Μητσοτάκης: “Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι απόλυτα προστατευμένο”
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε "βανδαλισμό του μνημείου της Marfin" κάνοντας λόγο για "φασισμό" και "φαινόμενα που εκδηλώνονται κάθε τόσο στο όνομα του δημοκρατικού δικαιώματος στη διαδήλωση".
- 09 Ιουλίου 2020 13:10
«Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι απόλυτα προστατευμένο» τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και επισήμανε πως το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις «θωρακίζει την ελευθερία της έκφρασης των πολιτών», μιλώντας από βήματος της Ολομέλειας στη συζήτηση επί του σχεδίου νόμου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τις δημόσιες συναθροίσεις.
Ξεκινώντας την ομιλία του ο πρωθυπουργός είπε πως «είχα σχεδιάσει έναν διαφορετικό πρόλογο για τη σημερινή μου τοποθέτηση σχετικά με το νομοσχέδιο για τις δημόσιες συναθροίσεις, όμως ένα εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός με υποχρεώνει να ξεκινήσω αλλιώς» σημειώνοντας, πως «προχθές κάποιοι βανδάλισαν σημεία της Αθήνας, μάλιστα, βανδάλισαν και το μνημείο για τους συμπολίτες μας που έχασαν τη ζωή τους στη Marfin, αφαιρώντας μάλιστα από τη λιτή πλάκα και τον θυρεό της Ελληνικής Δημοκρατίας» και τόνισε: «Νομίζω ότι τα λόγια περιττεύουν. Όχι γιατί κάποιοι λίγοι επιμένουν να μισούν την οργανωμένη Πολιτεία όσο γιατί ουσιαστικά μισούν τους ίδιους τους συμπολίτες τους, τη μνήμη εκείνων που χάθηκαν, αλλά και όσους την τιμούν και μαζί τους όλους όσοι διεκδικούν το δικαίωμα να κυκλοφορούν ελεύθερα στο δημόσιο χώρο. Με άλλα λόγια μισούν την ίδια την κοινωνία και περιφρονούν προκλητικά τους κανόνες που διέπουν την οργάνωσή της».
«Ας μη φοβόμαστε τις λέξεις. Αυτή η πρακτική της τυφλής βίας, της άκριτης έχθρας, της άκρατης καταστροφής λέγεται φασισμός. Και, όμως, τέτοια φαινόμενα εκδηλώνονται, δυστυχώς, κάθε τόσο στο όνομα του δημοκρατικού δικαιώματος στη διαδήλωση», προσέθεσε.
Το νομοσχέδιο έρχεται να θωρακίσει την ελευθερία της δημόσιας έκφρασης των πολιτών
Αναφερόμενος στο νομοσχέδιο, ο πρωθυπουργός επισήμανε σε όλους τους τόνους: «Το σημερινό νομοσχέδιο έρχεται ακριβώς να θωρακίσει την ελευθερία της δημόσιας έκφρασης των πολιτών. Να την θωρακίσει τόσο από τον κίνδυνο της κρατικής αυθαιρεσίας όσο και από την απειλή του σφετερισμού του δικαιώματος αυτού από κάποιους αντίπαλους της ομαλότητας».
Επίσης τόνισε ότι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι απόλυτα προστατευμένο. «Το αναγνωρίζουν και το κατοχυρώνουν τα Συντάγματά μας εδώ και 1,5 αιώνα, από το 1864. Και μάλιστα σχεδόν με την ίδια διατύπωση, σε όλες τις αναθεωρήσεις που έχουν μεσολαβήσει μέχρι τώρα» είπε.
Αναφέρθηκε στο άρθρο 11 του Συντάγματος και μίλησε για ουσιαστική αποσαφήνιση και ρεαλιστική εφαρμογή του, ώστε να οριστεί ακριβέστερα το περιεχόμενο του όρου υπαίθρια δημόσια συνάθροιση και να θεσπιστούν κανόνες για την ανεμπόδιστη διεξαγωγή τους. «Με τρόπο όμως που δεν θα εμποδίζει την μετακίνηση και την εργασία των πολιτών και τη ζωή μια ολόκληρης πόλης. Γιατί όσο ιερή είναι η πρώτη εξίσου ιερές είναι και οι δεύτερες» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Η Δημοκρατία δεν γνωρίζει στεγανά. Ούτε αναγνωρίζει προνομιακές ομάδες οι οποίες θα κατοχυρώνουν ένα συνταγματικό δικαίωμα σε βάρος των περισσότερων. Η Δημοκρατία μας αναγνωρίζει ισότιμους πολίτες. Όπως και το Σύνταγμά μας δεν ιεραρχεί τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνει αλλά προσβλέπει στην άσκησή τους απ’ όλους, χωρίς η ισχύς του ενός να θίγει το άλλο». Και τόνισε πως «το πλαίσιο των δημοσίων συναθροίσεων πρέπει επιτέλους ν’ αλλάξει».
Στην παρένθεση που άνοιξε για να αποσαφηνίσει τα περί του άρθρου 11 τόνισε:
«Το άρθρο 11 λέει επί λέξει: “Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η Αστυνομία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευθούν με αιτιολογημένη απόφαση της Αστυνομικής Αρχής γενικά αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή αν απειλείται σοβαρά η διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής όπως ο νόμος ορίζει”. Αυτό, λοιπόν, το άρθρο 11 του καταστατικού μας χάρτη πρέπει, επιτέλους, να γνωρίσει ουσιαστική αποσαφήνιση και ρεαλιστική εφαρμογή, ώστε να οριστεί ακριβέστερα, όπως επιτάσσει το ίδιο το Σύνταγμα, το περιεχόμενο του όρου “υπαίθρια δημόσια συνάθροιση”. Και να θεσπιστούν κανόνες για την ανεμπόδιστη διεξαγωγή της με τρόπο όμως που δεν θα εμποδίζει τη μετακίνηση και την εργασία των πολιτών και τη ζωή μιας ολόκληρης πόλης. Γιατί όσο ιερή είναι η πρώτη, εξίσου ιερές είναι και οι δεύτερες.
Αγαπητοί συνάδελφοι, μοιάζει οξύμωρο, είναι ένα θέμα το οποίο αναδείχθηκε και από αρκετούς συναδέλφους της Νέας Δημοκρατίας, αξίζει όμως να επισημανθεί το καθεστώς των συγκεντρώσεων, των πορειών και των διαδηλώσεων ακόμα και τώρα διέπεται από 3 νομοθετήματα της Δικτατορίας. Το Νομοθετικό Διάταγμα 794/1971, τα Βασιλικά Διατάγματα 269 και 168/1972. Ξύλινα κείμενα, γύψινα για την ακρίβεια, τα οποία αργότερα αδρανοποιήθηκαν. Ουδέποτε, όμως, τόλμησε κανείς να τα καταργήσει.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, εύλογα οι προτεραιότητες του Νομοθέτη ήταν διαφορετικές. Με τον καιρό, όμως, αυτό το κενό μετατράπηκε σε ένα άρρηκτο ταμπού, το οποίο βεβαίως κάποιοι έσπευσαν να καλύπτουν πάντα κατά το δοκούν. Γιατί, πράγματι, πολλοί έδειχναν επί χρόνια βολεμένοι με αυτήν την αντίφαση, να διαδηλώνουν δηλαδή δημοκρατικά αλλά υπό την τυπική ισχύ χουντικών διαταγμάτων. Φτάσαμε έτσι στην κατάσταση που όλοι σήμερα ξέρετε. Πρωτίστως στην Αθήνα, στην πρωτεύουσα, αλλά και σε πολλά αστικά κέντρα, πορείες με ελάχιστους συμμετέχοντες αποτελούν ένα καθημερινό φαινόμενο. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Απροσπέλαστο το κέντρο, ακινητοποιημένα οχήματα στους δρόμους, πολιορκημένοι πολίτες οι οποίοι θέλουν να πάνε στις δουλειές τους και άδεια από πελάτες τα καταστήματα εμπορικών δρόμων. Μοναδικοί ψύχραιμοι κάποιοι τουρίστες που βλέπουν απορημένοι αυτό το άγνωστο στις χώρες τους θέαμα.
Ζημιωμένοι όμως, βγαίνουν και οι ίδιοι οι διαμαρτυρόμενοι. Σπάνια γίνονται γνωστά τα αιτήματά τους. Διότι πολύ απλά, όταν κλείνει το κέντρο της πόλης, κανείς δεν βλέπει τον διαμαρτυρόμενο ο οποίος περπατάει σε έναν κλειστό δρόμο. Και σχεδόν πάντα το τελικό αποτέλεσμα ποιο είναι; Αντί για συμπαράσταση και αποδοχή που θα έπρεπε να είναι το βασικό ζητούμενο οποιουδήποτε επιδιώκει να διαδηλώνει, συγκεντρώνουν τελικά οι διαδηλωτές την οργή των υπολοίπων πολιτών. Όλοι χάνουν από αυτήν την κατάσταση. Για να μην αναφερθώ βεβαίως και στις αρκετές, δυστυχώς, περιπτώσεις όπου οι εκδηλώσεις γίνονται άλλοθι και μετεξελίσσονται σε επιθέσεις βανδαλισμών».
Η σύγχρονη δημοκρατική Ελλάδα έχει ανάγκη από σύγχρονους δημοκρατικούς κανόνες δικαιοσύνης και λογικής
Υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα αλλαγής του πλαισίου γα τις δημόσιες συναθροίσεις, ο κ. Μητσοτάκης, απευθύνθηκε στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λέγοντας: «Εσείς βέβαια στον ΣΥΡΙΖΑ ξεχνάτε ότι ενίοτε επικαλεστήκατε το υφιστάμενο και εν ενεργεία χουντικό πλαίσιο για να απαγορεύσετε διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια της δικής σας θητείας. Ίσως μπορεί να σας ενημερώσει ο εισηγητής σας ότι το κάνατε σε διαμαρτυρία αστυνομικών το 2017 στα Εξάρχεια, την ίδια χρονιά σε συγκέντρωση Κούρδων και τον Ιανουάριο του 2019 σε προγραμματισμένη διαδήλωση στο Σύνταγμα. Εσείς απαγορεύσατε αυτές τις συγκεντρώσεις, πατώντας πάνω σε χουντικά νομοθετήματα».
Και πρόσθεσε: «Αυτό σημαίνει όμως ότι το υφιστάμενο πλαίσιο δεν μπορεί να διατηρηθεί άλλο και η σύγχρονη δημοκρατική Ελλάδα έχει ανάγκη από σύγχρονους δημοκρατικούς κανόνες δικαιοσύνης και λογικής, που θα κατοχυρώνουν το δικαίωμα των πολιτών να συνέρχονται, αλλά ταυτόχρονα θα εξασφαλίζουν και το ισότιμο δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία στο δημόσιο χώρο. Γιατί όσο πολύτιμη είναι η ελευθερία κάποιου να διαμαρτύρεται, το ίδιο πολύτιμη είναι η ελευθερία κάποιου άλλου να φτάσει στο νοσοκομείο, στη δουλειά του, στο σπίτι του ή απλά να επιλέξει να βγάλει βόλτα τα παιδιά του. Δεν υπερισχύει σε μία Δημοκρατία το ένα δικαίωμα, έναντι των υπολοίπων.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, ο νέος νόμος ασφαλώς και δεν αφορά, θα το ξαναπώ, δεν αφορά τις καθιερωμένες μεγάλες συγκεντρώσεις ή πορείες, όπως αυτή της Πρωτομαγιάς, αυτή του Πολυτεχνείου. Θέτει, ωστόσο, ένα πλαίσιο για το πως θα προγραμματίζονται και θα πραγματοποιούνται οι δεκάδες μικρές διαδηλώσεις που απασχολούν καθημερινά τις πόλεις μας. Και συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο κινείται σε πέντε κατευθύνσεις. Πρώτον, προσδιορίζει με σαφήνεια τι σημαίνει η διατύπωση δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Τη διαχωρίζει από τυχαίες συγκεντρώσεις που μπορεί να προκύψουν στη λειτουργία μιας πόλης. Και από την άλλη πλευρά, προβλέπει κανόνες προστασίας της ομαλής κοινωνικής, οικονομικής ζωής, όπως επαναλαμβάνω επιτάσσει το άρθρο 11 του Συντάγματος, για το χρόνο και τη διαδρομή μιας πορείας ή πότε θα απλώνεται σε μέρος μόνο του οδοστρώματος. Εισάγεται έτσι μια βασική αρχή. Η αρχή της αναλογικότητας. Με βάση την έκταση μίας διαδήλωσης σε σχέση με το αποτύπωμά της στην καθημερινότητα. Μία ανοιχτή συνάθροιση μπορεί να διεξαχθεί χωρίς να αναστατώνει τους ρυθμούς στη γύρω περιοχή.
Έχω μία ειλικρινή απορία την οποία θα εκτιμούσα πάρα πολύ αν μπορούσατε να μου την απαντήσετε. Ζημιώνεται ή όχι ο διαδηλωτής αν περιοριστεί η διαδήλωση σε μία λωρίδα από τις τρεις που μπορεί να έχει στη διάθεσή του; Θα ήθελα να μου απαντήσετε με ένα ναι ή με ένα όχι. Εάν δηλαδή δεν μπορούμε, επιτέλους, να βρούμε μία χρυσή τομή, μεταξύ του δικαιώματος της συνάθροισης και της διαδήλωσης και του αναφαίρετου δικαιώματος που έχει η πόλη στο να εξακολουθεί να λειτουργεί. Η πραγματικότητα είναι άλλη. Η πραγματικότητα είναι ότι μικρές πορείες γίνονται καταχρηστικές όταν επί ώρες περιδιαβαίνουν σε κεντρικούς δρόμους διακόπτοντας την κυκλοφορία σε ολόκληρη την πόλη.
Δεύτερον, η ίδια αρχή της αναλογικότητας ισχύει και στην αντιμετώπιση μιας πορείας ή μιας διαδήλωσης που κινδυνεύει να εκτραπεί από το στόχο της. Έτσι δεν διαλύεται μία συγκέντρωση αν αυτή μπορεί να περιοριστεί. Και στην εξαιρετική περίπτωση που θα χρειαστεί να διαλυθεί θα πρέπει να συμφωνεί και να παρίσταται ο αρμόδιος εισαγγελέας Πρωτοδικών. Αυτή είναι μία βελτίωση η οποία προέκυψε κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση μετά από προτάσεις που έκανε το Κίνημα Αλλαγής. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάλυση μιας συγκέντρωσης αποτελεί πάντα το έσχατο μέτρο και θα αποφασίζεται μόνο αν εκεί τελούνται αξιόποινες πράξεις ή απειλείται η ζωή ή η σωματική ακεραιότητα κάποιου. Και πάλι, όμως, είναι κάτι το οποίο το αναγνώρισε και ο Υπουργός στην τοποθέτησή του. Οι δυνάμεις της τάξης θα πρέπει να εξαντλούν κάθε περιθώριο για την οικειοθελή αποχώρηση των διαδηλωτών. Και ασφαλώς να μην καταφεύγουν σε δυσανάλογα μέσα.
Το νομοσχέδιο εισάγει μία τρίτη καινοτομία: Τον οργανωτή μιας συνάθροισης, γιατί δεν υπάρχει δικαίωμα χωρίς ανάληψη ευθύνης. Ο οργανωτής, λοιπόν, θα είναι ο κύριος εκπρόσωπος των διαδηλωτών και ο κύριος συνομιλητής του ειδικού διαμεσολαβητή από πλευράς της Πολιτείας. Είναι κάτι το οποίο προβλέπεται, το γνωρίζετε φαντάζομαι, παντού στην Ευρώπη. Και αυτός θα μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της συγκέντρωσης, ενημερώνοντας τα μέλη της, παραδείγματος χάριν, να μην κρατούν αντικείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση βίας. Και θα φροντίζει βέβαια και για την περιφρούρησή της από τη δράση των γνωστών-αγνώστων γιατί θα φέρει ο ίδιος αστική ευθύνη για τυχόν ζημιές που θα προκληθούν αν εγκαίρως δεν έχει κινηθεί να τις αποτρέψει.
Θέλω να τονίσω, επειδή γι’ αυτό το άρθρο έγινε μεγάλη συζήτηση και διάβασα πολύ προσεκτικά την Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής, ότι ενσωματώσαμε αυτούσια τη διάταξη την οποία πρότεινε η Επιστημονική Επιτροπή για το ζήτημα της αστικής ευθύνης. Όπως βέβαια και στο άρθρο αυτό ενσωματώσαμε βελτιωτικές προτάσεις που κατέθεσε το Κίνημα Αλλαγής. Πρέπει να αναγνωρίσω ότι προσήλθε σε αυτήν τη συζήτηση δημιουργικά, με προτάσεις και όχι απορρίπτοντας επί της αρχής και χρησιμοποιώντας, κατά την άποψή μου, απαράδεκτη φρασεολογία το νομοσχέδιο το οποίο προτείνουμε. Νομίζω ότι οι παρεμβάσεις αυτές συνολικά απέδειξαν ότι η Βουλή έχει τη δυνατότητα μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία των Επιτροπών και της Ολομέλειας να βελτιώνει τα νομοθετήματα, χωρίς όμως εν προκειμένω να αλλάξει τον κεντρικό στόχο που είναι η νέα κοινωνική ταυτότητα των συναθροίσεων στις πόλεις. Διαδηλώνω σημαίνει πρώτα απ’ όλα δηλώνω, είμαι δηλαδή εμφανώς και ειλικρινά παρών και βέβαια υπεύθυνος για τις επιλογές μου.
Τέταρτη ρύθμιση που εισάγεται με το νομοσχέδιο αποτελούν οι προϋποθέσεις για την απαγόρευση μιας συγκέντρωσης που προγραμματίζεται. Ρύθμιση που προφανώς θα εφαρμόζεται λελογισμένα. Γι’ αυτό και θα διατάσσεται μεν από την Αστυνομική Αρχή, θα μπορεί όμως αμέσως αυτή η απόφαση να προσβληθεί στην Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και αυτό μόνο αν απειλείται η δημόσια ασφάλεια ή αν μία συνάθροιση αντιτίθεται στο σκοπό μιας άλλης, που επίσης θα έχει γνωστοποιηθεί. Ρύθμιση που προφανώς θα εφαρμόζεται λελογισμένα. Για αυτό και θα διατάσσεται μεν από την Αστυνομική Αρχή, θα μπορεί όμως αμέσως αυτή η απόφαση να προσβληθεί στην Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και αυτό μόνο αν απειλείται η δημόσια ασφάλεια ή αν μία συνάθροιση αντιτίθεται στο σκοπό μιας άλλης, που επίσης θα έχει γνωστοποιηθεί. Θα αποφεύγονται έτσι οι αντισυγκεντρώσεις οι οποίες το ξέρουμε καλά οδηγούν συχνά σε συγκρούσεις. Οι Αρχές τότε θα μπορούν να υποδεικνύουν στον οργανωτή κάποιον άλλο χώρο».
Μετά την ανάλυση των καινοτομιών που εισάγονται με το νέο σχέδιο νόμου, ο πρωθυπουργός τόνισε: «Κάθε δημόσια μαζική διαμαρτυρία θα πρέπει να είναι δημόσια και γνωστή σε όλους. Θα πρέπει να ανακοινώνεται εγκαίρως και μαζί με τον τόπο της, ώστε να ρυθμίζεται η κυκλοφορία και η συγκοινωνία στην περιοχή, να μην εμποδίζονται οι υπόλοιπες δραστηριότητες γύρω της. Είναι όμως και ένας νόμος -που εισηγούμαστε σήμερα προς ψήφιση από την εθνική αντιπροσωπεία- ο οποίος προσαρμόζεται σε ιδιαίτερες συνθήκες. Ακόμα και αν μια διαδήλωση δεν γνωστοποιείται εγκαίρως δεν θα είναι παράνομη εάν τηρεί τις προδιαγραφές που ορίζει ο νόμος. Απαλείφεται έτσι μια από τις ισχύουσες ρυθμίσεις σύμφωνα με την οποία κάθε μη ανακοινωμένη συγκέντρωση ήταν τυπικά και απαγορευμένη. Σύντομα μάλιστα θα υπάρχει και ειδική ιστοσελίδα που θα ενημερώνει καθημερινά το κοινό για όλες τις εκδηλώσεις ή τις πορείες και τις ανάλογες κυκλοφοριακές ρυθμίσεις στην πόλη».
Για το “πνεύμα” του νόμου
Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός ανέτρεξε σε δύο κείμενα που όπως είπε «γράφτηκαν από δύο εξαιρετικά έγκριτους και αναγνωρισμένους συνταγματολόγους οι οποίοι δεν πρόσκεινται στην Παράταξη της Νέας Δημοκρατίας».
«Θα διαβάσω δυο αποσπάσματα τα οποία θα ήθελα να κατατεθούν στα πρακτικά διότι θεωρώ ότι περιγράφουν με ακρίβεια το γενικό πλαίσιο και τη φιλοσοφία της νομοθετικής παρέμβασης αυτής της κυβέρνησης. Ξεκινώ από άρθρο του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου σε κυριακάτικη εφημερίδα πριν από λίγες μέρες. Προφανώς το άρθρο αυτό είναι και μια έμμεση απάντηση σε απαράδεκτους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν σε αυτήν την αίθουσα, αλλά και στο δημόσιο λόγο συνολικά. Διαβάζω: “Όσο για τον ισχυρισμό ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης είναι το ίδιο και χειρότερο από το νόμο της χούντας, είναι νομικά τόσο ασύστατος και πολιτικά τόσο αυθαίρετος που θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει αγυρτεία. Διότι το νομοσχέδιο αυτό, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο στοιχειωδώς ενημερωμένος νομικός” -φαντάζομαι διαθέτετε τέτοιους στην Παράταξή σας- “με λίγες βελτιώσεις, τις οποίες ο κ. Χρυσοχοΐδης θα μπορούσε εύκολα να επιφέρει” και θα προσέθετα εγώ, πολλές από αυτές τις οποίες έχουν ήδη ενσωματωθεί στο τελικό σώμα του νομοσχεδίου, “χωρίς να αλλοιωθεί η ουσία του εναρμονίζεται πλήρως προς τα ισχύοντα στις πιο προηγμένες χώρες:. Δεν τα λέω εγώ. Τα λέει ο καθηγητής κ. Αλιβιζάτος. Συνεργάτης είπατε, έτσι δεν είναι;» ανέφερε ο πρωθυπουργός και συνέχισε:
«Πάμε, λοιπόν, σε έναν άλλον καθηγητή, ο οποίος προέρχεται ακόμα αριστερότητα του πολιτικού φάσματος. Τον κ. Μανιτάκη. Και αυτόν να τον απαξιώσουμε έτσι αβίαστα. “Η παρούσα κυβέρνηση το τόλμησε. Καιρός ήταν. Δεν πήγαινε άλλο με αυτήν τη θεοποιημένη πρωτοκαθεδρία του δικαιώματος της συνάθροισης, όπου κάθε ομάδα διαδήλωνε όποτε ήθελε, όπου ήθελε και όπως ήθελε, προβάλλοντας αιτήματα και διαδίδοντας ιδέες, που η ίδια ενέκρινε ότι είναι άξια προσοχής του κοινού. Και όλα αυτά αγνοώντας παντελώς και παρεμποδίζοντας ανενδοίαστα την ταυτόχρονη άσκηση των δικαιωμάτων των άλλων, των τρίτων, όπως του δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης και επικοινωνίας, εργασίας και απασχόλησης, ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος”. Ομότιμος καθηγητής Αντώνης Μανιτάκης».
Πριν ολοκληρώσει την τοποθέτησή του ο πρωθυπουργός θέλησε να κάνει όπως είπε μια «πιο ειδική αναφορά στο πνεύμα του νόμου»:
«Έχω παρακολουθήσει με μεγάλη προσοχή τις συζητήσεις στη Βουλή, αλλά και τον ευρύτερο δημόσιο διάλογο. Νομίζω ότι αν απομόνωνε κανείς κάποια στιγμιότυπα, από αυτά τα οποία έγιναν, εκτιμώ ενδεχομένως και από αυτά τα οποία θα γίνουν σε λίγη ώρα σε αυτήν την αίθουσα, θα έμενε κανείς με την εντύπωση ότι στην Ελλάδα ζούμε τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο ή τα χρόνια αμέσως μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ότι δηλαδή υπήρχαν ακόμα ανοιχτές, νωπές, εθνικές, κοινωνικές πληγές όταν η δημόσια διαμαρτυρία αποτελούσε πράγματι το καταφύγιο, το μόνο καταφύγιο ίσως, για την έκφραση πολιτών που δικαιολογημένα αισθάνονταν κατατρεγμένοι. Η σημερινή Ελλάδα, όμως, έχει αφήσει πίσω της εκείνες τις εποχές και δεν σκοπεύω να μπω σε μία άγονη αντιδικία με εκείνους που θεωρούν ότι τους ανήκουν ιδιοκτησιακά, όχι μόνο τα δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά και οι δρόμοι και οι πλατείες της χώρας για να πραγματοποιούνται κατά βούληση πορείες και διαμαρτυρίες. Θα περιοριστώ απλώς σε ένα μόνο σχόλιο. Είτε από ιδεολογική ραθυμία είτε από μικροπολιτικό υπολογισμό αρνούνται να κατανοήσουν ότι η Πατρίδα έχει προχωρήσει μπροστά. Είναι μία σύγχρονη ευρωπαϊκή και δημοκρατική χώρα με μία Κυβέρνηση που σέβεται τους πολίτες της, όπως νομίζω ότι τη σέβονται και αυτοί. Γι’ αυτό και επιστρέφω την θρασύτατη κριτική περί αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων από εκείνους που συστηματικά αποδόμησαν τους θεσμούς. Ας μην μιλούν, λοιπόν, για σχέδια καταστολής στους δρόμους και στις πλατείες όσοι έχει αποδειχθεί πια ότι εξύφαιναν μηχανορραφίες στα υπόγεια των “μαγαζιών” τους όπως οι ίδιοι έλεγαν.
Η Ελλάδα μετράει, ήδη, σχεδόν μισό αιώνα ομαλού κοινοβουλευτικού βίου. Διαθέτει και την πολιτική πείρα, αλλά και την κοινωνική ωριμότητα ώστε να προστατεύει και να διευρύνει τις συνταγματικές ελευθερίες, να διασφαλίζει τα δικαιώματα αλλά και να αποτρέπει την κατάχρησή τους. Το νέο νομοσχέδιο έρχεται να υπηρετήσει μία αναγκαιότητα που υπέδειξε, που ανέδειξε η ίδια η πραγματικότητα. Και ναι αποτελεί υλοποίηση μίας κεντρικής προεκλογικής δέσμευσης της Νέας Δημοκρατίας. Κανέναν δεν αιφνιδιάζουμε με το να φέρουμε αυτό το νομοσχέδιο. Είχαμε μιλήσει επανειλημμένως για το ζήτημα αυτό, το είπαμε, έχουμε πάρει πολιτική νομιμοποίηση να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας και το κάνουμε πράξη. Πρέπει, λοιπόν, επιτέλους να πάρουμε τα δικαιώματα στα σοβαρά. Θα δανειστώ τον τίτλο ενός εμβληματικού βιβλίου, ενός μεγάλου Αμερικάνου νομικού στοχαστή, του Ronald Dworkin. Ένας στοχαστής ο οποίος απέρριπτε το ασυμβίβαστο μεταξύ ελευθερίας και ισότητας. Αυτό ακριβώς επιχειρούμε να κάνουμε σήμερα, να εναρμονίσουμε την ελευθερία όπως αυτή αποτυπώνεται συνταγματικά με την ισότητα των δικαιωμάτων, ώστε να πάψουν κάποτε οι αυτόκλητοι υπερασπιστές των συνταγματικών ελευθεριών να τις καταχρώνται εις βάρος των υπολοίπων.
Το 1916 ένας νεαρός νομικός και μετέπειτα επιφανής συνταγματολόγος εξέδιδε το δεύτερο βιβλίο του. Τίτλος: “Αι εν υπαιθρίω συναθροίσεις κατά το δημόσιον ημών δίκαιον”. Η πρώτη ελληνική πραγματεία για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Και ο συγγραφέας θεωρούσε την ελευθερία της δημόσιας συνάθροισης κομβικό δίαυλο δημοκρατικής έκφρασης. Εντόπιζε, όμως, το 1911 μια θεμελιώδη επί του θέματος ατέλεια. Την έλλειψη ειδικού νόμου για την επιβολή όρων τους οποίους συνοπτικά προέβλεπε το Σύνταγμα του 1911. Γιατί άνευ του κανονισμού τούτου έγραφε, κατ΄ ουσίαν δεν υπάρχουν ατομικαί ελευθερίαι. Γιατί αυτό αρμόζει, κατέληγε, σε κάθε φιλελεύθερη Πολιτεία. Και μάλιστα όταν πραγματεύεται τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να απαγορευθεί μια δημόσια συνάθροιση λέει επί λέξει: “ιδίως δεν αμφισβητείται ότι δικαιούται ο νόμος να απαγορεύσει συναθροίσεις εντός των δημοσίων οδών” το 1911 αυτό, “διότι αλλιώς θα παρεκωλύετο η ελευθέρα συγκοινωνία εν αυταίς επί βλάβει του κοινωνικού συνόλου”».
Κλείνοντας, ο πρωθυπουργός απηύθυνε κάλεσμα σε «όλους τους συναδέλφους της αντιπολίτευσης να ξαναδιαβάσουν το νομοσχέδιο στο φως των λόγων του Αλέξανδρου Σβώλου, του έγκυρου θεωρητικού, ηγετικής μορφής της εθνικής Αντίστασης και της Κεντροαριστεράς, του ίδιου του προέδρου της Κυβέρνησης του Βουνού. Το λέω αυτό διότι δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό αντεπιχείρημα από κανένα ιδεολογικό ρεύμα το οποίο να αμφισβητεί τον πυρήνα της θεσμικής τομής που φέρνει η κυβέρνηση. Την επί της αρχής ανάγκη να ρυθμιστεί όπως επιτάσσει το Σύνταγμα το δικαίωμα της δημόσιας συνάθροισης. Μπορούμε να διαφωνήσουμε επί των συγκεκριμένων προβλέψεων του νόμου και να επιχειρήσουμε, όπως το κάναμε, να τον κάνουμε καλύτερο. Η επί της αρχής απόρριψη όμως, όπως διατυπώθηκε τουλάχιστον από δύο κόμματα της Εθνικής Αντιπροσωπείας του νομοθετήματος με απαράδεκτους χαρακτηρισμούς, συνιστά η ίδια παραβίαση του Συντάγματος. Διότι δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να φέρνουμε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση τον εφαρμοστικό νόμο του άρθρου 11, όπως το Σύνταγμα επιτάσσει».