Λίλιαν Μήτρου: Με τον τρόπο του Κώστα Σημίτη
Διαβάζεται σε 7'Η Λίλιαν Μήτρου γράφει στο NEWS 24/7 για τον Κώστα Σημίτη, με αφορμή την εκδήλωση που διοργανώνεται προς τιμήν του πρώην Πρωθυπουργού στο “Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού”.
- 01 Νοεμβρίου 2023 08:55
Η πρώτη μου «συνάντηση» με τον Κώστα Σημίτη καταγράφεται το μακρινό 1983 όταν, φοιτήτρια Νομικής και μέλος του «Δημοκρατικού Αγώνα», αναζητούσα πολύπλευρη βιβλιογραφική υποστήριξη στις επιστημονικές και πολιτικές ανησυχίες μου.
Διάβασα τότε τη «Δομική Αντιπολίτευση» (γραμμένη το 1979 αλλά πάντα χρήσιμη και επίκαιρη!) και το «Πολιτική-Κυβέρνηση-Δίκαιο» (1981). Ιδίως το κείμενο «Δίκαιο και Πολιτική» με είχε εντυπωσιάσει, καθώς διαπίστωνα τις λεπτές διακρίσεις και τη διεισδυτική ματιά του στην ανάλυση της σχέσης του δικαίου, ως μεταρρυθμιστικού εργαλείου, με την κοινωνία και την πολιτική.
Δέκα χρόνια μετά, το 1993, ως σύμβουλός του στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας, είχα την ευκαιρία να βιώσω πώς χτίζεται συστηματικά και μεθοδικά, μια πολιτική και νομοθετική παρέμβαση τόσο για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών (με τον εμβληματικό νόμο για την προστασία του καταναλωτή) όσο και για την δημιουργία των συνθηκών για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την καταπολέμηση πρακτικών που περιόριζαν τον ανταγωνισμό (με την ίδρυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ως ανεξάρτητης αρχής).
Πώς ανοίγει με τρόπο διορατικό, πολύπτυχο και συμπεριληπτικό η συζήτηση για τα ζητήματα που έθετε η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη ( με το πρώτο κείμενο πολιτικής για την Κοινωνία της Πληροφορίας).
Το σύστημα και η μέθοδος, ο ορθολογισμός, ήταν αυτό που χαρακτήριζε τον τρόπο που σκεφτόταν και έπραττε ο Κ. Σημίτης, τόσο στις μεγάλες αποφάσεις όσο και στην καθημερινότητα.
Αυτό ήταν που ανέμενε και απαιτούσε και από τους άλλους και κυρίως τους συνεργάτες του. Το «μπλοκάκι» και τα «σημειώματα» με τα ευανάγνωστα, αρμονικά, ζυγισμένα, σχεδόν καλλιγραφικά γράμματα (τα οποία, ιδίως εγώ ως φρικτή κακογράφος θαύμαζα – κατά κυριολεξία) δεν ήταν «μύθος» αλλά η μέθοδός του να επισημαίνει τα σημαντικά και να ανατρέχει για να ελέγξει την υλοποίηση.
Πολλές φορές αναλογίστηκα αν ο χαρακτηρισμός «τεχνοκράτης» που του απέδιδαν ή του προσήπταν, ανάλογα με την οπτική και τις προθέσεις, αντανακλούσε αυτό που ήταν και είναι ο Κ. Σημίτης.
Η αρχική σκέψη ήταν πως είναι έπαινος και όχι ψόγος να είσαι «τεχνοκράτης», να χαράσσεις την πολιτική σου, να επιδιώκεις την εξεύρεση λύσεων με βάση τη γνώση και την αποτίμηση των ζητημάτων και των προβλημάτων, ιδίως σε μια χώρα που η αποσπασματική προσέγγιση, η ανταπόκριση σε επιμέρους αιτήματα, χωρίς συνοχή και εκτίμηση των επιπτώσεων, είναι συχνά ο οδηγός για τις πολιτικές αποφάσεις.
Ωστόσο ο Σημίτης ήταν και είναι πολύ περισσότερο και πολλά περισσότερα από «τεχνοκράτης» ή «ορθολογιστής». Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τον εκσυγχρονισμό εκκινούσε πράγματι από τις επιλογές της κριτικής σκέψης και του ορθού λόγου: είχε σαφή αποστασιοποίηση και τηρούσε απόσταση από εμμονές, φαντασιώσεις, ιδεολογήματα, προκαταλήψεις που συσκοτίζουν τις αιτίες των προβλημάτων και δεν οδηγούν στη λύση τους.
Όμως, οι αναπροσαρμογές, οι αναδιαρθρώσεις, η αναμόρφωση των θεσμών που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του Κράτους, οι μεταρρυθμίσεις που οραματίστηκε και – εν πολλοίς – πραγμάτωσε και ολοκλήρωσε δεν ήταν για τον Σημίτη (και για όσους συμπορευτήκαμε μαζί του με στόχο τον εκσυγχρονισμό της χώρας) μια «τεχνοκρατική διαδικασία» αλλά ο τρόπος να γίνει η χώρα «δημιουργική», να αλλάξει η ελληνική κοινωνία, αποποιούμενη την αδράνεια και τις πρακτικές που την καθήλωναν, να διευρυνθούν οι δυνατότητές της και να ανοίξουν οι ορίζοντες της.
Να μην είναι «αυτή η Ελλάδα», όπως πικρά διαπίστωνε μετά το τραγικό ναυάγιο του «Σάμινα», αλλά μια χώρα που λειτουργεί με κανόνες, όπου η υπεύθυνη οργάνωση και εκτέλεση εργασίας και καθηκόντων θα αποτελούσαν τον γνώμονα για τον καθένα, στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, σε κάθε πτυχή της ζωής.
Ο Σημίτης πίστευε βαθιά στην υποχρέωση – μια υποχρέωση που απορρέει από την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης – του πολιτικού συστήματος όχι να ανταποκρίνεται σε συντεχνιακά και ευκαιριακά μερικής φύσης αιτήματα, αλλά να εξασφαλίζει στους ανθρώπους τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες να εξελιχθούν και να διαμορφώνουν τη ζωή τους με προσωπική τους ευθύνη, «να τους μάθει να ψαρεύουν», όπως είχε πει κάποτε, και όχι να τους προμηθεύει τα ψάρια, καταδικάζοντάς τους στην εξάρτηση από πελατειακά δίκτυα και πατρωνίες.
Ως σοσιαλδημοκράτης ήξερε όμως πόσο καθοριστικό ήταν να υπάρχει ένα «δίχτυ ασφαλείας» για όσους δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις και στις δυσκολίες. Αυτές τις συζητήσεις ανακαλώ έκτοτε συχνά, όταν προσπαθώ να σκεφτώ πως νέες καινοτόμες εφαρμογές, υπηρεσίες και πολιτικές δεν πρέπει να σταματούν από τη δύναμη της αδράνειας αλλά και δεν πρέπει να αφήνουν πίσω τους, στο περιθώριο, όποιους δεν μπορούν να ακολουθήσουν.
Όντας παρούσα σε κρίσεις και σε καταστάσεις μεγάλης έντασης, θεωρώ ότι δεν έχει γίνει ακριβώς αντιληπτό ότι ο Κ. Σημίτης δεν δίστασε να πάει «κόντρα στο ρεύμα», όταν αυτό υπαγόρευαν οι αρχές του και οι αντιλήψεις του για το περιεχόμενο των αποφάσεων και τον τρόπο του πολιτεύεσθαι.
Η «υπόθεση των ταυτοτήτων» (με κύριο ζήτημα την απαλοιφή του θρησκεύματος από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας) υπήρξε ενδεικτική των βαθιών ιδεολογικών συγκρούσεων και των υστερήσεων που διέτρεχαν και διατρέχουν την ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.
Παρακολουθώντας από κοντά αυτήν την «κρίση» κρατώ ως «παρακαταθήκη» την πεποίθησή του ότι χωρίς αναμετρήσεις με σκοταδιστικές αντιλήψεις δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε η αυτονομία του πολιτικού συστήματος από άλλες δυνάμεις ούτε η ποιότητα ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου που σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών, ανεξάρτητα αν ανήκουν στην πλειοψηφία ή την μειοψηφία.
Ο Κ. Σημίτης εφάρμοζε τις αρχές του και στην καθημερινότητα της εργασίας του και της συνεργασίας του με τους άλλους. Σεβόταν ουσιαστικά τον συνομιλητή του και την «άλλη άποψη». Άκουγε και τον κριτικό λόγο, κατέγραφε την αντίθεση, επιδίωκε μέσα από τη συζήτηση και την αντιπαράθεση επιχειρημάτων την βέλτιστη λύση, έχοντας κατά νου πάντα μια πιο ολιστική θεώρηση του προβλήματος.
Δεν ήταν «ρήτορας» (με την τρέχουσα αντίληψη του όρου, τουλάχιστον) αλλά είχε, και με την εμπειρία του πανεπιστημιακού, την επιδίωξη να εκπαιδεύει δια του λόγου και να πείθει τους άλλους. Όποιος παρέβλεπε κάποια «σαρδάμ», που κι εμείς οι συνεργάτες του τα μετρούσαμε μερικές φορές χαμογελώντας, μπορούσε να διαγνώσει αυτήν την επιδίωξη στη δομή, την διατύπωση, την εκφορά του λόγου του.
Δεν είναι «εξωστρεφής», το έχει πει και ο ίδιος άλλωστε. Από χαρακτήρα αλλά και από μια βαθιά, νομίζω, αποστροφή στην «εικόνα» ως περιεχόμενο και, εν τέλει, από σεβασμό σε όσους έρχονταν με οποιαδήποτε ιδιότητα σε επαφή μαζί του, ο Κ. Σημίτης είναι ο εαυτός του. Αθόρυβος από επιλογή ως προς την ιδιωτική ζωή του.
Ειλικρινής, ουσιαστικός και φιλικός στις συναναστροφές του αλλά ποτέ «διαχυτικός», πόσο μάλλον «θορυβώδης» στις συμπεριφορές στη δημόσια σφαίρα ή πομπώδης στις εκφράσεις που επιλέγει στον δημόσιο και ιδιωτικό λόγο του.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, με το οποίο μου ζητήθηκε να «μοιραστώ κάτι για τον Σημίτη», θα ήθελα να πω ότι πολλές φορές «νοσταλγώ» την εποχή που οραματιζόταν, που οραματιζόμασταν και προσπαθούσαμε να υλοποιήσουμε την «ισχυρή και δημιουργική Ελλάδα».
Βέβαια, για να χρησιμοποιήσω ένα ρητορικό σχήμα που μάλλον ο ίδιος θα αποδοκίμαζε ως φραστική κοινοτοπία, ο «σπόρος του εκσυγχρονισμού ρίζωσε» και -παρά τις βαθιές οικονομικές, κοινωνικές, αξιακές κρίσεις που βίωσε η χώρα – εξακολουθεί να είναι το μείζον αίτημα. Και ο τρόπος για την αλλαγή της κοινωνίας.
*Η Λίλιαν Μήτρου είναι Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου. Κατά το διάστημα 1996-2004 υπήρξε σύμβουλος και Διευθύντρια Οργάνωσης και Διοίκησης του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού.
** Η εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Σημίτη διοργανώνεται από το ΔΙΚΤΥΟ για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, το Ινστιτούτο Ζακ Ντελόρ και το περιοδικό Μεταρρύθμιση με την υποστήριξη του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, διοργανώνουν και θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα, 6 Νοεμβρίου στις 19.00 στο «Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού».