. “Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι αυτή είναι μία ακόμη πτυχή που αποδεικνύει γιατί εμείς λέγαμε ότι είναι μία επιζήμια συμφωνία” πρόσθεσε ο κ.Πέτσας, υπερασπιζόμενος την πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ η οποία λέει ότι θέλει να βελτιώσει πτυχές αυτής της συμφωνίας και θα κάνει τα πάντα για να το επιτύχει αυτό, στηρίζοντας βέβαια όλη την Ευρωπαϊκή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων.
Η αναφορά Πέτσα σε βελτίωση των πτυχών της συμφωνίας δεν υπονοεί βέβαια ακύρωση ή επαναδιαπραγμάτευση, αλλά την προσήλωση της Αθήνας στην ανάγκη εφαρμογής σημείων της συμφωνίας όπως πχ για τα εμπορικά σήματα μέσα απο τη συνεργασία με τη Βόρεια Μακεδονία, στο πλαίσιο σχέσεων καλής γειτονίας και εν όψει ενταξιακής προοπτικής της γειτονικής χώρας.
Εξάλλου όπως επισημαίνουν έμπειροι διπλωματικοι παρατηρητές, παρά το βέτο Μακρόν που μπλόκαρε το ζήτημα στη Σύνοδο και προκάλεσε σοκ στη γειτονική χώρα, η ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας δεν έχει κλείσει ακόμη οριστικά, αφού το θέμα θα συζητηθεί ξανά την άνοιξη και συγκεκριμένα στη Σύνοδο του Μαρτίου. Μέχρι τότε η ελληνική διπλωματία θα λειτουργεί θεωρώντας ως δεδομένη την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας, με στόχο τη βελτίωση σημείων στην εφαρμογή της συμφωνίας των Πρεσπών και την επισήμανση όταν δεν τηρείται.
Καθώς εξάλλου στη γειτονική χώρα έχουν προκηρυχθεί εκλογές για τις 12 Απριλίου, η Αθήνα περιμένει την ετυμηγορία της κάλπης, με την κρυφή ελπίδα προφανώς να μην είναι δραματικές οι εξελίξεις, αλλά επισήμως φυσικά η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ανακατευθεί στα εσωτερικά ζητήματα άλλου κράτους.
Διπλωματικοί παρατηρητές εξάλλου δεν προδικάζουν το αποτέλεσμα των εκλογών στη Βόρεια Μακεδονία, οι οποίες μπορεί να επηρεαστούν και από την ετυμηγορία της Συνόδου που θα έχει προηγηθεί. Εάν στη Σύνοδο του Μαρτίου η ΕΕ ανάψει πράσινο φως στη γειτονική χώρα, αυτό θα δώσει προβάδισμα στο Ζόραν Ζάεφ.
Αλλά ακόμη και εάν κερδίσει τις εκλογές το VMRO, δεν είναι βέβαιο ότι θα καταγγείλει τη συμφωνία των Πρεσπών όπως έχουν δέσει κόμπο ορισμένοι και στην Ελλάδα (όπως ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης), καθώς έτσι θα πρέπει να αναλάβει και την ευθύνη για ενδεχόμενη οριστική ταφόπλακα στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Στην Αθήνα δεν πέρασε απαρατήρητο για παράδειγμα ότι ο αρχηγός του VMRO Κριστιάν Μιτσόφσκι δηλώνει σταθερά υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, την ώρα που ο Ζάεφ καλεί τους πολίτες να επιλέξουν μεταξύ της ευρωπαϊκής προοπτικής ή του απομονωτισμού. Το VMRO θα βρεθεί λοιπόν ενδεχομένως μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα.
Το ερώτημα βεβαίως είναι εάν μέχρι τις εκλογές του Απριλίου, οι αρχές της γειτονικής χώρας (υπό την πίεση και του VMRO) απλώς επιλέξουν να μην ασχοληθούν με τις εκκρεμότητες της συμφωνίας για τα σήματα και τα σχολικά βιβλία ή αρχίσουν τα “κολπάκια” στην εφαρμογή της.
Το πρόβλημα επίσης για τη ΝΔ είναι ότι ήδη έχουν ακουστεί ορισμένες (μεμονωμένες πάντως) φωνές για καταγγελία της συμφωνίας. Ο κ.Γεωργιάδης για παράδειγμα δήλωσε πως: “Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μας αρέσει, ωστόσο ισχύει. Ισχύει, όμως, όσο την τηρούν οι Σκοπιανοί. Εάν παραβιαστεί η συμφωνία, είναι λόγος καταγγελίας της συμφωνίας και άρα, τότε παύει να ισχύει”.
Όσο όμως η συμφωνία των Πρεσπών δεν έχει καταγγελθεί, τέτοια συζήτηση δεν έχει νόημα, επισημαίνουν οι ψυχραιμότεροι.
Ωστόσο από το κυβερνητικό στρατόπεδο σημειώνουν πως η συμφωνία είχε τεχνοκρατικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα ότι άφηνε ανοιχτό παράθυρο για το erga omnes, ενώ όταν υπεγράφη η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παραδόξως δεν εκμεταλλεύθηκε το θετικό momentum για να προχωρήσουν άμεσα τα ευρωπαϊκά βήματα, αλλά δόθηκε χρόνος μεταγενέστερος για να κλείσουν τα ανοιχτά θέματα, καθώς και για να προχωρήσει η εφαρμογή των σημείων της. Με όλα της τα προβλήματα πάντως, η συμφωνία των Πρεσπών έχει “κληροδοτηθεί” στην κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να τη διαχειριστεί, καθώς και να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που προκαλεί στην περιοχή το γαλλικό βέτο.