Μητσοτάκης: Λύση λειτουργική και βιώσιμη στο Κυπριακό
Για εθνική γραμμή στο Κυπριακό έκανε λόγο ο πρόεδρος της ΝΔ κατά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό και στη συνέχεια τόνισε ότι Ελλάδα και Κύπρος θέλουν λύση, αλλά βιώσιμη και άφησε αιχμές για τη στάση της Τουρκίας. Στηρίξη σε Αναστασιάδη.
- 09 Ιανουαρίου 2017 11:01
“Ελλάδα και Κύπρος θέλουν λύση. Όμως, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή οποιαδήποτε πρόταση λύσης”, τόνισε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης σε δήλωσή του μετά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα εν όψει της διάσκεψης της Γενεύης για το Κυπριακό.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξέφρασε την απόλυτη στήριξη της ΝΔ στον πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη, ενώ δεν έκανε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αναφορά στην ελληνική κυβέρνηση. Άφησε όμως αιχμές για τη στάση της Τουρκίας και ειδικότερα την αδιαλλαξία της στο θέμα των εγγυήσεων και των κατοχικών στρατευμάτων, τονίζοντας μάλιστα ότι τέτοιες λογικές δεν μπορεί να υπάρχουν σε μία επανενωμένη Κύπρο- μέλος της Ε.Ε. Ουσιαστικά δηλαδή κάλεσε την Ε.Ε. να παρέμβει προς μία λύση λειτουργική, βιώσιμη και εντός των ευρωπαϊκών πλαισίων, αποδίδοντας την ευθύνη για τυχόν αδιέξοδο κατά τη διάσκεψη της Γενεύης στην Άγκυρα.
“Η ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών γίνεται την ημέρα που ξεκινούν στη Γενεύη οι κρίσιμες διαβουλεύσεις για το Κυπριακό. Η δική μας θέση είναι γνωστή. Απαιτείται λύση, καθώς συνεχίζεται για 43 χρόνια η παράνομη κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου.
Στις μέχρι σήμερα συζητήσεις έχει επιτελεστεί σημαντική πρόοδος. Όμως, παραμένουν ακόμα σοβαρές εκκρεμότητες και αποκλίσεις.
“Ελλάδα και Κύπρος θέλουν λύση. Όμως, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή οποιαδήποτε πρόταση λύσης. Υπάρχουν σαφείς όροι και ξεκάθαρες προϋποθέσεις”, δήλωσε ειδικότερα ο κ.Μητσοτάκης.
“Χρειάζεται λύση που θα αντέξει στο χρόνο. Λύση λειτουργική και βιώσιμη. Σύμφωνη με το διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Σύμφωνη με τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες.
Λύση σταθερότητας και ειρήνης, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ώστε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να απολαμβάνουν τους καρπούς της ευρωπαϊκής συμμετοχής χωρίς κατοχικά στρατεύματα και παρωχημένες λογικές εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων. Τέτοιες λογικές δεν μπορεί να υπάρχουν σε μια επανενωμένη Κύπρο, κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, ξεκαθάρισε.
“Σε αυτήν τη δύσβατη πορεία ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης έχει τη στήριξή μας για να επιτευχθεί μια συμφωνία με αυτά τα χαρακτηριστικά. Εκτιμούμε ιδιαίτερα το γεγονός ότι καταβάλλει μεγάλη και επίμονη προσπάθεια”, είπε στη συνέχεια ο κ. Μητσοτάκης.
“Δυστυχώς δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη στάση της άλλης πλευράς. Οι δηλώσεις αδιαλλαξίας εντείνονται ειδικά τις τελευταίες ημέρες και ενώ εισερχόμαστε στο πιο κρίσιμο στάδιο αυτής της προσπάθειας”, πρόσθεσε, καταλήγοντας:
“43 χρόνια μετά την παράνομη εισβολή και κατοχή, η Κύπρος δικαιούται και αξίζει ένα καλύτερο παρόν και ένα ακόμα καλύτερο μέλλον”.
Νωρίτερα, κατά το διάλογο που είχε με τον πρωθυπουργό μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, προσερχόμενος στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρόεδρος της ΝΔ στάθηκε στην ανάγκη εύρεσης κοινής εθνικής γραμμής στο Κυπριακό.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν ο πρώτος από τους πολιτικούς αρχηγούς που πέρασε το κατώφλι του Μεγάρου Μαξίμου στις 10 το πρωί. Ο πρωθυπουργός τον υποδέχθηκε και μετά από ένα μάλλον αμήχανο διάλογο για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, η συζήτηση στράφηκε στο Κυπριακό, για το οποίο είναι κρίσιμη η εβδομάδα που ξεκινά.
Ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι πρέπει να γίνει συνολική αποτίμηση των συζητήσεων και “να ανταλλάξουμε σκέψεις” και εξέφρασε την ελπίδα πως “δε θα είναι το τέλος της διαπραγμάτευσης και όλα θα πάνε καλά”.
Από την πλευρά του ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε καλοδεχούμενη την πρόσκληση για ενημέρωση (και είχε σημασία η λέξη αυτή που χρησιμοποίησε) την ημέρα που ξεκινούν οι διαβουλεύσεις στη Γενεύη, καθώς και σημαντικό να υπάρχει εθνική γραμμή για το ζήτημα αυτό.
“Έχει επιτευχθεί πρόοδος αλλά υπάρχουν δυσκολίες μπροστά μας” σχολίασε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε: “Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ένα πλαίσιο κοινά αποδεκτό όσον αφορά στην εθνική στρατηγική της χώρας”.
Η συνάντηση διήρκεσε 50 λεπτά. Τον πρόεδρο της ΝΔ συνόδευαν ο τομεάρχης Εξωτερικών Γιώργος Κουμουτσάκος και ο εκπρόσωπος της ΝΔ Βασίλης Κικίλιας, οι οποίοι όμως δεν μπήκαν στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό, που ήταν τετ α τετ. Στη συνέχεια ο κ. Μητσοτάκης έκανε δήλωση στα γραφεία της ΝΔ και όχι έξω από το Μαξίμου, ενώ από το κόμμα της ΝΔ δεν έδιναν καμία άλλη διαρροή για το περιεχόμενο της συνάντησης.
Στη ΝΔ χαρακτηρίζουν ως το «μείζον εθνικό μας θέμα» το Κυπριακό, με τα στελέχη της να τονίζουν ότι «απαιτεί ύψιστο βαθμό σοβαρότητας και υπευθυνότητας απ’ όλους». Συνεργάτες του προέδρου της ΝΔ πάντως καθιστούν εξίσου σαφές πως την τελική ευθύνη των επιλογών και της στάσης της Ελλάδας την έχει η κυβέρνηση.
Γύρω από δύο άξονες διαμορφώνεται η θέση της ΝΔ. Ο πρώτος αφορά στο δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα στηρίζει» και ο δεύτερος είναι «η διασφάλιση εθνικής ομοψυχίας Αθήνας-Λευκωσίας». Τούτων δοθέντων η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που είναι εξαιρετικά προσεκτική σε επίπεδο δημοσίων τοποθετήσεων, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως τηρούσα διακριτικές αποστάσεις από κυβερνητικούς χειρισμούς ενόψει και της διάσκεψης της Γενεύης. Άλλωστε είναι γνωστό και έχουν καταγραφεί και στον Τύπο, τόσο τον ελληνικό όσο και τον κυπριακό, οι προστριβές μεταξύ ιδίως του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά και του Κύπριου προέδρου Νίκου Αναστασιάδη, ιδίως στο θέμα των εγγυήσεων και της διαπραγματευτικής διαδικασίας που ακολουθεί η Κυπριακή ηγεσία.
Πάντως πηγές του Μοσχάτου τονίζουν ότι «δεν νοείται επιβολή θέσεων σε ανεξάρτητο κράτος, όπως είναι η Κυπριακή Δημοκρατία». Ωστόσο την ίδια στιγμή η ΝΔ δείχνει, δια του αρμόδιου τομεάρχη της Γιώργου Κουμουτσάκου, την Τουρκία ως την έχουσα την ευθύνη για τυχόν αδιέξοδο στην εξεύρεση λύσης, ενώ σε όλους τους τόνους η αξιωματική αντιπολίτευση έχει χαρακτηρίσει «παρωχημένη» τη λογική των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο κ. Μητσοτάκης έχει τονίσει ότι «το Κυπριακό συνδέεται με τη συνολική στάση της Τουρκίας» και κατ’ επέκταση και με τις διμερείς μας σχέσεις, σημειώνοντας ότι τα μηνύματα της Ελλάδας προς την γείτονα χώρα πρέπει να είναι «όχι απλά μηνύματα αυτοπεποίθησης και σιγουριάς, αλλά μηνύματα ότι η Τουρκία η ίδια θα ωφεληθεί αν κρατήσει δίαυλο επικοινωνίας με την Ε.Ε. ζωντανό και ενεργό. Δεν θέλουμε μια Τουρκία απομονωμένη και αποσταθεροποιημένη. Αυτό είναι κάτι το οποίο σίγουρα δεν ευνοεί την Ελλάδα και σίγουρα δεν ευνοεί και την Ευρώπη».