Μιλένα Αποστολάκη: Όταν η πραγματικότητα συντρίβει την προπαγάνδα
Διαβάζεται σε 5'Η κυβέρνηση εξακολουθεί να αδιαφορεί για την επιστημονική προσέγγιση στο θέμα της ακρίβειας και εμμένει στην προπαγάνδα.
- 29 Αυγούστου 2024 06:51
Η ακρίβεια με τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις της αντανακλά το οικονομικό δόγμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και τις κοινωνικές της συμμαχίες, δηλαδή με ποιους είναι και τα συμφέροντα ποιων υποστηρίζει.
Η ακρίβεια μπορεί αντιμετωπιστεί με δύο τρόπους που περιλαμβάνουν: α) αύξηση των εισοδημάτων και β) μείωση των τιμών.
Όταν η αύξηση των εισοδημάτων δεν παρακολουθεί την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μπαίνουμε σε ένα φαύλο κύκλο ανόδου μισθών και τιμών με συνέπεια τον πληθωρισμό, χωρίς πραγματική ενίσχυση της οικονομίας.
Η μείωση των τιμών από την άλλη πλευρά δεν είναι εύκολη υπόθεση και απαιτεί σθεναρή πολιτική βούληση και άσκηση του ισχυρού παρεμβατικού ρόλου που το κράτος μπορεί να παίξει. Σε μια ελεύθερη αγορά δεν μπορεί να επιστρέψουμε στη διατίμηση και να ελεγχθεί με αυτόν τον τρόπο η άνοδος των τιμών.
Όμως, σε μια πραγματικά ελεύθερη και, κατά συνέπεια, ανταγωνιστική οικονομία, λειτουργούν οι κανόνες της αγοράς, χωρίς στρεβλώσεις και ολιγοπωλιακές πρακτικές που οδηγούν στην καρτελοποίηση της αγοράς.
Η κυβέρνηση από την έναρξη της θητείας της το 2019, προφυλάσσοντας τα υπερκέρδη αυτών που προστατεύει, δεν έκανε ελέγχους στην αγορά. Διατήρησε υποστελεχωμένη την ΔΙΜΕΑ και την Επιτροπή Ανταγωνισμού και απέφυγε να ενδυναμώσει τις Ενώσεις Καταναλωτών με την δημιουργία μιας Ενιαίας Αρχής Καταναλωτών.Με τον τρόπο αυτό άφησε ανεξέλεγκτα τα εξωφρενικά περιθώρια κέρδους τα οποία τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνουν στις εκθέσεις τους για τη χώρα μας.
Κάπως έτσι ερχόμαστε μπροστά στο ράφι. Εκεί διαπιστώνει ο Έλληνας καταναλωτής ότι θα πρέπει να αγοράσει προϊόντα και υπηρεσίες που αντιστοιχούν στο 87,2% του αντίστοιχου μέσου κόστους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα, βάσει της αγοραστικής δύναμης, βρίσκεται στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ.
Επίσης, σήμερα, το κόστος για την αγορά μόνο βασικών δαπανών αντιστοιχεί στο 15,3% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 9,7% και στην ευρωζώνη 8,9%. Το κόστος για βασικά αγαθά είναι υψηλότερο στην Ελλάδα ακόμα και από το ακριβό Λουξεμβούργο, όπου το ποσοστό είναι 6,3%.
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η αποκαλυπτική για την αγοραστική δύναμη του Έλληνα εργαζόμενου έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Σύμφωνα με την έρευνα, η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας υπολογισμένης σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης. Οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι ο πιο φτωχοί στην Ευρώπη και έχουν την μεγαλύτερη απόσταση από τα μέσα ωρομίσθια από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ιδιαίτερα το 2020 έτος κατά το οποίο η πανδημία επέδρασε στη διεθνή οικονομία, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας (του τελευταίου μέχρι τότε) και έκτοτε η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται.
Από το 2020, οπότε και καταγράφηκε η καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την ΕΕ λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ εκτιμάται σε 3,4 % έναντι 9,25 % στην Ελλάδα-δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου.
Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ η Ελλάδα εμφανίζει την δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Παράλληλα στην διάρκεια της δεκαπενταετούς περιόδου που μεσολάβησε από την κρίση του 2009 η χώρα μας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%) με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%). Η έρευνα μάλιστα καταλήγει ότι «το 23,1% (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιεί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας το 2009.»
Ο μέσος δείκτης τιμών καταναλωτή του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2023 – Ιουλίου 2024, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2022 – Ιουλίου 2023, παρουσίασε αύξηση 2,8%, Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο πληθωρισμός κινείται με αυξητικούς ρυθμούς και δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια προοπτική ανακοπής του.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα η κυβέρνηση συνεχίζει με το «καλάθι του μαθητή» να αρνείται την πραγματικότητα, επιχειρώντας ανεπιτυχώς πλέον, να αποπροσανατολίσει και να χειραγωγήσει τους πολίτες. Συνεχίζει επίσης συντονισμένα να αμφισβητεί την επιστημονική προσέγγιση και αξιοπιστία της έρευνας του ΚΕΠΕ χαρακτηρίζοντας ως «στατιστικές παραδοξολογίες» τον τρόπο υπολογισμού που αξιοποίησε η έρευνα. Για να πείσει ότι η έρευνα είναι αναξιόπιστη συνέκρινε τους κατώτατους μισθούς Βουλγαρίας-Ελλάδας σε απόλυτα νούμερα, και όχι όπως ορθώς έκανε το ΚΕΠΕ με αναγωγή με ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης.
Ωστόσο οι ανακοινώσεις αυτές των κυβερνητικών αξιωματούχων είναι πολλαπλώς χρήσιμες, καθώς όχι μόνο αναδεικνύουν το κενό της κυβερνητικής προπαγάνδας, την οποία συντρίβει η αμείλικτη πραγματικότητα. Αντανακλούν ταυτόχρονα το οικονομικό δόγμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη και το όραμά της για την χώρα: Της αρκεί να ξεπερνάμε την Βουλγαρία!
Η Μιλένα Αποστολάκη είναι βουλεύτρια του ΠΑΣΟΚ στο Βόρειο Τομέα Αθηνών και πρώην Υπουργός.