Λυκούδης: Η κυβέρνηση έχει γίνει βασιλικότερη του βασιλέως
Για "στραγγαλισμό" της οικονομίας από ζωτικά κεφάλαια, απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας κατηγορεί την κυβέρνηση ο βουλευτής του Ποταμιού
- 09 Ιουνίου 2018 13:10
“Η κυβέρνηση έχει γίνει βασιλικότερη του βασιλέως. Στο νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα τα προβλεπόμενα θηριώδη πλεονάσματα δεν απαιτούνται. Επιδιώκονται, για να επιδοθεί σε επιδοματική πολιτική και να εμφανιστεί ως προστάτης των αδυνάτων” τονίζει ο αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλευτής του Ποταμιού Σπύρος Λυκούδης και συμπληρώνει ότι έτσι η κυβέρνηση “στραγγίζει την οικονομία από ζωτικά κεφάλαια, απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη. Μεγάλα πλεονάσματα και μεγάλη ανάπτυξη δεν συμβαδίζουν”.
Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Λυκούδης επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση για το χειρισμό της στο ζήτημα των Σκοπίων, η οποία όπως σημειώνει αντί να επιδιώξει τη συναίνεση πριν εισέλθει στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, επεδίωξε να πλήξει ή να διχάσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης. “Δεν τα κατάφερε. Αντίθετα πυροδότησε σοβαρές αντιδράσεις και στην κοινή γνώμη” τονίζει .
Ο κ. Λυκούδης δηλώνει ότι πρέπει να λήξει η εκκρεμότητα σημειώνοντας ότι “πρέπει να λύσουμε το πρόβλημα, όχι απλώς να το κλείσουμε” εκφράζει τη διάθεσή του να στηρίξει τη συμφωνία με την πΓΔΜ, προσθέτει όμως ότι “λευκή κάρτα ουδείς από την αντιπολίτευση είναι διατεθειμένος να δώσει και ορθώς. Θα πρέπει η κυβέρνηση να φέρει πρώτα τη συμφωνία και να την εξετάσουμε με τη δέουσα προσοχή. Έχουν σημασία ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες, διότι εκεί κρύβεται ο διάβολος, όπως λέμε”.
Σε ερώτηση για την πορεία του Κινήματος Αλλαγής εκφράζει την αντίθεσή του με την μη συκρότηση ενός ενιαίου κόμματος της Κεντροαριστεράς και την εκλογή αρχηγού πριν τη διαμόρφωση του χώρου και τονίζει “είναι κρίμα να αναλώνεται σήμερα ο χώρος σε ”τακτοποιήσεις” ρόλων και στην συζήτηση των εσωτερικών του δυσπιστιών και καχυποψιών αντί να αξιοποιεί τον χρόνο για να διαμορφώνει τους βασικούς του πολιτικούς άξονες, τις προγραμματικές του επιλογές και την πρότασή του για τη διακυβέρνηση της χώρας, δηλαδή πώς και από ποιες δυνάμεις πρέπει να κυβερνηθεί ο τόπος”.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του αντιπροέδρου της Βουλής και βουλευτή του Ποταμιού:
Το θέμα των Σκοπίων βρίσκεται ξανά στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Πως σχολιάζεται τους χειρισμούς της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης;
«Ουδείς γνωρίζει τι ακριβώς διαμείβεται στις διαπραγματεύσεις παρά μόνο οι συμμετέχοντες. Όλα τα άλλα υποστηρικτικά ή επικριτικά, είναι απλώς επικοινωνιακά τεχνάσματα για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Σε κανένα στάδιο της διαπραγματευτικής διαδικασίας η κυβέρνηση δεν θεώρησε σκόπιμο να ενημερώσει υπεύθυνα και σοβαρά τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Υπήρξε το διαπραγματευτικό εθνικό κεκτημένο του 2008. Η κυβέρνηση αντί να επιδιώξει με αυτό ως δεδομένο τη συναίνεση πριν εισέλθει στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, επεδίωξε να πλήξει ή να διχάσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Δεν τα κατάφερε. Αντίθετα πυροδότησε σοβαρές αντιδράσεις και στην κοινή γνώμη.»
Πιστεύετε ότι είμαστε κοντά σε μία λύση του προβλήματος; Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ανταλλάσσουν βαρείς χαρακτηρισμούς, για μειοδοσία από τη μια και πατριδοκαπηλεία από την άλλη. Σε αυτό το κλίμα μπορούμε να πετύχουμε μια εθνικά συμφέρουσα λύση;
«Αυτό το κλίμα έχει βεβαίως δυσκολέψει τα πράγματα. Παρά ταύτα κρίνοντας από όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας εκτιμά κανείς ότι υπάρχει το πολιτικό ενδιαφέρον και από τις δυο πλευρές να φτάσουν σε κάποια συμφωνία. Διότι, η βούληση των συμμαχικών παραγόντων, η επιδίωξη δηλαδή ένταξης των γειτόνων στο ΝΑΤΟ και έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ σε εύθετο χρόνο, ως αρχικός κινητήριος μοχλός, παραμένει δεδομένη, ισχυρή και πιεστική. Είναι, όμως, και προς το δικό μας συμφέρον. Πρέπει να λήξει η εκκρεμότητα αυτή. Όχι βεβαίως με οποιοδήποτε τρόπο. Πρέπει να λύσουμε το πρόβλημα, όχι απλώς να το κλείσουμε. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την τελική έκβαση και την επίτευξη συμφωνίας πριν επισήμως ανακοινωθεί και από τις δυο πλευρές.
Το εσωτερικό κλίμα, το επαναλαμβάνω, είναι επιεικώς απαράδεκτο. Έχει χαθεί κάθε μέτρο. Υπονομεύθηκε, δυστυχώς, ένα μεγάλο κεκτημένο της μεταπολίτευσης, η στρατηγική συναίνεση και συμφωνία στα μεγάλα και κρίσιμα εθνικά θέματα, παραμερίζοντας την μικροκομματική πολιτική. Στα θέματα αυτά απαιτείται ενότητα και συναίνεση, όχι αναγκαστικά ομοφωνία.
Ελπίζω η αντιπαράθεση να μην φτάσει στα άκρα. Έχουμε πληρώσει πανάκριβα τους διχασμούς. Χρειαζόμαστε την εθνική συνεννόηση για να αντιμετωπίσουμε όχι ανύπαρκτους κινδύνους αλλά υπαρκτούς, όπως την τουρκική προκλητικότητα και ισχύ.»
Βοηθούν στη λύση τα συλλαλητήρια; Σας προβληματίζει το γεγονός ότι μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αρνείται οποιαδήποτε ονομασία που εμπεριέχει τη λέξη «Μακεδονία»;
«Ας δεχτούμε το αυτονόητο για όλους. Ότι οι πολίτες έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να εκφράζονται στο πλαίσιο των νόμων είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με το περιεχόμενο των αιτημάτων. Το κομμάτι των πολιτών που απορρίπτουν τον όρο «Μακεδονία» σε κάθε ενδεχόμενη συμφωνία με την πΓΔΜ είναι ιδιαιτέρως μεγάλο. Αντανακλά ένα ”εθνικολαϊκό” αίσθημα, το οποίο μάλιστα έχει διαμορφωθεί έτσι κι αλλιώς και από την πολιτική αντιπαράθεση σχετικά με τα μνημόνια. Σε μια σειρά από θέματα η στάση της κοινής γνώμης με προβληματίζει. Δεν φαίνεται να υπάρχει επίγνωση των πραγματικών αιτιών των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα και των περιορισμών που επιβάλλει το διεθνές περιβάλλον. Είναι γνωστή η ροπή προς θεωρίες συνωμοσίας και τα συναφή – δεν είναι ασφαλώς ελληνική αποκλειστικότητα – που αν συνδυαστεί με την οργή και την απογοήτευση δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, μέγιστο εμπόδιο για ορθολογικές πολιτικές αποφάσεις προς το συμφέρον της χώρας. Ο πατριωτισμός δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατος. Ο φανατισμός και η εθνική τύφλωση δεν παράγουν αποτελέσματα προς το εθνικό συμφέρον. Ο λαϊκισμός, όχι απλώς ως δημαγωγία και αχαλίνωτη προπαγάνδα δήθεν υπέρ του «λαού», αλλά ως ιδεολογία πια αριστερής ή δεξιάς κοπής, έχει δυστυχώς διαβρώσει την πολιτική συνείδηση σημαντικού μέρους των πολιτών. Γι’ αυτό κι είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
Στην πολιτική καμιά φορά οι όροι αντιστρέφονται. Οι χθεσινές “ελίτ” στρέφονται προς τον “λαό” και οι χθεσινοί υπερασπιστές του «λαού» αποτελούν τη νέα “ελίτ”».
Με δεδομένη την άρνηση του Πάνου Καμμένου να στηρίξει τη συμφωνία για την ονομασία των Σκοπίων η κυβέρνηση δε διαθέτει την κυβερνητική πλειοψηφία για την ψήφισή της. Εσείς θα ψηφίζατε μια συμφωνία που θα περιλάμβανε σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes;
«Έχω δηλώσει την συμφωνία μου προς μια τέτοια κατεύθυνση. Δεν χρειάζεται όμως να επισπεύδει κανείς. Λευκή κάρτα ουδείς από την αντιπολίτευση είναι διατεθειμένος να δώσει και ορθώς. Θα πρέπει η κυβέρνηση να φέρει πρώτα τη συμφωνία και να την εξετάσουμε με τη δέουσα προσοχή. Έχουν σημασία ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες, διότι εκεί κρύβεται ο διάβολος, όπως λέμε.
Θα παρακολουθήσουμε όλοι τη στάση του κ. Π. Καμμένου, του κυβερνητικού εταίρου. Τυχαίνει να είναι και υπουργός Εθνικής Άμυνας και θα πρέπει να δικαιολογήσει τη στάση του προς τους ομολόγους του στο ΝΑΤΟ και ΕΕ, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση. Εάν δεν ψηφίσει τελικά την πιθανή συμφωνία θα δούμε εάν θα παραμείνει στην κυβέρνηση, εάν θα αποχωρήσει αλλά θα εξακολουθεί κάπως να την στηρίζει κοινοβουλευτικά, εάν επιλέξει κάτι άλλο κ.τ.λ. Υπάρχουν πολλά ενδεχόμενα.»
Η κατάσταση στην Ιταλία και την Ισπανία δημιουργεί ανησυχία για το πώς θα αντιδράσουν οι αγορές. Συμφωνείτε με την επιλογή της κυβέρνησης που λέει κατηγορηματικά όχι στην προληπτική γραμμή στήριξης;
«Η ανησυχία είναι απολύτως δικαιολογημένη. Ουδείς είναι σε θέση να προβλέψει την συμπεριφορά των αγορών. Δεδομένο είναι ότι οι αγορές έχουν τα δικά τους κριτήρια συμφέροντος και συμπεριφοράς, διαφορετικά από αυτά των κρατών, των εταίρων και συμμάχων μας. Και ενίοτε τιμωρούν αμείλικτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα σημερινά επίπεδα επιτοκίων του 10ετούς ομολόγου είναι απαγορευτικά για να βγούμε στις αγορές. Σχετικά με την πιστωτική γραμμή στήριξης υπάρχουν πολλές παρανοήσεις. Κατ’ αρχάς ακόμα κι αν τη ζητούσε η κυβέρνηση ήταν δύσκολο να την επιτύχει, διότι θα χρειαζόταν έγκριση από τα κοινοβούλια ορισμένων χωρών, πράγμα προφανώς ανέφικτο υπό τις σημερινές συνθήκες. Δεύτερον, οι εταίροι μας οι ίδιοι δεν την επιθυμούν για τους δικούς τους λόγους. Τρίτον, η κυβέρνηση βαδίζει με το νέο της αφήγημα περί «καθαρής εξόδου», δημιουργίας «δημοσιονομικού χώρου» και ανάκτησης της “εθνικής κυριαρχίας” στα δημοσιονομικά, κλπ κλπ. Επομένως, θα φορτωθεί η χώρα με νέο χρέος, εφόσον τα επιτόκια της αγοράς είναι πάνω από το τετραπλάσιο του επιτοκίου με το οποίο μας έχουν δανείσει οι εταίροι μας. Απλώς, επιθυμεί η κυβέρνηση το “μαξιλάρι ασφαλείας” της ρευστότητας για να έχει την ευχέρεια προεκλογικών παροχών και υποσχέσεων. Έτσι, αναλαμβάνει αχρείαστους κινδύνους για μικροπολιτικές σκοπιμότητες που ενδέχεται να ζημιώσουν και πάλι τη χώρα. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις συνθήκες που θα επικρατούν στις αγορές τον ερχόμενο Αύγουστο, όταν λήγει το 3ο Μνημόνιο που φέρει τη σφραγίδα της κυβέρνησης. ‘Αρα δεν πρέπει καθόλου να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να βρεθεί η χώρα σε δύσκολη θέση και να χρειαστεί κάποια πιστωτική γραμμή στήριξης ή κάτι ανάλογο.
Προς το παρόν οι πόρτες των αγορών είναι ερμητικά κλειστές. Το επιπρόσθετο ασφαλιστήριο της προληπτικής γραμμής, νομίζω ως ενδεχόμενο ίσως να υπάρχει στις κυβερνητικές σκέψεις.
Γεγονός, πάντως, είναι ότι η χώρα θα βρίσκεται υπό στενή εποπτεία και επιτήρηση για πολλά χρόνια. Ήδη η κυβέρνηση έχει υπογράψει μια νέα συμφωνία με τους δανειστές: Το συμπληρωματικό μνημόνιο κατανόησης με πολλές και σημαντικές δεσμεύσεις.»
Στη πορεία του ΚΙΝΑΛ μετά το ιδρυτικό του συνέδριο παρατηρούνται αρκετές αρρυθμίες. Που οφείλονται και τελικά πιστεύετε ότι ο χώρος θα πάει ενιαίος στις εκλογές;
«Γνωρίζετε πόσο σταθερά τα 2 προηγούμενα χρόνια προσπάθησα να βοηθήσω στην συγκρότηση του χώρου. Επέμενα ακόμα και μόνος όταν οι σημερινοί ηγετικοί κύκλοι του ΚΙΝΑΛ ήταν τότε από αδιάφοροι έως απολύτως αρνητικοί. Προχωρήσαμε όμως και όταν το νερό μπήκε στο αυλάκι προστρέξαμε όλοι για την επίτευξη του στόχου που θα γέμιζε με ελπίδες τον δημοκρατικό κόσμο της χώρας. Η πορεία όμως σφραγίστηκε από την αρχή με αρνητικές επιλογές: α) εγκαταλείφθηκε αμέσως κάθε σκέψη για την συγκρότηση ενός νέου και ενιαίου κόμματος της Κεντροαριστεράς που θα δημιουργούσε κατά τη γνώμη μου μέγιστη έμπνευση και μεγάλες ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό και β)προκρίθηκε η άμεση εκλογή αρχηγού χωρίς να έχει προηγουμένως διαμορφωθεί έστω και στοιχειωδώς ο χώρος στον οποίο θα καλούνταν να αρχηγεύσει. Ήταν αναμενόμενες επομένως οι ”αρρυθμίες”, όπως τις ονομάσατε, που ακολούθησαν και που ”επιμένουν”. Είναι κρίμα να αναλώνεται σήμερα ο χώρος σε ”τακτοποιήσεις” ρόλων και στην συζήτηση των εσωτερικών του δυσπιστιών και καχυποψιών αντί να αξιοποιεί τον χρόνο για να διαμορφώνει τους βασικούς του πολιτικούς άξονες, τις προγραμματικές του επιλογές και την πρότασή του για τη διακυβέρνηση της χώρας, δηλαδή πώς και από ποιες δυνάμεις πρέπει να κυβερνηθεί ο τόπος. Εγώ σήμερα παρακολουθώ από τα μετόπισθεν τα πράγματα στο ΚΙΝΑΛ. Προβλέψεις για την εξέλιξη δεν μπορώ να κάνω. Αυτό που μπορώ είναι να ευχηθώ να ξεπεράσουν τις δυσκολίες.»
Βρίσκεται η χώρα στο έλεος των κακοποιών και των μπαχαλάκηδων; Πώς θα χαρακτηρίζατε τη δράση του Ρουβίκωνα;
«Δεν πρόκειται μόνο για τον “Ρουβίκωνα”. Πολλές άλλες οργανώσεις της αντι-κοινοβουλευτικής αριστεράς κάθε απόχρωσης επιδίδονται σε παραβατικές πράξεις πολιτικής βίας. Δεν θα έλεγα ότι η χώρα βρίσκεται στο έλεος των οργανώσεων αυτών. Είναι υπερβολή. Αλλά είναι ολοφάνερο ότι οι πολίτες της χώρας δεν απολαμβάνουν το επίπεδο ασφάλειας και ευταξίας μιας προηγμένης και ευνομούμενης ευρωπαϊκής χώρας. Δεν αναφέρομαι μόνο στα Εξάρχεια και την Αθήνα. Δες τε τα Πανεπιστήμια. Η κοινωνία έχει κατά κάποιο τρόπο εθιστεί στην πολιτική βία. Την αντιμετωπίζει και αυτή ως μέσο διεκδίκησης οιουδήποτε αιτήματος, οικονομικής ή άλλης φύσης, που προβάλλεται ως «δίκαιο». Υπάρχει, ασφαλώς, διαφορά, ανάμεσα στο γιαούρτι το μαχαίρι και το πιστόλι. Ωστόσο, η απόσταση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο ορισμένοι ισχυρίζονται. Η πολιτική βία κάθε μορφής, αποτελεί καρκίνωμα για τα δημοκρατικά πολιτεύματα. Χωρίς ασφάλεια και ευταξία η ελευθερία χάνει έδαφος. Πράγμα άκρως επικίνδυνο. Η πολιτική ανοχή απέναντι σε τέτοια φαινόμενα πρέπει να είναι μηδενική. Εδώ η ευθύνη της κυβέρνησης είναι απόλυτη. Κάθε απόπειρα αν όχι δικαιολόγησης αλλά ακόμα και αιτιολόγησης των πράξεων πολιτικής βίας με διάφορα προσχήματα ή επικίνδυνες ιδεοληψίες είναι απαράδεκτη και απλώς επιτείνει το φαινόμενο.»
Πώς σχολιάζετε τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο;
«Η κυβέρνηση έχει γίνει βασιλικότερη του βασιλέως. Στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα (2019-2022) τα προβλεπόμενα θηριώδη πλεονάσματα δεν απαιτούνται. Επιδιώκονται, για να επιδοθεί σε επιδοματική πολιτική και να εμφανιστεί ως προστάτης των αδυνάτων. Γι’ αυτό και ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη «ρευστότητα» και το «μαξιλαράκι», το οποίο, βέβαια, μπορεί τάχιστα να εξανεμιστεί. Στραγγίζει, όμως, την οικονομία από ζωτικά κεφάλαια, απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη. Μεγάλα πλεονάσματα και μεγάλη ανάπτυξη δεν συμβαδίζουν. Γι αυτό και τα ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης που προβλέπει είναι χαμηλά και άκρως επισφαλή. Άλλωστε, πάντα πέφτει έξω, όπως για το 2017. Η μεγέθυνση ήταν 1.4% έναντι πρόβλεψης 2.7%, δηλαδή σχεδόν στο μισό. Ασφαλώς και πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των πιο αδύνατων στρωμάτων. Η προτεραιότητα, όμως, είναι να μεγαλώσουμε την πίτα και μετά να συζητήσουμε πώς θα την μοιράσουμε, όχι να διαμοιράζουμε τη φτώχεια και να γονατίσουμε με την υπερφορολόγηση και ληστοφοροεπιδρομή τα εισοδήματα δημιουργώντας νέους φτωχούς. Άμεση προτεραιότητα είναι η ανάπτυξη και η μείωση της ανεργίας. Για να σταματήσει η οικονομική μετανάστευση και η συνεχής αιμορραγία στο ανθρώπινο δυναμικό, το πιο πολύτιμο κεφάλαιό μας, που στα χρόνια της κρίσης έχει ανέλθει στο μισό περίπου εκατομμύριο. Η κυβέρνηση δεν έχει μια τέτοια πολιτική. Ενδιαφέρεται κυρίως για το πώς θα παραμείνει στην εξουσία. Δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες της.»